Κάσσης Μιχάλης
Μάνη
Καμαρωμένη γη, πολύψυχη κι άνυδρη
πανώρια είδωλα διαφέντευαν.
Σε στοιχειωμένο ραχοκόκαλο
ρουφήξανε καημούς πολλούς
πορτοφυλάκοι ανάξιων βουλών.
Πολλές βολές συφάγαν με το χάρο.
Καραβοτσακισμένοι γλυτωμοί
κοσμοξακουστοί κάκαβες βρεκολάκοι,
αητομάτες φοβεριστές της καταχνιάς,
βιγλάτορες ανεμοπόδαροι, κυματόστηθοι κούροι.
Ορπίδα για τα κλαψοπούλια τους αχνοσκόταδου,
κλαίουσες κλωνόγυρτες ιτιές.
Κι η δύση ν’ ανατείλει για κιοτήδες
τ’ απέραντα ερπετά μη σκιάζεστε, κιβούρια,
προσταχτικά φωνάχτε στον αντήρα
με καταφρόνια τ’ αποκρίσαρα,
σπαράχτε και χλιμιντρίστε σα θεριά.
Ηλιοφεγκόβολοι δασκάλοι να οδηγούνε
και εγένετο φως.
Μιχάλης Κάσσης
Από την ποιητική συλλογή
«Ποιώντας»