Η κουτσομπόλα (1957)
Προέδρου Πολιτιστικής Ενώσεως Περάματος
Συνήθως τα κουτσομπολιά είναι ίδιων γυναικών ηλικιωμένων. Αλλά φαίνεται ότι δεν έχει το προνόμιο τούτο μόνο η προχωρημένη ηλικία. Η κοπέλα της ιστορίας μας που ανέβηκε από το σταθμό στο πράσινο λεωφορείο των ΕΗΣ ήταν αρκετά νεαρή και είχε γλώσσα που έκοβε και έραβε.
Χειμωνιάτική νύκτα ήταν γύρω στις 11. Και οι επιβάτες του λεωφορείου κουρασμένοι, σωπαίνουν και νυστάζουν. Όμως μέσα στην ησυχία ακουγόταν η ακαταγώνιστη γλώσσα της παρλού που θέλοντας και μη όλοι την άκουγαν. Μια ακατάσχετη φλυαρία την είχε καταβάλει και το χειρότερο έδειχνε να την απολαμβάνει. Και τι δεν έλεγε! Ονόματα, επώνυμα, διευθύνσεις, περιστατικά πλήθος δεικτικά και ζημιογόνα, πρωτοφανή και ευτράπελα.
-Α! η κυρία τάδε; Καλέ κυρία Πραξιθέα μου ξέρεις τι κάνει; -Πραξιθέα η διπλανή της γνωστή της επιβάτης, που κάθονται μαζί της στο διθέσιο κάθισμα δεξιά αμέσως μετά τη θέση του εισπράκτορα.
-Τι κάνει δηλαδή;
-Ο άντρας της δεν της δίνει σημασία, αλλά του τα φοράει μια χαρά κι από δω πάνε κι άλλοι.
-Τι μου λες;
-Καλέ κάθε βράδυ την βλέπεις, ντύνεται, λουσάρεται και δώστου έξω από την πόρτα. Και μην το είδατε το Τάσο τον λεβέντη τον αρχιληστή, Κάνει τι πισινή της.
-Καλέ Ευτέρπη με το Τάσο τον ληστή;
-Καλέ όχι, ο Τάσος ήταν ληστής στα παλιά χρόνια.
-Ε! λοιπόν που πάει, αφού δεν πάει στον αρχιληστή που φυσικά θα ‘ταν και παίδαρος!
-Ε, δεν χρειάζεται δα και μεγάλη φιλοσοφία.
-Δηλαδή;
-Τι δηλαδή και δηλαδή. Πάει να βγάλει τα μάτια της.
-Πάει δηλαδή στον οφθαλμίατρο;
-Α! εσύ κυρά Πραξιθέα μου είσαι ντιπ κατά ντιπ χωριάτα. Πάει να βγάλει τα μάτια της πάει να πει ότι έχει εραστή και σ’ αυτόν πάει. Κάνει τη κομπίνα της.
-Μη μου το πεις. Κι αφήνει τον άντρα της;
-Και βέβαια τον αφήνει. Τι θα θέλει δηλαδή να τον τραβάει μαζί της να κρατάει το φανάρι; Τον αφήνει φλου.
-Τι να σου πω Ευτέρπη μου, δυσκολεύομαι να σε παρακολουθήσω. Κομπίνα, φλου, πισινή, είναι πολύ πλούσιο το λεξιλόγιό σου.
-Εμ δεν το ξέρεις σήμερα όλες οι γυναίκες έχουν την πισινή τους. Είναι η εποχή των πισινών.
-Τι μου λες; Οι παλαιές δεν είχανε πισινούς; Τέλος πάντων ας το πάρει το ποτάμι για λέγε, λέγε…
-Εγώ Πραξιθέα μου πηγαίνω κάθε εβδομάδα της φτιάχνω τα μαλλιά και παρακολουθώ τι γίνεται μέσα στο σπίτι.
-Κι ο άντρας της, ο άντρας της κοιμάται; Δεν παίρνει μυρουδιά;
-Καλέ τα ξέρει. Πως δεν τα ξέρει!
-Ε! Τότενες;
-Έχει και κείνος τις δικές του. Γύρισε ο Τέντζερης και βρήκε το καπάκι. Κατά τη ροδαριά και το ρόδο. Και αμέσως σαν ν’ άνοιξε ένα αόρατο μητρώο, αραδιάζει φαρδιά πλατειά, όνομα, επώνυμο, διεύθυνση κατοικίας, εμφάνιση και οικονομική κατάσταση. Η Πραξιθέα άκουγε εμβρόντητη, αντιλαμβανόμενη ότι μπαίνανε σε αχαρτογράφητα νερά. Της έγνεψε να σταματήσει, γιατί άκουσε ήδη το τρεις φορές χαρακτηριστικό βήξιμο δυσαρέσκειας του εισπράκτορα Ρουσιά.
Μα που εκείνη, συνέχισε τον ορυμαγδών της κατακρύλας. Πέρασε σ’ άλλες κι άλλες πελάτισσες που παρέλασαν καταλλήλως διακοσμημένες με την κουτσομπολίστικη σάλτσα της καταπληκτικής αλλά απρεπούσης εκείνης κυρίας.
Στο τέλος και ενώ συνεχιζόταν η δημόσια αυτή ακατάλληλος διαπόμπευσης απόντων, ο εισπράκτορας Ρουσιάς δεν κρατήθηκε πλέον. Επενέβη δια να βάλει τα πράγματα στη θέση τους.
Και αφού ανέλυσε διεξοδικά το αρχαίο ρητό «Τα εν οίκω ουκ εν δήμω» συνέστησεν εις την λαλίστατη ενοχλούσα δεσποινίδα, την ανάγκη κοσμίας συμπεριφοράς και τον δέοντα σεβασμόν του κοινωνικού μέσου μεταφοράς.
Επειδή όμως η παρλού δεσποινίς σύμφωνα πάλι με το αρχαίο λεχθέν «Ενός κακού και άλλα έπονται» όχι μόνον δεν απεδέχθη την παρατήρηση, αλλά θρασύτατα αυθαδίασε, υπερασπιζόμενη τα ανύπαρκτα δικαιώματα της,… ο οδηγός Βασιλειάδης να ζητήσει απ’ τον εισπράκτορα να ησυχάσει τον θάλαμο του λεωφορείου παύοντας τη νυκτερινή εκπομπή της νεαράς.
Οπότε και ο Ευθύμης Ρουσιάς χρησιμοποίησε γλώσσα κατάλληλον να εισακουσθή.
-Δεσποινίς είστε κομμώτρια; Ρώτησε με σοβαρό και συγχρόνως αυστηρό ύφος.
Η κουτσομπόλα άρχισε ανησυχούσα. Ήταν καιρός.
-Ναι γιατί; Απάντησε με χώρα ευθύνης.
-Μπαίνετε, λοιπόν, μέσα στα σπίτια, παίρνετε τα ωραία σας λεπτά, ζείτε απ’ αυτές τις κυρίες κι ύστερα τις διασύρετε, μ’ αυτόν τον τρόπο δημόσια.
Και συνέχισε χρησιμοποιώντας ένα τέχνασμα που έπιασε αμέσως και επέφερε καίριο πλήγμα στην παρλού.
-Η κυρία Ευρυδίκη Ευτραπέλου που αναφέρατε είναι φίλη οικογενειακή μου και όλες αυτές οι αηδίες που είπατε είναι βρωμιές και ψευτιές άξιες της βρωμερής σας γλώσσας. Κρίμα σε σένα! Είσαι και νέα κοπέλα και μάλιστα ωραιοτάτη. Μόνο δυστυχώς ο ψυχικός σου κόσμος είναι γαϊδουρινός.
Δεν ξέρεις ότι η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει. Μη γίνεσαι ένα ξερό ξύλο κατάλληλο μόνο για τη φωτιά. Να λυπηθείς και να στενάξεις γιατί δεν συγκρατείς το στόμα σου και δεν μπορείς να κυριαρχήσεις τον εαυτό σου στις φλυαρίες. Να ξέρεις ότι όποιος συκοφαντεί∙τον εαυτό του μάλλον βλάπτει και δεν πρόκειται ν’ αποφύγει την τιμωρία.
Το κατσάδιασμα του εισπράκτορα έφερε γρήγορα τ’ αποτελέσματά του. Κόκκαλο η παρλού που κατέβασε το κεφάλι και ένοιωθε ενοχή έναντι όλων.
Και το λεωφορείο το πράσινο, συνέχισε το δρόμο του και η παρλού δεν ξαναμίλησε μέχρι που κατέβηκε στη στάση Μπλαζάκη.