Αυτός ήταν ο Ήρωας Νικηταράς..Ο «φυλακισμένος» του Γηροκομείου Πειραιά
Στις 25 Σεπτεμβρίου 1849. Πεθαίνει στον Πειραιά ο Νικηταράς. Ας πούμε λοιπόν μια μικρή ιστορία για αυτόν το σπουδαίο ήρωα. Μια ιστορία που έγινε γνωστή καθώς φιλοτεχνήθηκε σε έργο από τους αδελφούς Φυτάλη.
Στη μεγάλη νίκη των Ελλήνων στα Δερβενάκια τον Ιούλιο του 1822 οι Οθωμανοί έτρεξαν να γλιτώσουν προς την Κόρινθο. Ο Νικηταράς τους κυνήγησε μέχρι ένα σημείο και ύστερα κουρασμένος από τη μάχη επέστρεψε πίσω στο ταμπούρι του. Εκεί άκουσε βογγητά. Πλησίασε και είδε έναν Αλβανό που είχε πολεμήσει με την πλευρά των Τούρκων. Ένα βόλι τον είχε βρει στη μέση και ήταν σχεδόν παράλυτος. Μόλις αυτός είδε τον Νικηταρά να τον πλησιάζει, του ζήτησε να του πάρει το κεφάλι για να γλιτώσει από τους αφόρητους πόνους. Ο Νικηταράς τότε του απάντησε «Ορέ είμαι πολεμιστής και όχι δήμιος» και αφού τον σήκωσε στους ώμους κίνησε για το ελληνικό στρατόπεδο όπου θα μπορούσε να του δοθεί κάποια βοήθεια.
Ο Αλβανός φυσικά δεν γνώριζε ποιος ήταν εκείνος που τον βοηθούσε. Στον δρόμο όμως, καθώς ο Νικηταράς προχωρούσε πολλοί σταματούσαν και εξέφραζαν τον θαυμασμό τους καθώς τον αναγνώριζαν. Τότε ο Αλβανός κατάλαβε ότι βρισκόταν στους ώμους του Νικηταρά του Τουρκοφάγου του οποίου η φήμη είχε απλωθεί σε όλα τα στρατόπεδα των Οθωμανών.
Πέρασε λίγη ώρα και ο Νικηταράς ένιωσε στο σβέρκο του την κρυάδα από τη λάμα ενός μαχαιριού. Τότε έκανε μια ξαφνική κίνηση και πέταξε τον Αλβανό από πάνω του. Τον είδε καταγής με το μαχαίρι στο χέρι. «Ορέ δεν είσαι μπεσαλής» του λέει «εγώ θέλω να σε γλιτώσω και εσύ τυράς να με σκοτώσεις;».
«Όχι του λέει ο Αλβανός. Δεν ήθελα να σε σκοτώσω αλλά έκοψα μια τούφα από τα μαλλιά σου για να έχω να λέω ότι με έσωσε ο τρομερός Νικηταράς». Και σηκώνοντας το άλλο του χέρι του έδειξε μια τούφα μαλλιά που πραγματικά είχε κόψει.
Ο Αλβανός ύστερα από λίγες ώρες πέθανε αλλά πριν ξεψυχήσει έδωσε την τούφα από τα μαλλιά του Νικηταρά στον Γιατράκο ο οποίος με τη σειρά του αργότερα την έδωσε στον Ελβετό Μπετάν. Οι αδελφοί Φυτάλη εντυπωσιασμένοι από αυτήν την ιστορία την αναπαράστησαν σε γλυπτό. Το φιλοτέχνησαν σε μάρμαρο και το παρουσίασαν στην έκθεση του Αγώνα του 1884. Διότι ο Νικηταράς δεν ήταν απλώς Τουρκοφάγος, αλλά ένας γενναιόψυχος άνδρας που πέθανε όπως πολλές φορές έχουμε αναφέρει στον Πειραιά, όπου ζούσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του.