Μικέλης Αντώνης
Το τελευταίο φορτίο
Χρόνια πολλά ταξίδευα με διάφορα καράβια,
το σώμα μου το έβαψα με χρώμα και μοράβια,
μα και νερό της θάλασσας στις φλέβες μου να τρέχει,
μου δίνει δύναμη, πνοή, και στους καιρούς αντέχει.
Οι σκέψεις μου σκουριάσανε τα κύματα μετρώντας,
του γυρισμού με το καλό την ώρα καρτερώντας.
Στην κεφαλή μου έριξε το άσπρο χιόνι ο χρόνος,
και την καρδιά πλημμύρισε της ξενιτιάς ο πόνος.
Πολλά φορτία φόρτωσα, τα ίδια ξεφορτώνω,
σαν μου ’ρχονται στη μνήμη μου αμέσως ξανανιώνω,
μα στο στερνό βαπόρι μου στου γυρισμού τη ρότα,
τις αναμνήσεις θέλησα για να μαζέψω πρώτα.
Εφόρτωσα τις θύμησες, καημούς και αναμνήσεις,
χαρές και λύπες μοναξιάς της ναυτικής μου ζήσης.
Τις δρόσισα με τ’ αρμυρό του πόνου μου το δάκρυ,
που λίγο-λίγο έτρεχε στης γης την άλλη άκρη.
Μα όλα τα ξεφόρτωσα σ’ υπήνεμο λιμάνι,
π’ ούτε κυκλώνες έρχονται κι ούτε φουρτούνα πιάνει,
παρέα μου οι θύμησες κοντά στο παραγώνι,
κρατώντας στην αγκάλη μου και το μικρό μ’ εγγόνι.
Τα χρόνια φεύγουνε, πετούν, αγάντα δεν γερνάμε,
με «ρότα» μας τις θύμησες εις τα παλιά γυρνάμε,
με κάποιο δάκρυ πεθυμιάς π’ ανάμνηση το λένε,
είναι το δάκρυ της καρδιάς όταν τα μάτια κλαίνε.
Και όσοι ταξιδεύουνε
να ζουν με το μεράκι,
και στην δική τους με καλό
να φθάσουν την «ΙΘΑΚΗ».
Αντώνης Μικέλης
Β’ ΒΡΑΒΕΙΟ από τον «ΟΜΙΛΟ ΓΙΑ ΤΗΝ UNESCO ΤΕΧΝΩΝ, ΛΟΓΟΥ & ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ »