Eβδομαδιαία Πολιτική – Οικονομική – Ναυτιλιακή – Φιλολογική εφημερίδα στην υπηρεσία των Δήμων του Πειραιά και των νησιών

ΑΠΟΨΕΙΣ

“Λίγο τζιλάς έπεσε κύριος…”

Όταν σχολούσαμε από το Γυμνάσιο είχαμε την συνήθεια να ομαδοποιούμαστε ανάλογα με τον προορισμό του καθενός.

Στον δρόμο έβλεπες ένα μπουλούκι από παιδιά που πήγαινε για τον Σταθμό του Τρένου.

Ένα άλλο για το Πρακτορείο των Λεωφορείων. Κάποιοι έφευγαν με τα Ποδήλατα. Και οι ντόπιοι, ποδαράτα, έπαιρναν τον δρόμο για το σπίτι τους.

Η δική μας διαδρομή έβαζε τις προϋποθέσεις να αναπτυχθούν φιλίες μεταξύ μαθητών ανεξαρτήτου ηλικίας.

Στους Σταθμούς μάλιστα, λόγω αναμονής, συνυπήρχαμε για περισσότερο χρόνο μεταξύ μας, οπότε υπήρχε μεγαλύτερη πιθανότητα να γνωριστούμε πιο καλά και να κάνουμε φίλους. Δεν ήταν λίγοι και εκείνοι, που περιμένοντας στον Σταθμό γνώρισαν και το έτερον ήμισυ!

Εμείς, οι του Τρένου, δεν είχαμε πολλά πάρε – δώσε με τα Λεωφορεία. Στο Πρακτορείο του ΚΤΕΛ πηγαίναμε για χάζι. Ήταν πίσω από τον Σταθμό, στην μεγάλη πλατεία της Σκύδρας.

Καλά, εκεί γινόταν ο κακός χαμός! Είναι αρκετά τα χωριά γύρω από την Σκύδρα, και εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν πολλά Ι.Χ. αυτοκίνητα. Όλος ο κόσμος μετακινούνταν με τα Λεωφορεία. Την ώρα δε που σχολούσε το Γυμνάσιο δεν έπεφτε καρφίτσα στο Πρακτορείο.

Και άκουγες κάθε τόσο ένα βραχνό μεγάφωνο να καλεί τους επιβάτες για τα χωριά… να επιβιβαστούν στο τάδε Λεωφορείο.

Θυμάμαι και ένα αστείο περιστατικό. Την ώρα που ο εκφωνητής ανακοίνωνε κάποια αναχώρηση, θυμωμένος ίσως με κάποιον ξεχασμένο οδηγό, του ξέφυγε και είπε παράλληλα, με αλλαγμένη όμως φωνή: “Νίκο όπου είσαι πέρνα μέσα τώρα”.

Ακούστηκε τόσο άγριος, όμως όλοι έβαλαν τα γέλια, με πρώτο και καλύτερο τον Νίκο, που σαχλαμάριζε έξω με μια κολλητή του.

Εκτός από τους ταξιδεύοντες, το Πρακτορείο ήταν σημείο μάζωξης και πολλών μικροπωλητών. Τους παγωτατζήδες, κουλουράδες, γλυκατζήδες, ξηροκαρπάδες, τους έβρισκες συνεχώς μπροστά σου.

Μια και το ανέφερα. Το παγωτό εκείνο ήταν χειροποίητο. Ακόμη και σήμερα δεν το ξεπέρασα! Το χαρακτηριστικό των Πρακτορείων είναι η κινητικότητα. Όλοι κάπου πάνε, όλοι κάτι ψάχνουν.

Έτσι και στην Σκύδρα. Κάποιοι όμως, και όταν έβρισκαν αυτό που έψαχναν, είχαν τα μάτια τους δεκατέσσερα, μην τους δει κανένα μάτι και πάει καρφωτή στο αφεντικό.

Ναι, γιατί την ώρα που σχολούσε το Γυμνάσιο, το μπαρμπεράκι ο Αντώνης είχε ένα γρήγορο ραντεβού. Έλεγε ψέματα στο αφεντικό, ότι είχε κάποια δουλειά, κι αυτός πήγαινε να δει, έστω για πέντε λεπτά το Λιτσάκι, μια νόστιμη μαθητριούλα. Της έδινε και μια σοκολάτα. Ήταν το συνθηματικό τους, ότι την αγαπάει…

Προφανώς υπήρχαν πολλές παρόμοιες σκηνές. Έπρεπε όμως να έχεις “μάτι μύγας” για να προλάβεις να τις δεις όλες.

Ενώ είχαμε τον νου μας μην έρθει το Τρένο, κάναμε την καθιερωμένη στάση στον Λουστράκο. Ήταν ένας απίθανος τύπος!

Καθόταν κάτω. Άνοιγε τα πόδια, και έβαζε ανάμεσα το κασελάκι του. Ακουμπούσε τις μπογιές σε ένα σκαμνί και προσκαλούσε τον κόσμο.

“Γυαλίζω κύριος”, “Γυαλίζω κύριος”!!!

Ο τρόπος που πέταγε τις βούρτσες στον αέρα και τις ξανάπιανε ήταν ζογκλερικός. Έκανε επίδειξη δεξιοτεχνίας. Ο άνθρωπος ήταν ταχυδακτυλουργός. Γύρω του μαγεμένοι όλοι οι θαυμαστές του. Κι αυτός κάθε τόσο να χτυπάει ρυθμικά στο κασελάκι τις βούρτσες, και να ακούγεται μια ξεχωριστή μουσική ξυλόφωνου. Σαν να τον βλέπω τώρα!

Ενδιαφέρον όμως είχαν και οι πελάτες του. Εκεί διάβαζες τον χαρακτήρα του ανθρώπου.

Υπήρχαν οι απλοί καθημερινοί άνθρωποι, που έβαφαν τα παπούτσια τους αθόρυβα και σεμνά. Αυτοί δεν κοιτούσαν λεπτομέρειες, ήταν βιαστικοί, γιατί συνήθως είχαν ραντεβού με κάποια Υπηρεσία.

Υπήρχαν οι μάγκες οι σκαρπινάτοι, αυτοί έπαιρναν από δίπλα δύο καρέκλες, στην μία ακουμπούσαν τον καφέ και στην άλλη τον μισό πισινό τους. Διάβαζαν αθλητική εφημερίδα, κάπνιζαν τσιγάρο king size και φορούσαν γυαλιά Ray Ban.

Υπήρχαν και οι δεσποτικοί τύποι. Αυτοί σε προηγούμενη ζωή πρέπει να ήταν Δούκες ή κάτι ανάλογο. Όση ώρα κρατούσε η τελετή του βαψίματος, αυτοί απολάμβαναν τον παλιό τους τίτλο. Δόγηδες των δύο λεπτών. Μόνο που τον κακό τους εαυτό τον έβγαζαν πάνω στο καημένο το Λουστράκι.

Μια μέρα σε έναν τέτοιο “άρχοντα” ο μικρός δεν έβαλε πολλά χαρτόνια γύρω από τις κάλτσες, και έγινε η ζημιά. Μόνο που δεν έφαγε ξύλο, τί δεν άκουσε για την φυλή του!

Το Λουστράκι όμως απτόητο “ντάξει κύριος δεν σε σκοτώσαμε και την αδρεφή, λίγος τζιλάς στην κάλτσα κάνει καλό, αν θες μην πλερώνεις”, και έπιασε έναν αμανέ,… για να πάνε κάτω τα φαρμάκια.

Πόσο το λυπήθηκα το έρημο! Ήταν μια εξωσχολική θλιβερή εμπειρία για μένα, ένα από εκείνα τα μαθήματα που μόνο η πιάτσα της κοινωνίας σου διδάσκει.

Σκεφτόμουν αν ο “άρχοντας” πήρε το δικό του μάθημα ή μήπως, έχοντας χοντρό πορτοφόλι, είχε και χοντρή επιδερμίδα.

Πλησίαζε όμως η ώρα αναχώρησης του Τρένου. Ο μη μαθητικός χρόνος τελείωνε. Τα συναισθήματα ανάμικτα!

Μέσα μου μονολογούσα, δεν πειράζει, έτσι κι αλλιώς, “αύριο είναι μια καινούρια μέρα”. Θα περάσω πάλι από το ΚΤΕΛ να συμπληρώσω τα κενά που άφησα…

Μακάρι να είχα το “μάτι της μύγας”, που βλέπει ευρυγώνια. Το παζλ θα είχε ολοκληρωθεί από σήμερα!

Νίκος Καρβουνάς

Ιατρός Πνευμονολόγος

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *