Η προσευχή βοηθά την Υγεία
Από τον Στέλιο Κυμπουρόπουλο
Ευρωβουλευτή – Ψυχίατρο
Πολύ συχνά οι πατέρες της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας στην Ελλάδα χρησιμοποιούν την έκφραση «Παιδί μου, κάνε μια προσευχή και ο Θεός θα σε ακούσει και θα σε βοηθήσει» ώστε να ενισχύσουν τους πιστούς τους και τους ανθρώπους που προσέρχονται στους ναούς, να αντιμετωπίσουν την αγωνία της καθημερινότητας καθώς και σοβαρά προβλήματα που τους επιφυλάσσει η ζωή. Έτσι, η προσευχή χρησιμοποιείται σαν ένα ανώτερο πνευματικό «εργαλείο» για να φέρει την ελπίδα και τη χαρά πως τα πράγματα θα αλλάξουν.
Αυτή η πρακτική όμως, δεν ασκείται μόνο από τους χριστιανούς ορθόδοξους Πατέρες. Κάθε θρησκεία και λατρευτική πίστη, από τις περισσότερο διαδεδομένες μέχρι και τις πιο πρωτόγονες, έχουν ως θεμέλιο άξονα την προσευχή. Μια προσευχή που μπορεί να γίνει είτε κάτω από μια τυπική διαδικασία και έχει αρχή κορύφωση και τέλος είτε μια πιο ελεύθερη προσέγγιση κάτι σαν διάλογος – επαφή μεταξύ του προσώπου που προσεύχεται με το θεό ή με το Θεό. Με το σκεπτικό αυτό η προσευχή χτίζει τις σχέσεις θεού – ανθρώπου, προσδιορίζει το θεό και αποτελεί ένα όπλο για να ξεπεραστούν οι πειρασμοί.
Μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο των «πειρασμών» ανήκουν και τα θέματα της υγείας. Η διαταραχή της υγείας με μια αρρώστια αποτελεί σύμφωνα με τις διδαχές των θρησκειών μια πρόκληση, ένα μάθημα, μια τιμωρία για τον άνθρωπο που την παθαίνει, ενώ με τη βοήθεια της προσευχής επέρχεται ένα καλύτερο αποτέλεσμα. Όπως φαίνεται, η προσευχή και η άσκηση της ιατρικής εμπλέκονται πολύ συχνά για την αποκατάσταση της υγείας του ασθενούς.
Με το άρθρο στο έγκριτο ιατρικό περιοδικό Journal of the American Medical Association (JAMA) «μπορούν οι ιατροί να συστήνουν στους ασθενείς τους να προσεύχονται με σκοπό μια καλύτερη υγεία;» (Marwick, 1995) ξεκίνησε μια αναζήτηση με άγνωστο προορισμό. Η προσευχή, ως διαδικασία πίστης και λατρείας μιας ανώτερης οντότητας, επιτελεί μια ανώτερη λειτουργία ή έχει μονάχα μια θετική επίδραση μέσω της αυθυποβολής που ασκεί ο ίδιος ο άνθρωπος στον εαυτό του; Από τότε και μέχρι σήμερα, η επιστήμη θέτει την προσευχή σα μια άλλη πιθανή θεραπευτική μέθοδο θεραπείας. Άραγε ισχύει αυτή η άποψη;
Πολλές έρευνες και κλινικές μελέτες έχουν διεξαχθεί για να αξιολογηθεί η αξία της προσευχής στη ζωή, και πιο συγκεκριμένα, στην υγεία του ανθρώπου. Τα αποτελέσματα… αντικρουόμενα. Από πολύ νωρίς έχει συσχετιστεί η ωφελιμότητα της αυτο-προσευχής (το ίδιο άτομο προσεύχεται για τον εαυτό του) με έμμεσους και βιολογικούς παράγοντες ή μηχανισμούς. Φαίνεται πως η ευεργετική της επίδραση οφείλεται (1) σε μια συμπεριφορά βασισμένη σε έναν υγιεινό τρόπο ζωής, (2) στην ενισχυμένη κοινωνική στήριξη, (3) στην ελάττωση του άγχους, (4) αλλά και στην ψυχοδυναμική της πίστης (Levin & Vanderpool, 1989; Strawbridge et al., 1997).
Από την άλλη, έχει γνωστοποιηθεί πως όταν το ίδιο το άτομο προσεύχεται ή γνωρίζει ότι κάποιος προσεύχεται για αυτόν αυτόματα διεγείρεται το ανοσοενδοκρινολογικό του σύστημα.
Όλες οι μελέτες και κυρίως αυτές που αμφισβητούν την δύναμη της προσευχής μετά τη δημοσίευση τους δέχονται πολλαπλές κριτικές τόσο στο σχεδιασμό τους όσο και στα αποτελέσματα που παραθέτουν. Και είναι λογικό αυτό, αν σκεφτεί κανείς ότι η έννοια της προσευχής, και συνεπώς της πίστης, είναι μια απόλυτα προσωπική διαδικασία και δε μπορεί να μετρηθεί (βάση της γνώσης που έχουμε σήμερα) η ένταση της, ο προορισμός της και το περιεχόμενο που της δίνουμε κάθε φορά. Οι ερμηνείες που μπορούν να δοθούν είναι αμέτρητες και μέχρι τώρα η επιστήμη δε δύναται να δώσει μια και μοναδική απάντηση για τη δύναμη και το ρόλο που έχει η προσευχή στη ζωή του ανθρώπου. Γιατί πριν απαντηθεί οριστικά αυτό το ερώτημα πρέπει να δοθούν άλλες απαντήσεις για τη σχέση θεού – ανθρώπου. Έτσι λοιπόν, μέχρι να γίνει αυτό η επιστημονική βάση για την προσευχή δεν είναι σταθερή.