Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΘΕΝΩΤΙΚΟΙ
Ο Θρήνος της Κωνσταντινουπολεως, είναι ένα πεζό κείμενο το οποίο μας παραδίδεται ανώνυμο, με γλώσσα που είναι ένας συνδυασμός από δημώδη και αρχαΐζοντα στοιχεία.
Διασώζεται σε δύο χειρόγραφα, τον κώδικα του Παρισίου (suppl.Grec 467) και τον κώδικα Πολλάνη. (Σπυρίδων Λάμπρος «Μονωδίαι και θρήνοι επί τη αλώσει της Κωνσταντινουπόλεως», Νέος Ελληνομνήμων, τ. 5, τχ. Β΄-Γ΄ (30 Σεπτεμβρίου 1908), σ. 249).
Ο θρύλος «του μαρμαρωμένου βασιλιά» και η ηρωοποίηση του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου έλαβε χώρα στις λατινοκρατούμενες περιοχές και από τους πληθυσμούς τους φιλικά προσκείμενους προς τις δυτικές δυνάμεις, που εξακολούθησαν να μάχονται εναντίον των Τούρκων.
Αντίθετα η επίσημη εκκλησία, που ακολούθησε την ανθενωτική γραμμή μετά την επικράτηση των Οθωμανών, καταφέρονταν με σφοδρότητα κατά του Κωνσταντίνου, ο οποίος θεωρούνταν «ελεεινός» και «γεγυμνωμένος της βασιλείας», ενώ ο μεταγενέστερος πατριάρχης Καλλίνικος Γ’ (1726) είχε γράψει ότι ο θεός «παρέδωκεν το γένος ημών εν αιχμαλωσία ίνα φυλάξη από της νοητής απωλείας και αθεΐας Πάπα και δυτικής οφρύος».
Ο «Θρήνος Κωνσταντινουπόλεως» είναι χαρακτηριστικό δείγμα της απέχθειας που προκαλούσε στην επίσημη εκκλησία ο τελευταίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ, και έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι διασώζει μια παράδοση για τον αυτοκράτορα που δεν είναι γνωστή από αλλού. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι ο βασιλιάς παραδίδει το στέμμα και το σκήπτρο στην Παναγία, η οποία θα τα φυλάξει, μέχρι να έρθει κάποιος άλλος να τα παραλάβει. Στη συνέχεια, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος μάχεται με τους Τούρκους και χάνει το κεφάλι του.
ΘΡΗΝΟΣ ΚΩΝΣΤ/ΛΕΩΣ
«Ο δε ελεεινός βασιλεύς Κωνσταντίνος, καθώς εμπήκαν οι Τούρκοι στο μέρος του Αγίου Ρωμανού, επεριπάτει από τα τείχη και έβλεπε δια τους εχθρούς. Είνε και μετ’ αυτού μερικοί από τους άρχοντας, και προς το δεξιόν μέρος ήτον ένας ναός της Υπεραγίας, και θεωρεί ο βασιλεύς μιαν βασίλισσαν οπού έρχονταν από έξω με πολλούς ευνούχους και εμπήκε μέσα εις τον ναόν.
Υπήγε γουν και ο βασιλεύς με τους άρχοντας να ιδούν τι βασίλισσα ήτον εκείνη όπου εμπήκεν εις τον ναόν εκείνον, και εμπήκαν μέσα.
Η δε βασίλισσα άνοιξε την ωραία πύλην και εμπήκε μέσα, και εκάθησεν εις το ιερόν σύνθρονον και έδειξε σχήμα λυπητικόν.
Τότε άνοιξε το υπεράγιον αυτής στόμα και είπε προς τον βασιλέα:
«Αφόντις μου επαράδοσαν ταύτην την ταλαίπωρον Πόλιν, πολλαίς φοραίς την εγλύτωσα από οργαίς θεϊκαίς, αλλά και τώρα επαρακάλεσα Τον Υιόν μου και Θεόν, και όμως έγινε απόφασις, ότι να παραδοθήτε εις τας χείρας των αλλοτροίων, διότι αι αμαρτίαι του λαού άναψαν τον θυμόν του Θεού.
Και λοιπόν άφες το στέμμα της βασιλείας εδώ να το φυλάγω, έως να ευδοκήση ο Θεός να έλθει άλλος να το παραλάβει, και συ ύπαγε να αποθάνεις, ότι έτζι ώρισεν ο Θεός».
Και ως ήκουσεν ο βασιλεύς, έγινε περίλυπος, και έβγαλε το στέμμα της βασιλείας και το σκήπτρον οπού εβάστα εις το χέρι, και τα έβαλεν επάνω εις την αγίαν τράπεζαν, και εστάθει μετά δακρύων και είπεν: «Ω δέσποινά μου, επειδή δια τας αμαρτίας μου εξεγυμνώθηκα την τιμήν της βασιλείας και χάνω και την ζωήν μου, ιδού παραδίδωμι και την ψυχήν μου εις τας χείρας σου, καθώς σε επαρέδωκα και το στέφος της βασιλείας».
Τότε απεκρίθει η κυρία των αγγέλων «Κύριος ο Θεός να αναπαύσει την ψυχήν σου μετά των αγίων αυτού». Ο δε βασιλεύς έβαλε μετάνοιαν, και υπήγε να φιλήσει το γόνυ αυτής, και εκείνη έγινε άφαντος μετά των ευνούχων, οίτινες ήσαν οι άγγελοι.
Αλλά ουδέ το στέμμα ουδέ το σκήπτρον ευρέθησαν εκεί οπού το άφησε, διότι το επήρεν η κυρία Θεοτόκος να το φυλάγει έως ότου να γένει έλεος εις το ταλαίπωρον γένος των Χριστιανών.
Ταύτα εξηγήθησαν τινες Χριστιανοί ύστερον, παρόντες εκεί όπου είδαν το θαύμα.
Τότε εβγήκε ο βασιλεύς γεγυμνωμένος της βασιλείας, και υπήγε μετά των αρχόντων αυτού, βλέποντες από τα τείχη τους εχθρούς, και εσύναξαν και εσυναπαντήθει με μερικούς Τούρκους, και, δώσας πόλεμον μετ’ αυτών, ενικήθη, και έκοψαν αυτόν ομού με τους άρχοντας αυτού, και ήφεραν την κεφαλή του ελεεινού βασιλέως εις τον σουλτάνον και εχάρη μεγάλως.»
Δημήτρης Ζακοντίνος