“Το μυστικό της Πεντηκοστής”
Αφού το είπε η θειά ήταν αλήθεια.
Και οι τρεις ξαδερφούλες το έδεσαν κόμπο.
“Την Κυριακή της Πεντηκοστής ξυπνάνε οι πεθαμένοι και μπορείς να τους δεις μέσα στο πηγάδι”.
Βασίλευε ο ήλιος και τα παιδιά πήραν σβάρνα τους μαχαλάδες του χωριού να βρουν πηγάδι. Όσα είδαν ήταν ξεραμένα. Τι ατυχία!
Θυμήθηκαν ότι υπήρχε ένα στην άκρη του χωριού, προς τα αλώνια. Εκείνο σίγουρα θα είχε νερό, αλλά ήταν μακριά, και είχε περάσει η ώρα.
Όμως τους έπιασε το γινάτι, και πήγαν ως εκεί. Κοίταξαν στο βάθος του πηγαδιού. Πράγματι ήταν αστέρευτο. Φαινόταν από πάνω τα κυματάκια, ίδια ρυτίδες.
Οι σκιές από τα κλωνάρια των δέντρων έπαιρναν ποικίλες μορφές στην επιφάνεια του νερού. Ακουμπισμένα τα κορίτσια στο τοιχάκι του πηγαδιού βρέθηκαν σε έκσταση.
Είχαν ξυπνήσει οι πεθαμένοι! Να την η γιαγιά, την βλέπετε εκεί στην άκρη με το καλοσυνάτο πρόσωπο και τα χοντρά γυαλιά;
Να και ο θείος. Μετά ο ένας έπειτα ο άλλος…
Η κάθε μια έβλεπε όποιον συγγενή θυμόταν. Μέχρι και έναν μπαρμπούλη είδαν, που όσο ζούσε σταμάταγε τα παιδιά στο δρόμο και τα ρώταγε, “ποιανού είσαι συ;”, για να τα σημειώσει σε ένα χαρτόνι από πακέτο τσιγάρων. Τον τρέμανε τα πιτσιρίκια, και αλίμονο όποιον σημείωνε ο παππούς με το Αλτσχάιμερ…
Πολλούς από τους νεκρούς δεν τους γνώρισαν εν ζωή, είχαν όμως τις περιγραφές από τους μεγάλους. Ο κατάλογος των πεθαμένων δεν έλεγε να τελειώσει, όταν άκουσαν έναν περίεργο ήχο. Πάγωσε το αίμα τους. Είχε αρχίσει και να σουρουπώνει.
Χίλια δυο πέρασαν από το μυαλό τους! Ευτυχώς όμως δεν ήταν κανένας από το πηγάδι. Μια μικρή δενδρογαλιά ενοχλήθηκε. Οι μικρές έντρομες την πετροβόλησαν και την άφησαν λαβωμένη στη μέση του δρόμου.
Έφυγαν άρον άρον για τα σπίτια τους, και ορκίστηκαν αυτή την εμπειρία να την κρατήσουν μυστική. Χρόνια αργότερα την έλεγαν μεταξύ τους γελώντας για τα κατορθώματά τους.
Και επειδή ήξεραν ότι εγώ “κρατάω μυστικό”, μου την διηγήθηκαν.
Νίκος Καρβουνάς
Πνευμονολόγος