Ιστορικά μηχανουργεία και ναυπηγεία στον Πειραιά..του Χρήστου Γ. Μαλτέζου Δρ. Χημικού – Συγγραφέα. Μέρος 1ο
Πρόλογος
Την περίοδο 1815 – 1870 οι ανεπτυγμένες οικονομίες των μεγάλων δυτικών χωρών δεν είχαν ακόμη εισέλθει στην δεύτερη φάση της Βιομηχανικής Επανάστασης, δεν είχαν κατακλύσει ακόμη τις παγκόσμιες αγορές με τα προϊόντα και τα κεφάλαιά τους, δεν είχαν αναπτύξει ακόμη μεγάλη ατμοπλοΐα ούτε διεθνή σιδηροδρομικά, τηλεγραφικά και ηλεκτρικά δίκτυα.
Στην Ελλάδα, επομένως, η τεχνολογία που έπρεπε να εισαχθεί στην βιοτεχνία -αλλά και στην γεωργία- δεν ήταν τόσο προχωρημένη. Το ύψος των αναγκαίων κεφαλαίων για την δημιουργία βιομηχανιών δεν ήταν ακόμη απαγορευτικό. Οι σιδηρόδρομοι και τα ατμόπλοια δεν είχαν ακόμη μειώσει το κόστος των διεθνών μεταφορών ούτε στην ξηρά ούτε στην θάλασσα. Επομένως, δεν ήταν ακόμη αξεπέραστη απειλή ο ανταγωνισμός της γεωργίας και της κτηνοτροφίας της Ρωσίας, της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής. ούτε της βαριάς βιομηχανίας των Ηνωμένων Πολιτειών και ορισμένων δυτικοευρωπαϊκών χωρών. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν μια ανεκμετάλλευτη ευνοϊκή συγκυρία για την Ελλάδα.
Οι δυνατότητες αυτές, ήταν ανάλογες με εκείνες που είχαν ορισμένες άλλες χώρες και περιοχές, οι οποίες, στις δεκαετίες 1810-1830, δεν είχαν ακόμη εισέλθει στην πρώτη φάση της εκβιομηχάνισης τους: Δανία, Νορβηγία, Σουηδία, Αυστρία, Βοημία και οι αγροτικές γερμανικές χώρες.


Παραμένει το γεγονός, όμως, ότι μεταξύ 1815 και 1870 όλες είχαν την δυνατότητα να αναπτύξουν την βιομηχανία τους και όλες λίγο πολύ την ανέπτυξαν, εγκαίρως, ενώ στην Ελλάδα όλες οι βιομηχανίες ιδρύθηκαν μετά το 1860 ή και το 1870, όταν ο ανταγωνισμός των δυτικών ανταγωνιστών είχε πλέον καταστεί σχεδόν ακατανίκητος.
Η βιομηχανική ανάπτυξη στον Πειραιά
Μέχρι το 1860 η βιομηχανική ανάπτυξη ήταν εξαιρετικά περιορισμένη. Το 1852 στον Πειραιά λειτουργούν 11 εργοστάσια-βιοτεχνίες1:
Το μεταξουργείο Λ. Ράλλη, το ναυπηγείο Κανέλλου, το οινοπνευματοποιεΐο του Γερμανού Σταπ, το «σχοινοπλοκείον» του Γάλλου Κλεμάν, τα σαπωνοποιεία Α. Ζωγράφου, Β. Δασκαλοπούλου, Κ. Μουμουτζή, τα «μανεστροποιεία» των Π. Περίδου, Ν. Μελετοπούλου, Κ. Πάνου και το «αμαξοποιείο» του Μάρτεν Μπόουρ. Ακόμα πολλά αρτοποιεία, βαφεία, τροχαλιοποιεϊα και κεραμεία, τα οποία χαρακτηρίζονται επίσης ως «εργοστάσια».
Μετά το 1870, η Ελλάδα έπρεπε πλέον να ενσωματωθεί σε ένα διεθνές σύστημα στο οποίο κυριαρχούσαν τα εμπορικά και τραπεζικά δίκτυά της και οι βιομηχανίες στη Δύση. Οι ελάχιστες και μικρές ελληνικές βιομηχανίες, σχεδόν νεογέννητες, δεν είχαν ακόμη προλάβει να επωφεληθούν από την προηγούμενη περίοδο χάριτος για να στερεώσουν την ανταγωνιστικότητά τους.
Το 1875 Λειτουργούν 24 εργοστάσια:
Tο μεταξουργείο Λ. Ράλλη, δυο εκκοκιστήρια βάμβακα των Εμμ. Μηταράκη και Ροδοχίλδ, 8 ατμοκίνητοι αλευρόμυλοι των Β. Δανιήλ, Ι. Δημόκα, Ν. Ζέρβα, θ. Κανελλά, Π. Καπράνου, Κ. Παναγιωτοπούλου, Δ. Σεφερλή, Αδελφών Σταματοπούλου, το εργοστάσιο καρφοβελονών του Γ. Δημητριάδη, 4 μηχανουργεία των Γ. Βασιλειάδη, Τζών Μακ Δούαλ, Ν. Αργυρίου, Περών, 6 κλωστήρια των Γ. Δημόκα, Αδελφών Βολανάκη, Γ. Μπαρουξάκη, Κ. Αυγινού, Κ. Παναγιωτοπούλου, Αδελφών Ρετσίνα και δύο υφαντουργεία των Χ. Σταματοπούλου και Τρίπου-Πανά. Τα δυο σαπωνοποιεία, των Α. Κωστουροπούλου, Κ. Μουμουτζή και τα έξι οινοπνευματοποιεία, των Αδελφών Κορωναίου, Π. Κοριοναίου, Π. Κοτσώνη, Αφών Μπαρμπαρέσου, Θ. Μπαρμπαρέσου και Δ. Σεφερλή είναι ακόμα ουσιαστικά βιοτεχνίες, με περιορισμένο κύκλο εργασιών. Τα έξι κλωστήρια χρησιμοποιούν ατμομηχανές συνολικής δύναμης 295 ίππων, διαθέτουν συνολικά 23.428 αδράχτια και απασχολούν 650 εργάτες, από τους οποίους τους περισσότερους (186) το εργοστάσιο των Αδελφών Ρετσίνα. Η συνολική αξία παραγωγής της πειραϊκής κλωστοϋφαντουργίας ανέρχεται (1874) σε 3.273.000 δρχ. και καλύπτει το 70% περίπου της αξίας της συνολικής παραγωγής της ελληνικής κλωστοϋφαντουργίας (4.979.152 δρχ.).
Το 1883 λειτουργούν συνολικά 30 εργοστάσια που απασχολούν 3.000 εργάτες. Από αυτούς οι 750 απασχολούνται στα 4 πειραϊκά μηχανουργεία των Γ. Βασιλειάδη (300), Τζων Μάκ Δούαλ (300), Ν. Αργυρίου (100) και Αχιλ. Κούππα (50). Τα ημερομίσθια των εργαζομένων στα μηχανουργεία, που είναι και τα υψηλότερα όλων, κυμαίνονται σε 7-8 δρχ. για τους εργατοτεχνίτες, σε 4,50-5 για τους απλούς τεχνίτες και σε 3,50-4 δρχ. για τους εργάτες.
Την τριετία 1887-1890 ο αριθμός των πειραϊκών εργοστασίων περιορίζεται σε 26 και των απασχολουμένων εργατών σε 2.500.
Το 1906 κορυφαία βιομηχανία είναι η Ανώνυμη Εταιρία Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων στη Δραπετσώνα.
Την εποχή αυτή, μετά από μια ύφεση, είναι καταγεγραμμένες στην περιοχή του Πειραιά 101 μεγάλες και μικρές μονάδες, μεταξύ των οποίων 14 ατμόμυλοι – αλευρόμυλοι, 7 εργοστάσια ζυμαρικών, 10 μεγάλα μηχανοποιεία, 10 σαπωνοποιεία, 11 κλωστοϋφαντουργεία, 1 χρωματουργείο, 28 οινοπνευματοποιεία, το εργοστάσιο αεριόφωτος, ο ατμοηλεκτρικός σταθμός Νέου Φαλήρου, οι δύο σιδηροδρομικοί σταθμοί του εθνικού δικτύου και οι δύο σταθμοί του σιδηροδρόμου Αθηνών – Πειραιώς. Η πρώτη βιομηχανική ζώνη που είχε δημιουργηθεί από το 1850 και μετά εθεωρείτο κορεσμένη.
Τα πρώτα μηχανουργεία του Πειραιά θα βρεθούν έτσι, συμβολικά αλλά και ουσιαστικά, στο επίκεντρο των διεργασιών μετασχηματισμού των οικονομικών δομών, επιδρώντας καθοριστικά στη διαμόρφωση του τεχνολογικού τοπίου στη χώρα μας. Σε αυτή τη μελέτη εξετάζονται συνοπτικώς, λόγω οικονομίας χώρου, μόνο τέσσερα από τα πιο σημαντικά μηχανουργεία του Πειραιά, τα οποία υπήρξαν και στυλοβάτες της βιομηχανικής ανάπτυξης του τόπου μας.
Το πρώτο μηχανουργείο του Γεωργίου Βασιλειάδη
Το 1861 ο Κωνσταντινουπολίτης έμπορος Γεώργιος Βασιλειάδης ίδρυσε μηχανουργείο στον Πειραιά, μακριά από την πόλη, στη θέση Καραβά, στη συμβολή των οδών Ρετσίνα (τότε Θηβών) και Παλαμηδίου (τότε ανώνυμη).
Το μηχανουργείο είχε τρία τμήματα: σιδηρουργείο, χυτήριο και ξυλουργείο. Στο σιδηρουργείο και το χυτήριο γινόταν «κάθε είδους εργασία εκ χυτού και σφυρηλάτου σιδήρου μέχρι ατμομηχανών». Ενώ στο ξυλουργείο γινόταν «επίσης κάθε είδους εργασία επί ξύλου, καθώς η καθεκλοποιεία […] η κατασκευή διαφόρων επίπλων διαφόρων αμαξών φορτηγών τε και μη, να κόπτη μαόνιον και διάφορα ξύλα εις φύλλα ήτοι καπλαμάδες και λοιπά». ‘Όλα τα μηχανήματα θα κινούνταν με ατμομηχανή ισχύος 20 ίππων.
Το 1869 έπειτα από μία πυρκαγιά που κατέστρεψε ολοκληρωτικά το εργοστάσιο (12-13 Ιουνίου 1868). Λειτούργησε ξανά με ανανεωμένη μάλιστα τη λειτουργία ενός πλήρους χυτηρίου και ειδικεύτηκε στις κατασκευές και εγκαταστάσεις παντός είδους. Η διεύθυνση του μηχανουργείου, που πρίν διευθυνόταν από Γάλλους μηχανικούς, ανατέθηκε σε έλληνα μηχανολόγο μηχανικό, τον Νικόλαο Θ. Βλάγκαλη, μετέπειτα πρόεδρος της Εταιρείας των Λιπασμάτων. Ο Νικόλαος Βλάγκαλης είχε γεννηθεί στην Οδησσό γύρω στα 1840 – 1845.
Προς το τέλος του 19ου αιώνα και συγκεκριμένα τα έτη 1883 – 1889, περίοδο της πρώτης βιομηχανικής κρίσης του Πειραιά, όπου πτώχευσαν το 1/3 περίπου των εργοστασίων, ο Γεώργιος Βασιλειάδης βγήκε ενισχυμένος καθώς έστρεψε τις δραστηριότητες του μηχανουργείου του στη ναυπηγική. Το 1898 ο Βασιλειάδης αγοράζει ιδιόκτητο οικόπεδο στην αριστερή πλευρά του Προλιμένα, δίπλα στον λιμενοβραχίονα Κράκαρη,για να μεταφέρει κοντά στην ακτή το εργοστάσιό του. Στην ενέργεια αυτή τον οδήγησε η ανάκαμψη της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας.
Τα Ναυπηγεία Βασιλειάδη ήταν η πρώτη μεγάλη λιμενική εγκατάσταση εκείνη την εποχή (1898-1912). Ακολούθησαν τα Λιπάσματα, το Βυρσοδεψείο, η ΑΓΕΤ Ηρακλής, το Γυψάδικο και οι πιο πρόσφατες εγκαταστάσεις πετρελαιοειδών εταιρειών (SHELL, BP, MOBIL)2.
Το νέο εργοστάσιο του Βασιλειάδη, που ήταν ήταν πλέον ναυπηγείο μαζί και μηχανοποιείο, λειτούργησε για πρώτη φορά το Νοέμβριο του 1906. Στα ναυπηγεία Βασιλειάδη εργάστηκε ως μηχανολόγος μηχανικός και ο ανιψιός του Νικολάου Βλάγκαλη, ο Αλέξανδρος Βλάγκαλης.
Το ναυπηγείο «Γ. Βασιλειάδης» με τη χαρακτηριστική ναυπηγική εσχάρα – νεωλκό λειτούργησε στην ίδια θέση μέχρι το 1963.