“Ήταν αρκετό ένα τηλεφώνημα…”
Έχω μιλήσει κι άλλη φορά για τον Γιώργο τον Βουβούση, ένα ξαδερφάκι που έφυγε νωρίς. Όποτε ερχόταν στο χωριό μας ήμασταν κολλητοί. Χάρη σ΄ αυτόν ξεπέρασα τον φόβο για το μαύρο φυσερό, που ήταν στην είσοδο του σιδεράδικου του παππού του, του μπαρμπΑνδριά, του σιδερά.
Με έλουζε κρύος ιδρώτας, όταν περνούσα από κει και ήταν η πόρτα του σιδεράδικου ανοιχτή.
Ένας μαύρος καταπιώνας που καταπίνει τα παιδιά!
Έτσι φαινόταν στα μάτια μου εκείνο το φυσερό.
Προφανώς η μάνα μου, για να μη μπαίνω εκεί, με είχε φοβίσει, κι αυτό μου έμεινε…
Μιλάμε βέβαια για πολύ μικρή ηλικία.
Ο Γιώργος γνώριζε τα κατατόπια και δεν φοβόταν, έτσι το ξεπέρασα και γω.
Ο μπαρμπΑνδιάς εκτός από την μάνα του Γιώργου είχε και τρεις γιούς. Ήταν κοντά στην ηλικία του μπαμπά μου.
Μια μέρα ήμασταν μαζεμένοι όλοι γύρω από την σόμπα και περιμέναμε την θειά την Θανασία να κενώσει το φαγητό για να φάμε.
Ο Γιωργάκος, ένας από τους θείους του Γιώργου, δεν είχε διάθεση. Δεν θα φάω είπε, “ήπια κάτι τσίπουρα κι γύρσι η καρδιά μ” (ανακατώθηκα).
Πιτσιρικάς εγώ τον ρώτησα, και πώς γυρνάει η καρδιά;
Έλα να σου δείξω μου λέει. Πιάνει το καπάκι από το τσαγερό, μου το δείχνει από την μια πλευρά, μετά το γυρίζει από την άλλη και μου λέει, να έτς.
Τί ΄ν αυτά βρε που του λες του παιδιού, τον αποπήρε η θειά η Θανασία, άντε ελάτε τώρα που είν ζεστή η σούπα…
Γέλασαν όλοι με την εξήγηση που έδωσε ο Γιωργάκος, και άρχισαν να ρουφάνε στα γρήγορα την κοτόσουπα, που άχνιζε πάνω από τα πιάτα.
Πάντως εγώ από τότε, όποτε βλέπω καπάκι τσαγιέρας, θυμάμαι τις “κωλοτούμπες” της καρδιάς, και η εικόνα συμπληρώνεται με μια σόμπα που μπουμπουνίζει από τα κάρβουνα του σιδερά, και όλους εμάς με απλωμένα χέρια γύρω από τα μπουριά…
Είπα για την θειά την Θανασία. Λίγο αργότερα είχε αρρωστήσει. Την πήγαιναν από γιατρό σε γιατρό. Το ξαδερφάκι ο Γιώργος ήταν μεσ’ στην πίκρα.
Αχ να γινόταν ένα θαύμα, να ήμασταν εμείς οι γιατροί, και να την κάναμε καλά!
Τέτοια λέγαμε όλη την ημέρα…
Την λάτρευε την γιαγιά του!
Μια φορά μου ζήτησε να πάμε έξω από το χωριό, κοντά στην Πετριά, να περιμένουμε την γιαγιά που θα επέστρεφε από την Βέροια.
Θα μαθαίναμε γρηγορότερα τα ευχάριστα νέα. Είχε πάει σε ένα γιατρό, Μεγαπάνο, Καραπάνο, κάπως έτσι τον λέγανε. Όλους τους γιάτρευε αυτός ο γιατρός.
Χαρά ο Γιώργος, ήθελε να την μοιραστεί μαζί μου.
Μετά στο σπίτι, θα έβρισκα και γω την ευκαιρία να πω στην θειά ό,τι με δασκάλεψε η μάνα μου, και δεν είχα τολμήσει να το κάνω.
Από μέρες μου έλεγε, “βρε συ, είσαι συνέχεια εκεί με τον Γιώργο, πες κάτι στη γυναίκα”.
-Σαν τί ρε μάνα, ντρέπομαι.
“Πήγαινε κοντά της παιδάκι μ, και πες της, θειά είσαι κουμμάτ καλά σήμερα;”
Πήρα φόρα λοιπόν και πήγα δίπλα της, “θειά είσαι καθόλ καλά σήμερα;”.
Η θειά με αγκάλιασε και με φίλησε γελώντας. Ένιωσα τόσο έντονα την στοργή της!
Στο σπίτι όμως τάκουσα από την μάνα μου.
Το “κουμμάτ καλά” σημαίνει είσαι κάπως καλά, είσαι σχετικά καλύτερα.
Το “καθόλ καλά” έχει αρνητικό φορτίο.
Αυτές τις διαφορές τις έμαθα αργότερα…
Σήμερα μου τηλεφώνησε ο Γιάννης.
Είναι γαμπρός του Γιωργάκου, πήρε την κόρη του, που έχει και το όνομα της γιαγιάς, της θειάς της Θανασίας.
Μεταξύ άλλων μου είπε ότι την επόμενη φορά που θα βρεθώ στο Αρσένι θα πάμε στην ταβέρνα του Τσαούση, του γιου αυτού που ήξερα…
Καλά λένε ότι η ζωή μας στηρίζεται σε δύο πόδια. Το ένα είναι το παρόν και το άλλο οι αναμνήσεις μας.
Μόνο που σήμερα πάτησα μονόπατα, και έκανε παρέλαση από το μυαλό μου το μισό Αρσένι…
Να είσαι καλά βρε Γιάννη.
Το τηλεφώνημά σου ζωντάνεψε ανέμελες στιγμές μιας άλλης εποχής.
Γιατί υπήρχαν και τέτοιες στιγμές στην αγνή μας ηλικία!
Νίκος Καρβουνάς
Ιατρός Πνευμονολόγος