Eβδομαδιαία Πολιτική – Οικονομική – Ναυτιλιακή – Φιλολογική εφημερίδα στην υπηρεσία των Δήμων του Πειραιά και των νησιών

ΑΠΟΨΕΙΣ

Κάποια Μεγάλη Παρασκευή

Βρισκόμασταν με τη σύζυγό μου για τις ημέρες του Πάσχα, στο χωριό, στη Χαλκηδόνα της Θεσσαλονίκης, μία χρονιά, στις αρχές της δεκαετίας του 1980.

Ήταν Μεγάλη Παρασκευή και το απόγευμα θα κάναμε μία επίσκεψη σε συγγενείς στα Διαβατά (σημερινή Ιωνία), περίπου 25 χιλιόμετρα από το χωριό. Δεν είχαμε αυτοκίνητο τότε και πήγαμε με το υπεραστικό λεωφορείο. Μετά την επίσκεψη, περιμένοντας στη στάση του υπεραστικού για να επιστρέψουμε στο χωριό, είχε ψιλόβροχο και έκανε δυνατό κρύο. Ήταν ακόμα ημέρα. Μη γνωρίζοντας σε πόση ώρα θα περνούσε το λεωφορείο, αποφάσισα αν και δεν το συνήθιζα, να κάνω ωτοστόπ.

Το δεύτερο αυτοκίνητο, σταμάτησε, με μόνον επιβάτη τον οδηγό του. Αυτός, με πολλή ευγένεια μας είπε να περάσουμε μέσα. Ταξίδευε για την Αθήνα και θα πέρναγε και από τη Χαλκηδόνα που πηγαίναμε εμείς, για να συνεχίσει μέσω Αλεξάνδρειας και Κατερίνης τον δρόμο του για την Αθήνα. Ήταν στρατιωτικός, ανώτερος ή ανώτατος αξιωματικός (δεν θυμάμαι ακριβώς) του Στρατού, μορφωμένος, με αγωγή, ευγένεια και παιδεία, όχι προσποιητή. Ήταν Διοικητής σε κάποια μονάδα στη Βόρεια Ελλάδα όπως μας είπε και πήγαινε για το Πάσχα στην Αθήνα. Ήταν «μετρημένος» στις κουβέντες του και μίλαγε με αρκετή μελαγχολία για τις σχέσεις των ανθρώπων. Από το stereo του αυτοκινήτου, ακουγόταν διακριτικά το Ρέκβιεμ ενός μεγάλου κλασσικού συνθέτη. Το ψιλόβροχο και το κρύο, έξω από το αυτοκίνητο έδιναν μία γλυκιά αντίθεση, σε συνδυασμό με τα μολυβένια σύννεφα που κρέμονταν εμπρός και πάνω από τον ατέλειωτο κάμπο. Ενδιάμεσά τους κάποιες πινελιές από σκούρο πορτοκαλί και μώβ, ολοκλήρωναν το υποβλητικό σκηνικό, που το «έντυνε» η μουσική υπόκρουση από το κλασσικό κομμάτι, με νότες άλλοτε δυνατές και άλλοτε πένθιμες. Η συζήτηση ήρεμη και σοβαρή, ήταν σε απόλυτη αρμονία με αυτό που βλέπαμε από τα παράθυρα και ακούγαμε από το cd, εκείνο το απόγευμα αυτής της Μεγάλης Ημέρας. Ήταν ήρεμη και ειλικρινής συζήτηση ενός αγνώστου, σ’ εμάς τα δύο άγνωστά του άτομα, που όμως ήταν σαν να γνωριζόμασταν χρόνια. Και που στο διάστημα της ημίωρης διαδρομής, είχαν ειπωθεί τόσα πολλά για τις σχέσεις των ανθρώπων, για την αγάπη, την προδοσία, την αδικία, την εμπιστοσύνη.

Στο χωριό, μας άφησε, αφού αλληλοευχηθήκαμε για το Πάσχα και εκείνος ο Άνθρωπος με το αυτοκίνητό του, χάθηκαν στο βάθος του δρόμου. Ποτέ δεν τον ξαναείδαμε, αφού δεν ανταλλάξαμε κάτι σχετικό. Όμως τα ήρεμα και μεστά λόγια του και ο απλός τρόπος που τα έλεγε και μας έπειθε, έχουν χαραχθεί στη μνήμη μου.

Το βράδυ, στην Περιφορά του Επιταφίου, Συνοδεύοντας το Άχραντο Σώμα Του Ιησού, που Ευλογούσε το χωριό, σκεπτόμουν παράλληλα και όλο αυτό «το λίγο και το πολύ» που ζήσαμε εκείνο το απόγευμα… Και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, τη θυμάμαι εκείνη την ημέρα, σαν να είναι τώρα… Ήταν Η Μεγάλη Παρασκευή μιας χρονιάς, στις αρχές της δεκαετίας του ’80…

Κώστας Μπουρής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *