Η ΠΙΚΡΑΓΓΟΥΡΙΑ ΤΗΣ ΠΛΑΤΕΙΑΣ ΚΟΡΑΗ..ΟΙ ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΕΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥΛΑΣ…
Μοσχοβολούσαν τα γλυκά στο φούρνο της γειτονιάς της. Άλλες φορές, ειδικά το πρωί πρωί, που ξεκινούσε η θεία Κυριακούλα, να τελειώσει νωρίς, τα ψώνια και τις προμήθειες της, ολόκληρο το τετράγωνο, μύριζε φρεσκοψημένο ψωμί. Αλλά σαν πλησίαζαν οι γιορτές, θεσπέσιες αρωματικές νότες, διαλαλούσαν το φρέσκο βούτυρο, τα κανελογαρύφαλλα, το πορτοκάλι, τον κακουλέ, τη χιώτικη μαστίχα και το μαχλέπι, διαπερνώντας μέσα από το όργανο της όσφρησης, επιτάσσοντας την άμεση ικανοποίηση του ουρανίσκου και της γλώσσας κάθε περαστικού, που κατευθυνόταν βιαστικά στο μαγαζί του προκομένου Σταμάτη του φούρναρη, με τις χίλιες και μία γευστικές προκλήσεις!
Η θεία Κυριακούλα, ανήκε στις «κοινωνικές εφεδρείες», όπως συνήθιζε να λέει η ίδια αυτοσαρκάζοντας την ηλικία της. Εκείνες τις ηλικίες, που έζησαν την εποχή της οικογενειακής συνοχής, της τάξης και του νοικοκυριού. Όταν ο σύζυγος και η σύζυγος απολάμβαναν ισοτιμία και όχι ψεύτικη ισότητα αταξίας και διάλυσης… Όταν επαληθεύονταν οι ειδικοί ψυχίατροι και ψυχοθεραπευτές, σαν μιλούν σήμερα, για «όρια», που ουσιαστικά «ξεκουράζουν» τα μέλη της οικογένειας και περισσότερο τα νέα μέλη της, παιδιά και εφήβους. Τα όρια συντελούν δομικά και λειτουργικά, ώστε στην οικογένεια να υπάρχουν ρόλοι, καθήκοντα και υποχρεώσεις τέτοιες, ώστε να αποφεύγονται οι προστριβές, οι διενέξεις και εν τέλει η διάσπαση, το διαζύγιο, που διαρρηγνύει τον κοινωνικό ιστό επιφέροντας συνέπειες στην ευημερία του συνόλου.
Η Κυριακούλα θυμόταν την εποχή, που η οικογένεια, με την ευρύτερη έννοια της, αδέλφια, ξαδέλφια, νύφες, παιδιά, ανίψια και πάντα στην πρωτοκαθεδρία οι ηλικιωμένοι, απολάμβαναν τις Κυριακές, εκείνο το λιτό αλλά τόσο εύγευστο γεύμα με το κοκκινιστό κρέας, που πάντα μαγειρευόταν με το κόκκαλο γιατί, έδινε ξεχωριστή γεύση και τη μακαρονάδα, που τόσο άρεσε στα παιδιά, ιδιαίτερα σαν χρησιμοποιούσαν τα μακαρόνια για το παστίτσιο… Ακολουθούσε φρούτο, μήλο και πορτοκάλι συνήθως και χαλβάς σιμιγδαλένιος ή μπακλαβάς, ψημένος στο φούρνο της γειτονιάς με καφεδάκι ελληνικό, για να συνεχιστεί δίχως νύστα η συνάθροιση και να μην «χαλάσει η παρέα», όσο οι μεγαλύτεροι συζητούσαν επί παντός επιστητού. Δίχως διόλου να αποχωριστούν τις θέσεις τους γύρω από το λευκό λινό τραπεζομάντηλο, που μοσχομύριζε πράσινο σαπούνι και μπουγάδα στο κοφίνι, την πάστρα της οποίας, δεν μπορεί κανένα σημερινό πλυντήριο να προσφέρει…
Τα παιδιά στην Άνδρο, περίμεναν να τα «στρηνιάσουν» οι μεγαλύτεροι, εκτός από τους πατεράδες τους, που ναυτικοί όλοι, συνήθως ταξίδευαν στα βαπόρια και έλειπαν στις γιορτές. Είναι απίστευτο, πως κρατήθηκαν πανάρχαιες λέξεις και συνήθειες, στις απομονωμένες κοινωνίες των νησιών μας. Η λέξη στρήνα, είναι πανάρχαιη και σημαίνει το νόμισμα, που έδιναν οι πρόγονοι μας, στα παιδιά, που τραγουδούσαν κάλαντα και ευχές, πόρτα πόρτα, κατά τους εορτασμούς του νέου έτους. Αναφέρεται μάλιστα από πριν τους κλασικούς χρόνους αλλά και στην Αποκάλυψη του Ιωάννου, γράφτηκε το σχετικό ρήμα σε αόριστο χρόνο, στο κεφάλαιο 18, η λέξη «εστρηνίασε», με την έννοια της δια της δωροδοκίας διαφθοράς. Στο κεφάλαιο αυτό, ο θεόπνευστος Ευαγγελιστής, περιγράφει την καταστροφή της περίφημης πόλης της νέας «πόρνης» Βαβυλώνας.
Έτσι και στις Στενιές της Άνδρου, τα παιδάκια, σαν έλεγαν τα κάλαντα, ή συμμετείχαν στις οικογενειακές συγκεντρώσεις περίμεναν τη στρήνα τους, χρήματα δηλαδή, από γονείς, συγγενείς, νονούς, φίλους και όλους εκείνους, που τα αγαπούσαν και τα προστάτευαν.
Τα παιδιά, περίμεναν με αγωνία τα δώρα τους… Η Κυριακούλα, θυμόταν την μία και μοναδική κοκάλινη κούκλα της, τη Μαρίκα, ένα από τα πρώτα Χριστουγεννιάτικα δώρα της. Τη Μαρίκα, είχαν αγοράσει προπολεμικά και μάλιστα γυμνή, διότι τότε, οι κούκλες δίχως ρούχα, ήταν φθηνότερες. Αυτό βέβαια, διόλου απασχολούσε την μητέρα της, που ευθύς μόλις έφθασαν σπίτι, άνοιξε τη ραπτομηχανή της και έραψε πλήρη γκαρνταρόμπα στη Μαρίκα, από υφάσματα, που είχαν περισσέψει στο παρελθόν, ενώ η μικρή Κυριακούλα, έραβε με ικανοποίηση σούστες και κουμπιά, ακολουθώντας τα βήματα της μητέρας της, μαθαίνοντας νοικοκυριό. Σήμερα, που η οκνηρία αποτελεί υπ’ αριθμόν ένα εθνικό σπορ στην Ελλάδα, πολλές πετεινόμυαλες, όπως τις αποκαλεί η θεία Κυριακούλα καμαρώνουν, που δεν γνωρίζουν ούτε κουμπί να ράψουν σαν να πρόκειται για προσόν επειδή, έλκουν καταγωγή από τίποτα… Λουδοβίκους των Βερσαλλιών προ της εποχής της γκιλοτίνας… «Μαρίες Αντουανέτες» της λαϊκής αγοράς, που βρωμάνε χύμα πατσουλί, ενόσω η μούρη τους, θυμίζει παραγεμισμένη γαλοπούλα, ακίνητη στην πιατέλα, λίγο πριν σπεύσουν τα μαχαιροπήρουνα, να ανακουφίσουν τον τεινεσμό της -ήμαρτον Θεέ μου, σκεφτόταν η Κυριακούλα…
Και μετά απορούν όλοι με το Κατάρ – gate και ωρύονται πολιτικά πρόσωπα, να μην τα ισοπεδώνουμε όλα… Φυσικά και δεν θα ισοπεδώναμε, αν δεν διαπιστώναμε ιδίοις όμμασι τις τεράστιες περιουσίες των περισσότερων, που ψηφίζουν νόμους για να διαλύεται η ταυτότητα και η αυτάρκεια της Ελλάδας, που κινδυνεύει σε λίγο, να αποτελέσει τμήμα μιας Ευρώπης, ίσως ενός νέου μουσουλμανικού χαλιφάτου… Όπου υπάρχει καπνός, υπάρχει και φωτιά και μάλιστα φωτιά, που συνήθως μεταδίδεται από το ειδικό στο γενικό…
Καλά Χριστούγεννα με υγεία και κυρίως, ας αρχίσουμε να σκεφτόμαστε και να μην εμπιστευόμαστε παρά μόνον, όσα βλέπουμε, ακούμε και διαπιστώνουμε. Δεν πρέπει να αφήνουμε άλλους να αποφασίζουν για τις τύχες μας… Και ο Ιωσήφ, διέφυγε στην Αίγυπτο για να σώσει το Θείο Βρέφος και να αλλάξει την ροή της ιστορίας και την ανθρωπότητα, προς το ευγενέστερο, το ηθικότερο, το ανώτερο. Δεν κάθισε με σταυρωμένα χέρια…
Μαρία Μπουκουβάλα
Ιατρός