Eβδομαδιαία Πολιτική – Οικονομική – Ναυτιλιακή – Φιλολογική εφημερίδα στην υπηρεσία των Δήμων του Πειραιά και των νησιών

ΑΠΟΨΕΙΣ

Οφειλή στους πρόσφυγες του Ταξιάρχη Ιστιαίας Αιδηψού

καρβουνάςΘυμάμαι τις βεγγέρες στο πατρικό μου σπίτι. Όλο το σόι μαζεμένο σε μια κάμαρα.

Έξω οι νύχτες του Χειμώνα παγωμένες, όμως εγώ μέσα στην ζεστασιά, νταγιαντισμένη σε μια μαξιλάρα, κοντά στο τζάκι, άκουγα τις ιστορίες των μεγάλων.

Ο μπαμπάς μου είχε φροντίσει από πριν τί θα φιλέψει τους συγγενείς. Έπαιρνε με τις κούτες τα στραγάλια και τις σταφίδες. Ρακί, με λίγο γλυκάνισο για τους άνδρες, και λουκούμια, με γεύση τριαντάφυλλου, για τις γυναίκες.

Σε δύο άδεια μεταλλικά δοχεία τοποθετούσαν την λάμπα πετρελαίου, που με έναν μαγικό τρόπο έστελνε το λιγοστό φως σε όποιον είχε τον λόγο.

Ο πατέρας μου συνήθιζε να τους διαβάζει κλασσική λογοτεχνία. Όλοι άκουγαν με θρησκευτική κατάνυξη.

Μόνο η γιαγιά η Ρηνάκη τον διέκοπτε καμιά φορά αγανακτισμένη με τον κακό Ιαβέρη, “τον καημένο τον Γιάννη-Αγιάννη, άκου για ένα κομμάτι ψωμί…, αχ Παναγία μου”, και έσκυβε πάλι στο πλεκτό της.

Βασανισμένη γυναίκα η κόνα-Ρηνάκη. Τα είδε όλα στη ζωή της. Μικρή μικρή παντρεύτηκε τον παππού τον Σπύρο. Συμπτωματικά και το επίθετό της ήταν Μικροπαντρεμένου. Ζούσαν στο Μουρσαλί, κοντά στην Σμύρνη. Καματερός ο παππούς, με τις συκιές του, με τα αμπέλια του, με τα όλα τους. Όμως και κείνη δεν πήγαινε παρά πίσω, είχε αργαλειό και ύφαινε μεταξωτά. Είχαν προκόψει.

Τούρκοι δεν ζούσαν στο χωριό. Αν ερχόταν κανένας περαστικός η γιαγιά τον κέρναγε καφέ ή του έδινε κανένα δωράκι, κι έφευγε ευχαριστημένος. Γενικά δεν είχαν προβλήματα μαζί τους.

Η ζωή κύλαγε ήρεμα και όμορφα. Ήρθαν όμως χρόνια δύσκολα!

Μια μέρα του Αυγούστου, την ώρα που η γιαγιά ξεφούρνιζε τα ζεστά ψωμιά, πέρασε ο αδελφός της ο Σταμάτης, “άστα όλα όπως είναι”, της λέει, “φεύγουμε, έρχονται οι Τούρκοι, και γω από τον μπαξέ έρχομαι, τα παράτησα όλα”.

Στην στιγμή έφτασε και ο παππούς ο Σπύρος. Μόλις είχε πληρωθεί από τον έμπορο για τα σύκα.

Παίρνουν μερικά βασικά πράγματα σ’ ένα μπόγο, μαζεύουν τα παιδιά και φεύγουν για την Σμύρνη, για το λιμάνι.

Εκεί γινόταν ο χαμός. Σύγχυση, αλαλαγμοί, κλάματα. Έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί την μάνα.

Από κάπου πετούσαν καρβέλια στο πλήθος. Ο παππούς ο Σπύρος, όπως ήταν και ψηλός, μπόρεσε να πιάσει ένα. Ο διπλανός του όμως όρμησε, του δάγκωσε το χέρι και του το άρπαξε.

Με τα πολλά ήρθε η σειρά τους να μπουν στο καράβι. Ο “Τούρκος” άφησε την γιαγιά με τα παιδιά, άπλωσε όμως το χέρι απαγορεύοντας να περάσει και ο άνδρας της. Αστραπιαία ο παππούς έβγαλε από τον κόρφο του το κομπόδεμα με τις λίρες από την σοδειά των σύκων. Ο “Τούρκος” το τσέπωσε, και βλέποντας τις καινούργιες μπότες του παππού (στιβάνια), του τις έβγαλε από τα πόδια και αφού τις φόρεσε του έδωσε μια δυνατή σπρωξιά προς το καράβι.

Έτσι γλυτώσανε.

Μας έχουν μεταφέρει τόσο ζωντανά όσα πέρασαν, που αισθάνομαι ότι έζησα και γω τα ίδια γεγονότα…

Όση ώρα διαβάζει ο μπαμπάς τους “Αθλίους του Βίκτωρος Ουγκώ”, παρακολουθώ την γιαγιά. Αυτήν την ιστορία της διάσωσης, όποτε την διηγείται με πιάνουν τα κλάματα.

Με πόση ψυχραιμία όμως σήμερα, αλλά και σύνεση, σχολιάζει τους χαρακτήρες των “Αθλίων”.

Η ζωή την έκανε σκληρή. Δεν την έχω δει ποτέ να κλαίει. Μου πέρασε από το μυαλό, μήπως της έχουν στερέψει τα δάκρυα!

Η ίδια μου είπε ότι έκλαψε για τελευταία φορά εκεί στο λιμάνι της Χίου, εκεί που τους έβγαλε το καράβι. Είχαν πεινάσει τα παιδιά και πάνω σε μια λαμαρίνα που βρήκε, έβαλε λίγο αλεύρι και νεράκι για να τους φτιάξει ένα αυτοσχέδιο κουρκούτι.

Καθόταν σ’ ένα βραχάκι, κι ένας περαστικός, όπως την είδε ταλαιπωρημένη την πέρασε για ζητιάνα, έβγαλε ένα κέρμα και της το πέταξε στην ποδιά. Αυτό της στοίχησε πολύ, και έκλαψε πικρά!

Ήταν όμως η τελευταία φορά. Δάγκωσε τα χείλια και προχώρησε στην ζωή!

Στον πόλεμο έπαιρνε στην πλάτη της τον αδερφό μου και ανεβαίνανε στο βουνό, για τον φόβο των Ιταλών και των Γερμανών.

Στον εμφύλιο έζησε ό,τι χειρότερο μπορεί να ζήσει μια μάνα. Στην κόρη της την Μαρία ξέσπασαν οι της άλλης παράταξης, επειδή ο άνδρας της ο Νίκος ήταν αντάρτης. Απείλησαν ακόμη και τον μπαμπά μου, όταν τους έκανε παρατήρηση, ότι βασανίζουν μια μάνα με ανήλικα παιδιά.

Η γιαγιά επέλεξε να μένει σε μας. Αισθανόταν, λέει, μεγαλύτερη σιγουριά στο σπίτι των γονιών μου. Έτσι θυμάμαι ότι πάντα είχα γιαγιά στο σπίτι.

Πολύ συχνά όμως το σπίτι γέμιζε από όλο το σόι, όπως σήμερα…

Τον ειρμό της σκέψης μου διέκοψε η φωνή του θείου Νίκου, του άνδρα της Μαρίας. Είχε πάρει τον λόγο. Δεν μιλούσε για τα παλιά. Στα πιο πρόσφατα αναφερόταν, τους έλεγε μέχρι πού έφτασε η χάρη του για να πουλήσει λαθραίο καπνό, και γελούσαν όλοι τρανταχτά με τα χωρατά του.

Η μάνα μου, η αδερφή της η Μαρία, και ο αδερφός της, κι αυτός Νίκος, σπάνια μιλούσαν. Η μεγάλη αδερφή της, η Αθανασία, έκανε συνέχεια παρατηρήσεις στον άνδρα της, τον θείο Αποστόλη, να μην καπνίζει τόσο γιατί είμαστε πολλοί σε ένα δωμάτιο. Εκείνος όμως έπρεπε να δοκιμάσει τις καινούργιες πίπες που μαστόρευε όλη μέρα. Πράγματι ήταν δεξιοτέχνης σ’ αυτά.

Η θεία η Καλλιόπη, η γυναίκα του θείου Νίκου, κινούνταν σαν στο σπίτι της. Έφερνε τα κεράσματα, είχε κάνει μαθές και η ίδια σιμιγδαλένιο χαλβά και ήθελε το απαραίτητο εγκώμιο!

Το σπίτι μας τους χωρούσε όλους, ήταν ένα σπίτι ζεστό. Όχι όμως από την φωτιά του τζακιού, αλλά από την ζεστή καρδιά του μπαμπά μου και της μάνας μου.

Πόσο μου λείπουν! Κάθομαι τώρα στο σαλόνι του καινούργιου μου σπιτιού, απέναντι είναι το τζάκι. Σχεδόν στο ίδιο σημείο που ήταν το παλιό.

Ο νους μου δραπετεύει σε κείνα τα χρόνια. Αχ και να ήμουν πάλι σε κείνη την κάμαρα, νταγιαντισμένη στην μαξιλάρα μου, και να τους ακούω, να τους ακούω!

Νίκος Καρβουνάς

Ιατρός Πνευμονολόγος

Υγ. Σκέψεις που μου μετέφερε η γυναίκα μου, και είπα να τις μοιραστώ μαζί σας. Οι μνήμες πρέπει να κοινοποιούνται. Είναι το ελάχιστο που μπορούμε να κάνουμε για μια γενιά άτυχη και τόσο αδικημένη.

Αφιερωμένο στα 100 χρόνια από την καταστροφή της Σμύρνης.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *