Τσιμπιρλή Βίκυ
Παραβολή
Ένα άσπαρτο
ανυποψίαστο και αφελές χωραφάκι,
ήταν το ψυχοκάρδι της,
με πλήρη εμπιστοσύνη,
στην καλοσύνη των ουρανών,
στη συνέπεια των εποχών,
του χρόνου
και των ανθρώπων!
Το φθινόπωρο,
έπινε αθόρυβα τις βροχές
και την άνοιξη γέμιζε αγριολούλουδα,
θυμάρια , μελίσσια και χελιδόνια !
Κανείς δεν είχε στήσει ποτέ,
ένα περιβολάκι μέσα του,
λες κι είχε πέσει νύχτα από ψηλά,
κι άνθρωπος να μην το ’δε!
Κι ήρθε εκείνος…
Άξαφνα κι απροειδοποίητα!
Και το ’καμε δικό του…
Και σήκωσε τα μανίκια του,
κι έσπειρε αμφιβολίες και ζιζάνια,
πετρόσπορους, αινίγματα,
μύθους και απουσίες,
ανοίγοντας ακάματα,
πληγές και τρύπες,
κάτω απ’ την ενοχική του σκαπάνη!
Και γέμισε το χωραφάκι,
με αγριάδα και πέτρες,
καχυποψία, θλίψη,
αγρύπνιες και στεναγμούς!
Κι ξεμάκρυναν τα πουλιά
και σκιάχτηκαν οι ελιές, οι Μούσες
κι οι ανεμώνες
και γέμισε ρόζους η άνοιξη,
και μαράθηκε η εμπιστοσύνη
στους ουρανούς!
Και στάθηκε εκείνος,
ολόρθος και αυταρχικός!
Και της είπε:
Είσαι ένα στέρφο και άχρηστο χωραφάκι!
Χωρίς αυτοβούληση!
Δεν θέλω πια,
ούτε να σου μιλώ…
Βίκυ Τσιμπιρλή