Φωνάζει ο κλέφτης (1958)
Προέδρου Πολιτιστικής Ενώσεως Περάματος
Και στα χρόνια εκείνα τα παλαιά μέσα στην πολυκοσμία του Τραμ έστω αραιά και που – μεταξύ του ενός που και τ’ άλλου που, μικροκλέφτες εμφανίζοντο.
Ανέβαινες, απ’ τη στάση Παπακωνσταντίνου συνήθως στο Τραμ που πήγαινε φίσκα για Πέραμα. Ήσαν καλοντυμένοι και άμεμπτου εξωτερικής εμφανίσεως. Πληρώνανε το εισιτήριό τους και προχωρούσανε με ησυχία και απλότητα μεσ’ το πλήθος των επιβατών.
Έως εδώ εν τάξει τα πράγματα. Κανείς δεν επρόσεχε τον νεοεισελθέντα επιβάτη, εκτός ολίγων απ’ τους οποίους ζητούσε ευγενέστατα συγνώμην για να περάση.
-Επιτρέπετε παρακαλώ;
-Ορίστε κύριε.
-Σας ευχαριστώ πολύ.
Με τόση ευγένεια και τόση αγαθότητα που φαινόταν στο πρόσωπό του όλοι τ’ άνοιγαν τόπο να διασχίση το βαγόνι απ’ τη μια μεριά στην άλλη.
-Μήπως σας ενοχλώ;
-Παρακαλώ.
-Με καθυποχρεώνετε.
Αλλά ο περίεργος αυτός επιβάτης, μόλις έφθασε στο πυκνότερο του βαγονιού μέρος, αισθάνθηκε επιτέλους βολικά. Έγειρε το θολό του βλέμμα προς τα κάτω και βυθίστηκε στις σκέψεις. Ήλθε η ώρα της δράσεως είπε μέσα του, κι αμέσως τα χέρια του άρχισαν να κινούνται ύποπτα, πισώπλατα και στριμώκολα.
Έτσι η αριστερή του χείρα, απλώθηκε ήσυχα και ύποπτα στην εξωτερική τσέπη του πλαϊνού του, ενός κοντόχονδρου μεσήλικα που κρατιόταν απ’ τις χειρολαβές, με τα δύο του χέρια. Και κει η αριστέρα του βυθομετρούσε τη τσέπη του ανύποπτου συνεπιβάτη, φθάνοντας στο βυθό της. Βρήκε και ανέσυρε με τέχνη αξιέπαινον και χιλίας προφυλάξεις μικρά τινά χαρτονομίσματα και τα μετέφερε με συγκίνησι βαθειά στη δική του τσέπη.
Συγχρόνως η δεξιά του, γνωρίζουσα θαυμάσια τι ποιεί η αριστερά σε αντιδιαστολή του βιβλικού, και μη θέλουσαν υστερίσθαι, επιχειρεί κατάδυσιν εις την τσέπη άλλου επιβάτη ευρισκομένου παραπλεύρους. Κρυφά και μυστικά ανέσυρε κι αυτή το ποθούμενο τοποθετών τούτο εις την εαυτόν τσέπην.
Παρά δε τις επιτυχίες του αυτές, κυριαρχούμενος από τον μαμμωνάν της αδικίας, επροχώρησε με επαγγελματικήν ευγένειαν να κλέψη και πάλι.
Ο θεός όμως όστις ουκ ευλογεί το άδικο, μπορεί ν’ αγαπά τον κλέφτη, μα περισσότερο αγαπά τον νοικοκύρη. Έτσι σε νέα επιχείρηση βυθομετρήσεως καθώς η δεξιά του περιεπλανάτο εις τον βυθόν τσέπης, αισθάνθηκε να πιάνεται γερά από άλλο χέρι στιβαρώτερον.
-Λωποδύτη!
Τα’ χασε, κιτρίνισε, η ώρα της κρίσεως∙ και ποιος αλήθεια αμαρτωλός την περιμένει; Ψέλλισε μισοκακόμοιρα.
-Παρντόν…
-Τι ψάχνεις, βρε στη τσέπη μου;
-Λάθος, κύριε. Δεν είναι αυτό που νομίζετε. Σας ζητώ συγνώμην. Ενόμισα πως ήταν η δική μου…
-Τι συγνώμη βρε παλιάνθρωπε. Κι αμέσως.
-Κύριε εισπράκτορ, κύριε εισπράκτορ… Εδώ έχουμε έναν κλέφτη, έναν κλέπτη επαγγελματία, που μας ξεγελά με το άψογο παρουσιαστικό του. Επιληφτείτε παρακαλώ!…
Ο Βαγγέλης Αναστασίου, εισπράκτορας με πείρα, πλησίασε ψύχραιμα, είδε τον κλέπτη τον εγνώρισε και είπε.
-Πάλι εσύ εδώ;
-Κύριε εισπράκτορα ξέρετε…
-Σιωπή! Εγώ ο ίδιος δεν σε κατέβασα πριν από έναν μήνα απ’ το τραμ που κανες την ίδια βρωμοδουλειά; Σου είπα τότε να μη ξανανέβης στο Τραμ του Περάματος.
-Όχι, κ. εισπράκτορα.
-Για να δούμε τώρα, τι έχεις ξαφρίσει. Και φωνάζοντας σ’ όλους τους επιβάτες του βαγονιού.
-Κύριοι επιβάτες εδώ πιάσαμε έναν μακρυχέρι. Ψασθήτε όλοι και πέστε μου τι σας λείπει, να δούμε τι έχει σελεμίσει…
Ψάχθηκαν αλαφιασμένοι οι επιβάτες και 4-5 βρέθηκαν να ‘χουν απωλέσει 212 δραχμές.
-212 δραχμές λοιπόν συνολικά. Και με έντονο ύφος απευθυνόμενος στον κλέφτη ο εισπράκτορας.
-Γιατί έκλεψες πάλι;
-Δεν έκλεψα κ. Εισπράκτορα. Με έκλεψαν.
-Πάψε, θα πας μέσα (αστυνομία,) αφού σε συλλάβαμε επ’ αυτοφώρω.
-Εγώ τους συνέλαβα επ’ αυτοφώρω κ. Εισπράκτορα. Άλλοι όμως έχουν τ’ όνομα κι άλλοι τη χάρη. Παραδέχομαι εμάζεψα κάτι ψιλά. Μα είχα σας ορκίζομαι στο υπόλοιπον της τιμής μου…
Πάψε, μόλις φθάσουμε στάση Παπαδοπούλου, θα φωνάξω την αστυνομία.
-Δύο λόγια κ. Εισπράκτορα.
-Είχα δικές μου διακόσιες δραχμές. Στην ψυχή του πατέρα μου ορκίζομαι. Τι δηλαδή; Εγώ τούτο δω (και κτυπά με τη παλάμη το κούτελό του) το ‘χω καθαρό, μπορώ να ’μαι φτωχός αλλά να πέση φωτιά να με κάψη αν απλώσουν σε ξένα…
-Ας τ’ αυτά και κατέβαινε αυτά που κλέψες, αν θέλης, να μη σε στείλω στο φρέσκο.
-Μα σας είπα είχα διακόσιες δραχμές… Τώρα πότε πρόλαβε, πότε τις μέτρησε ένας θεός ξέρει…
Ο εισπράκτορας νευριασμένος δείχνοντας να χάνει την υπομονή του.
-Βρε κουβεντολόι θ’ ανοίξουμε. Ποιος τα βγάζει πέρα με σένα στην απάτη και ψευτιά.
-Δώσε τα λεφτά που έκλεψες του κόσμου, αλλιώς πας μέσα. Τα λόγια είναι περιττά. Άκουσες! Κατέβαινε.
Τι να κάνει ο κλέφτης είδε και απόδε, κατάλαβε ότι τα πράγματα θα γινόντουσαν χειρότερα και έδωσε όχι μόνον τις διακόσιες αλλά και τις δώδεκα δρχ. που πιθανόν να ‘ταν δικές του. Και όχι μόνο αυτό αλλά ο εισπράκτορας πήρε και τ’ όνομά του για να του κλείσει μια και καλή τη βρώμικη πράξη του, τουλάχιστον στα μεταφορικά μέσα των ΕΗΣ. Τον κατέβασε στα σκουπίδια.
-Εδώ θα κατέβης πούνε ερημιά και θα πας σπίτι σου με τα πόδια, για τιμωρία.
-Μα εδώ θα με φάνε τα θηρία.
-Μη φοβάσαι εσύ είσαι πιο μεγάλο θηρίο απ’ αυτά.
-Μα πλήρωσα και τις διακόσιες μου και δεν κατάφερα να ξοφλήσω και με τιμωρείτε και από πάνω. Ο θεός και η ψυχή σας.
-Φωνάζει ο κλέπτης για να φοβηθή ο νοικοκύρης, πώς να το κάνουμε, σας μάθαμε πια, έτσι είσαστε όλοι εσείς οι κλέπτες∙ όχι μόνον κλέπτες αλλά και ψεύτες και δειλοί και κατεργαρέοι. Πήγαινε, πήγαινε, κει εδώ μη ξανάμπης στο Τραμ.