Στις 14 Μαΐου γιορτάζει η Μάνα
Η Μάνα είναι κάτι το πολύ ξεχωριστό. Είναι τόσο ακριβή και τόσο σπουδαία που δύσκολα μπορεί να περιγραφεί και της αξίζουν όχι μόνο μια γιορτή αλλά τα πάντα, γιατί είναι η ίδια η ζωή που γιορτάζει αυτή τη μέρα. Και φυσικά κανείς δε μένει ασυγκίνητος στο πέρασμά της. Όταν ήμουνα μικρός, δεν πίστευα ότι μπορεί να υπάρχει τίποτα πέρα από τη Μάνα. Η γνώση μου σταματούσε ακριβώς εκεί και ένιωθα πλήρης. Τώρα που έχουν περάσει τα χρόνια και οι γνώσεις έχουν γίνει πιο πολλές, δεν αισθάνομαι πλήρης, ούτε και ευτυχισμένος. Και το γιατί το καταλαβαίνουμε όλοι.
Δεν έχω περάσει δύσκολα χρόνια ώστε να αναπολώ τα χρόνια της αθωότητας. Εξάλλου τη Μάνα μου την έβλεπα πολύ λίγο. Ήταν όμως αρκετό για να με κάνει να την αποζητώ και να τη θέλω. Να πιστεύω ότι δίπλα της δεν θα με πειράξει κανένας. Ήταν το λιμάνι, η ασφάλειά μου. Έτσι όπως καμιά φορά βλέπουμε και τα ζώα, που χώνονται κάτω από την αγκαλιά της μάνας τους, όχι γιατί τόχουν ανάγκη, αλλά γιατί έτσι τάχει πλάσει η φύση.
Πόσα όνειρα δεν έχουμε κάνει, ο καθένας από εμάς, στην ποδιά της Μάνας; Πόσα δάκρυα δε χύσαμε κοντά της; Είναι πάντα ο ξομολόγος μας, εκεί δίνουμε τις πρώτες αναφορές για τις επιτυχίες ή τις αποτυχίες μας. Από κει παίρνουμε θάρρος και ευχή για την πορεία μας. Ότι και να πεις, μέσα απ’ όλα βγαίνει η αγάπη της, η άδολη, η φυσική, η αγνή και η αστείρευτη.
Κάποτε μια τέτοια μέρα, και ενώ είχα πλέον αφήσει την πατρική εστία, έκατσα και έγραψα ένα μικρό ποίημα στη γιορτή της. Ήταν η ίδια μέρα όπως σήμερα. Μια γλυκιά και ζεστή μέρα, σαν την αγκαλιά της. Έτσι μπόρεσα και έγραψα τους παρακάτω στοίχους, στους οποίους έβαλα την επικεφαλίδα «Μάνα». «Μάνα η σκέπη σου / μάνα το χάδι σου / Μάνα! / Τι να σου πω / και πώς να σε καλέσω; / Τι να θυμηθώ / και τι ν’ αφήσω; / Πώς να σε φτάσω / και πώς να σε κρατήσω; / Πώς να μετρήσω / και που να χωρέσει / η αγάπη σου; / Μάνα!»
Τι να τα κάνεις τα χρήματα; Τι γίνονται οι δόξες και τα παράσημα, χωρίς τη Μάνα; Με τι μπορεί να συγκριθεί η αξία της; Μάνα μου! Αναφωνούμε στις καλές και τις κακές στιγμές μας. Αυτήν πρωτοαναφέρουμε μόλις αρχίζουμε τις πρώτες λεξούλες μας, ως βρέφη, και από τότε δε σταματάμε την επίκλησή της.
Τις μανάδες! Αυτούς τους αφανείς ήρωες της κοινωνίας, που μπορούν και τα προλαβαίνουν όλα, που μπήκαν στον αγώνα και της εργασίας. Που στηρίζουν τα σπίτια μέσα και έξω, χωρίς να παραμελούν τα παιδιά ή τον πατέρα, πρέπει να τις αμείβουμε κάθε μέρα. Και αν όχι χρηματικά, τουλάχιστον με τον καλό το λόγο, με την σιωπηλή αναγνώριση των προσπαθειών τους. Με ένα απλό φιλί ή ένα νεύμα αγάπης.
Και αν δεν το κάναμε μέχρι τώρα, ας το ξεκινήσουμε από σήμερα και θα δούμε ότι όλα θα γίνουν καλύτερα. Ας σταθούμε στο πλευρό και της απόμαχης μάνας, αυτής που τα έδωσε όλα και τώρα περνά τα τελευταία χρόνια της ζωής της σε κάποιο οίκο ευγηρίας. Ας πάμε στο ίδρυμα και ας πέσουμε στα γόνατά της με δάκρυα.
Όσο και αν φταίμε, όσο και αν οι συνθήκες μας ανάγκασαν να την αποδιώξουμε, αυτή θα μας δεχτεί όπως πάντα. Μία είναι η Μάνα και αξίζει, όχι λίγη, αλλά πολλή αγάπη, πάρα πολλή αγάπη. Ας της τη δώσουμε απλόχερα. Μόνο όσοι έχουν χάσει τη Μάνα μπορούν να καταλάβουν την πραγματική αξία της. Ακόμα και όταν φύγει απ’ τη ζωή, για ένα είμαστε σίγουροι, ότι είναι πάντα κοντά μας.