Πειραιά μου Αγαπημένε..Οι Φτωχογειτονιές
Πέραμα
Μία πολύ όμορφη εκδρομή που απολαμβάναμε οικογενειακά κάθε πρωτομαγιά, στις δεκαετίες του 50 και 60, ήταν αυτή του Περάματος. Στο Πέραμα έμενε ένας εξάδελφος της γιαγιάς, ο Θείος Παύλος. Αιγινήτης ψαράς που είχε καταφέρει να χτίσει ένα μικρό σπιτάκι με μεγάλο κήπο, κοντά στο δάσος και στην παραλία του Περάματος.
Παίρναμε λοιπόν το τοπικό λεωφορείο και κατεβαίναμε Πειραιά. Αγοράζαμε από το ζαχαροπλαστείο «Κρίνος», γλυκά και από την αγορά του Πειραιά κάποια εκλεκτά μεζεδάκια. Μετά κατευθυνόμασταν προς το Τράμ που εκτελούσε τη γραμμή Πειραιά – Πέραμα και η αφετηρία του βρισκόταν μπροστά από το κτίριο του σταθμού του ΗΣΑΠ. Τον καιρό εκείνο το τραμ αποτελούσε σύμβολο της περιοχής του Περάματος και η παραθαλάσσια διαδρομή του ήταν ιδιαίτερα γοητευτική.
Ο θείος Παύλος και η θεία Αμαλία με τα τρία τους παιδιά, δύο αγόρια και ένα κορίτσι, ήταν πολύ ευγενικοί άνθρωποι. Μας καλωσόριζαν γεμάτοι χαρά και καλοσύνη. Η φιλόξενη θεία Αμαλία ετοίμαζε αμέσως καφέδες για τους μεγάλους, πορτοκαλάδες ή βυσινάδες για τα παιδιά και μας πρόσφερε γλυκό του κουταλιού, συκαλάκι, τοματάκι, κυδώνι, βύσσινο, ότι είχε εύκαιρο και φρεσκοψημμένο.


Πόσο μου άρεσαν τα γλυκά της θείας! Νόστιμα, σιροπιαστά, ψημένα με μεράκι! Στη συνέχεια, ενώ ο αδελφός μου με τα δύο ξαδέλφια μας έπαιζαν κλέφτες και αστυνόμους, η μητέρα με τη γιαγιά και εμένα βοηθούσαμε όσο μπορούσαμε την θεία και την εξαδέλφη μου στο μαγείρεμα. Κατά τις δωδεκάμισι πηγαίναμε για μπάνιο στην αμμουδερή παραλία, που ήταν η χαρά για εμάς τα παιδιά.
Απλώναμε τις πετσέτες μας κάτω από ένα πεύκο, πετάγαμε τα ρούχα μας, και μπλούμ στη θάλασσα για να βγούμε μετά από δύο ώρες περίπου, μετά από μεγάλη πίεση των δικών μας οι οποίοι αγανακτούσαν με την ανυπακοή μας. Μόνο η γιαγιά μου έλεγε στους γονείς μας. «Πως κάνετε έτσι! Παιδιά είναι. Να θυμόσαστε τι κάνατε εσείς στην ηλικία τους και να τα δικαιολογείτε».
Γυρίζαμε όλοι πεινασμένοι και οι μητέρες ετοίμαζαν το τραπέζι με τους μεζέδες και το καλομαγειρεμένο φαγητό. Μετά ακολουθούσαν τα φρούτα και τέλος το γλυκό που είχαμε φέρει.
Έπειτα από το μεσημεριανό φαγητό ξεκουραζόμασταν όλοι, κάτω από ένα μεγάλο πεύκο, στα ντιβάνια της αυλής που είχε φροντίσει η θεία Αμαλία να έχουν καθαρά σεντόνια και μαξιλάρια. Ήταν η ώρα της απόλαυσης του μεσημεριανού ύπνου, όχι όμως για εμάς τα παιδιά. Περιμέναμε με υπομονή να κοιμηθούν οι μεγάλοι και μετά, όσο ποιο ήσυχα μπορούσαμε, σηκωνόμασταν για να συνεχίσουμε το παιχνίδι στο δρόμο με τα άλλα παιδιά από τα γειτονικά σπίτια.
Και ερχόταν το δειλινό. Και εμείς τα παιδιά ήμασταν ξεσηκωμένα για βαρκάδα.
Κάναμε ένα κύκλο γύρω από τον θείο Παύλο παρακαλώντας τον να μας πάει βαρκάδα. «Να μαζέψουμε και λίγα μύδια Παύλο μου». Πρότεινε η γιαγιά.
Εκείνος έπαιρνε το σοβαρό του ύφος και απαντούσε με αυστηρή φωνή. «Καλά, καλά, για το χατίρι της ξαδέλφης μου… ας πάμε. Μόνο να κάθεστε ήσυχα μην τουμπάρουμε τη βάρκα».
Επιβιβαζόμασταν στη βάρκα και καθόμασταν στις θέσεις μας με υποδειγματική προσοχή. Ο θείος έπαιρνε τα κουπιά και οδηγούσε τη βάρκα κατά μήκος και κοντά στην παραλία, μέχρι που συναντούσαμε μεγάλα βράχια γεμάτα μύδια. Έπαιρνε την απόχη του και με το χονδρό μεγάλο κοντάρι της έξυνε τα βράχια μέχρι που τα μύδια ξεκολλούσαν. Η μεγάλη απόχη γέμιζε με μύδια και βρύα, αυτά τα θαλασσινά χόρτα που πάνω τους μεγαλώνουν και τρέφονται τα περισσότερα από τα θαλασσινά. «Μη πετάξετε τα βρύα», μας συμβούλευε με τη βαριά φωνή του «θα μυρίσει θάλασσα όλο το σπίτι την ώρα που θα ψήνονται».
Συνεχίζαμε τη βόλτα μας μέχρι την ολική δύση του ηλίου και έπειτα επιστρέφαμε στο σπίτι. Ο θείος άναβε κάρβουνα στη ψησταριά της αυλής και έστρωνε τα βρύα και πάνω τους τα μύδια που άνοιγαν αμέσως με τη ζεστασιά της θράκας. Ο τόπος γέμιζε με μεθυστικά αρώματα και εμείς δεν βλέπαμε την ώρα που θα τρώγαμε αυτές τις νοστιμιές, ποτισμένες με φρέσκο λεμόνι. Αλλά και οι μεγάλοι δεν πήγαιναν πίσω. Οι γυναίκες είχαν κιόλας γεμίσει το τραπέζι με χταπόδια, μύδια και ούζο. «Θεϊκός μεζές», μονολογούσε ο πατέρας μου κάθε φορά που ρούφαγε το περιεχόμενο κάποιου μυδιού.
Στην αρχαιότητα το Πέραμα ονομαζόταν Αμφιάλη. Κατοικήθηκε γύρω στο 2600 με 2000 π.χ. και λέγεται ότι είχε επαφές με την υπόλοιπη Αττική και τις Κυκλάδες. Η περιοχή βρίσκεται νότια του αρχαίου δήμου των Θυμαιταδών (σημερινού όρμου Κερατσινίου) και η δυτική πλευρά του συναντάει τα νερά του στενού της Σαλαμίνας. Οι κάτοικοι λάτρευαν τον ήρωα Ηρακλή, προς τιμήν του οποίου είχαν κτίσει ένα μικρό ναό, τον οποίο είχαν ονομάσει «Ηράκλειο». Το σημερινό του όνομα οφείλεται στη θέση του, διότι αποτελεί «πέρασμα» από τον Πειραιά προς την Σαλαμίνα.
Το Πέραμα συμπεριλαμβάνει τμήματα από τις δύο υψηλότερες κορυφές του όρους Αιγάλεω. Σε μια από αυτές τις κορυφές πιστεύεται πως βρισκόταν η θέση όπου ο Αυτοκράτορας των Περσών Ξέρξης, παρακολουθούσε την ναυμαχία της Σαλαμίνας το 480 π.χ. Η κορυφή αυτή μέχρι και σήμερα αποκαλείται «Θρόνος του Ξέρξη».
Κατά τα Ρωμαϊκά και Βυζαντινά χρόνια, οι πειρατές που έδρευαν κυρίως στη Σαλαμίνα, έκαναν επιδρομές στην Αττική και επιβιβάζονταν πρώτα στο Πέραμα. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι τον 9ο μ.χ. αιώνα, όταν ο Βυζαντινός στόλος εγκαταστάθηκε στο Πέραμα και διέλυσε όλους τους πειρατές του Αιγαίου και του Σαρωνικού. Δυστυχώς όμως κατά την Τουρκοκρατία τα νησιά πλημύρισαν πάλι από Τούρκους πειρατές.
Μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους και ως το τέλος του 19ου αιώνα, το πευκόφυτο Πέραμα με την όμορφη αμμουδερή παραλία του εξελίχθηκε σε παραθεριστικό προορισμό για Αθηναίους και Πειραιώτες.
Το Πέραμα κατοικείτο κυρίως από ψαράδες και απόκτησε μορφή μικρού οικισμού τη δεκαετία του 1920, όταν αρκετοί πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη και τον Πόντο, αναζητώντας μια καινούρια και ασφαλή ζωή, εγκαταστάθηκαν στην περιοχή.
Το 1928 ιδρύονται τα πρώτα ναυπηγεία Περάματος, με αποτέλεσμα να αυξηθεί ο πληθυσμός από κατοίκους που δούλευαν στα ναυπηγεία. Το 1934 ιδρύεται η Κοινότητα Περάματος και το 1964 το Πέραμα αναγνωρίζεται ως Δήμος του Πειραιά.
Με το πέρασμα του χρόνου το Πέραμα γίνεται γνωστό για τα Ναυπηγεία του, όπου εργάζεται η πλειοψηφία των κατοίκων του.
Το 1939 το κράτος απαλλοτρίωσε τμήμα της παραλίας με στόχο την τουριστική αξιοποίηση της περιοχής, διότι επισήμως πλέον το Πέραμα είχε γίνει τόπος εκδρομής και εξοχής για ολόκληρο τον Πειραιά, με πευκοδάσος που έφτανε μέχρι την αμμουδιά.
Στη Γερμανική κατοχή, λόγω της στρατηγικής του θέσης, χρησιμοποιήθηκε σαν ναυτική βάση για τον ανεφοδιασμό, την επισκευή και κατασκευή πλοίων. Εκεί κατασκευάστηκαν τα περίφημα γερμανικά τσιμεντένια πλοία. Η μεγάλη αποτυχία των Γερμανών!
Για πολλά χρόνια, στις μεγάλες εορτές και αργίες όπως Καθαρή Δευτέρα, Πρωτομαγιά, Αναλήψεως κλπ., η παραλία γέμιζε με λουόμενους που θέλανε να κάνουν μια μικρή εκδρομή και να γυρίσουν το βράδυ σπίτι τους. Παράλληλα εμφανίστηκαν πολλές παραθαλάσσιες ταβέρνες και λαϊκά νυχτερινά κέντρα.
Δυστυχώς από το 1945 αρχίζει η κατάρρευση της περιοχής. Το Ελληνικό Κράτος που βοήθησε τόσο πολύ να αναπτυχτεί η περιοχή και να ενταχθούν στο σχέδιο όλα τα σπίτια των κατοίκων, από το 1945 άρχισε να δίνει άδειες εγκατάστασης και λειτουργίας σε διάφορους κολοσσούς πετρελαιοειδών και ναυπηγείων.
Εταιρείες όπως ΒP GREECE LIMITED, SHELL HELLAS A.E., TOTAL HELLAS A.E., EL PETROL A.E. και ETEKA A.E., εγκαθίστανται από το 1964, εκτός της ναυπηγικής ζώνης και κατακλύζουν την περιοχή.
Το 1965 ο ΟΛΠ περιφράσσει τα 4,5 χιλιόμετρα της παραλίας, αποκόπτοντας τους κατοίκους από την θάλασσα, ενώ το 1986 ο ΟΛΠ με ανεξέλεγκτες επιχωματώσεις 800 στρεμμάτων και σχεδιάζοντας επιχωμάτωση άλλων 1500 στρεμμάτων μετατρέπει το Πέραμα σε μη παράλια περιοχή.
Σήμερα, οι εγκαταστάσεις πετρελαιοειδών στο Πέραμα καλύπτουν εκτάσεις πολλών στρεμμάτων και βρίσκονται ανάμεσα σε κατοικημένες περιοχές.
Στις εγκαταστάσεις αυτές αποθηκεύονται πλήθος επικίνδυνων υλικών, όπως βενζίνη, καύσιμα αεροπορίας, φωτιστικό πετρέλαιο, ντίζελ, μαζούτ, άσφαλτος, αργό πετρέλαιο, ορυκτέλαια, εξάνιο, ακετόνη, ξυλένιο, μεθανόλη και πλήθος άλλων επικίνδυνων υλικών για την υγεία και ασφάλεια των κατοίκων.
Πολλές φορές οι δυσοσμίες πνίγουν την περιοχή ενώ το πλήθος των ατυχημάτων που έχουν συμβεί κατά καιρούς πείθουν για την επικινδυνότητα των εγκαταστάσεων.
Οι κάτοικοι επανειλημμένα έχουν διαμαρτυρηθεί με κινητοποιήσεις και ζητούν την μετεγκατάσταση των πετρελαιοειδών, χωρίς αποτέλεσμα.
Σήμερα η ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη είναι το βασικό στοιχείο για να καταλάβει κάποιος ότι έχει φτάσει στο Πέραμα. Κάθε φορά που φτάνω εκεί νιώθω ένα έντονο θυμό ανάμεικτο με θλίψη και νοσταλγία.
Θυμό για την δυσάρεστη πραγματικότητα που εμφανίζεται μπροστά μου, βλέποντας αυτές τις άσχημες τετράγωνες πολυκατοικίες, το άναρχο ρυμοτομικό σχέδιο και τις εγκαταστάσεις των διυλιστηρίων ανάμεσα σε κατοικημένες περιοχές.
Θλίψη για την καταστροφή ενός τόσο όμορφου μέρους.
Το μόνο σημείο που έχει κρατήσει κάτι από την παλιά του ομορφιά, είναι το πευκόφυτο κομμάτι απέναντι από τον Ναύσταθμο Σαλαμίνας που ξεκινάει από τις αθλητικές εγκαταστάσεις, οι οποίες έχουν δημιουργηθεί για την αναψυχή των οικογενειών του Πολεμικού Ναυτικού, και καταλήγει στου Σκαραμαγκά.
Κάποιες στιγμές κλίνω τα μάτια και ο χώρος γεμίζει με εκείνη την όμορφη εικόνα του δειλινού. Την πύρινη μπάλα του ήλιου να χάνεται σιγά, σιγά στα γαλανά νερά, ο θείος Παύλος να μας πηγαίνει βαρκάδα και εγώ να αγναντεύω από τη βάρκα, μαζί με τους αγαπημένους μου, μια όμορφη, καθαρή πευκόφυτη παραλία. Καμιά φορά πάω και πάρα πέρα, σε ένα μικρό φτωχικό δωμάτιο, με το θείο Παύλο να διορθώνει τα δίχτυα του. Στο τζάκι, μέσα σε μια χύτρα να βράζει η λαχταριστή κακαβιά, τη φιλόξενη θεία Αμαλία να μας σερβίρει τη σούπα μας και όλο το δωμάτιο να μοσχοβολά θάλασσα και φρέσκο ψάρι.
Πιστέψτε με, κάποιες φορές είναι πολύ δύσκολο να αποδέχεσαι και να προσαρμόζεσαι στη δυσάρεστη πραγματικότητα.
Σοφία Ησυχίδου