Eβδομαδιαία Πολιτική – Οικονομική – Ναυτιλιακή – Φιλολογική εφημερίδα στην υπηρεσία των Δήμων του Πειραιά και των νησιών

ΑΠΟΨΕΙΣ

Στα εξοχικά κέντρα του Περάματος 1965

Tου Χαράλαμπου Δρακάτου

Προέδρου Πολιτιστικής Ενώσεως Περάματος

Ονομαστά και βαθιά διασκεδαστικά με μουσική ορχήστρας και αξεπέραστα ρεμπέτικα τραγούδια που αφήσανε εποχή και ζουν ακόμη, ήσαν οι πολλές καλές ταβέρνες στην παραλία του Περάματος τα χρόνια εκείνα.

Και οι εργαζόμενοι των ΕΗΣ, ηλεκτροδηγοί, οδηγοί λεωφορείων, εισπράκτορες ξέροντας την ομορφιά και τη χαρά της Περαματιώτικης εξοχικής ταβέρνας, συχνά πήγαιναν για ένα ευχάριστο ιντερμέτζο.

Μια φορά λοιπόν ντάλα καλοκαίρι, μισεύοντας ο κούλης, ο Νίκος Μητροκώτσας, πήρες τέσσερις συντρόφους του και ξεκίνησαν ημερήσια εκδρομή στην παραλία Περάματος.

Πήγανε, ξεκούραστα και αφρόντιστα, κάνανε πρώτα το θαυμάσιο μπάνιο τους στην ολοκάθαρη θάλασσα, τη κρυστάλλινη με την πλανεύτρα αμμουδιά της, τη λαμπυρίζουσα και θερμή.

Μυρωδάτο το αεράκι, του καναλιού, που φυσούσε κάθε τόσο καθώς περνούσε τρέχοντας δροσιστικά δίνοντας πλεύρια ολόσωμα την αγία ευχαριστία στα κορμιά τους.

Κι ύστερα τι φαγοπότι ήταν αυτό που επηκολούθησε.

Η πρότασή του Μητροκώτσα ήταν σαφής και θεληματικά ελκυστική.

-Παιδιά εδώ που ήλθαμε και που φέρνουμε τόσο κόσμο καθημερινά, υπάρχουν ταβέρνες πολλές, με εκλεκτούς μεζέδες και ορχήστρες πρώτης τάξεως. Μια όμως απ’ αυτές είναι η καλύτερη. Ποια είναι αυτή;

Του Σηφάκη ο φλοίσβος (= ο αχός του κύματος που χαϊδεύει την ακρογιαλιά). Σας εγγυώμαι ότι θα ευχαριστηθείτε καλά λίαν.

-Λες μαστρό Νίκο;

-Εμ! Για να λέει και όχι μόνο αλλά και να εγγυάται ο Νίκος έτσι θα ‘ναι, πάμε λοιπόν. Είπαν όλοι και ξεκίνησαν.

Η ταβέρνα δεν ήταν διόλου μακρυά. Κάπου 150 μέτρα από κει που κολυμπούσαν, εκεί που άραζαν τα πράσινα λεωφορεία των ΕΗΣ.

Μπαίνουμε μέσα κι ο Νίκος εκπροσωπώντας όλους σαν επικεφαλής της παρέας ρωτά το σερβιτόρο.

-Τι έχεις;

– Ό,τι θέλετε! Ό,τι ζητάει η καρδιά σας, τους ανήγγειλε γενναιόδωρα και πλέρια επαγγελματικά το γκαρσόνι.

-Εμ! Τότε να κάτσουμε, για αυτό ήλθαμε.

-Να κάτσετε βέβαια! Στη διάθεσή σας.

Τι θέλετε;

-Και τι δεν θέλανε; Ουζάκια και μπύρες και καλαμαράκια φρεσκοτηγανισμένα, και ταραμοσαλάτα και μπαρμπούνια που μοσχοβολούσαν, και αγγουροντοματοσαλάτα, και φέρε και λίγη φέτα, τι είναι αυτά που τρώνε οι πλαϊνοί;

-Συκωτάκια ριγανάτα.

-Φέρε και απ’ αυτά, και δύο μπουκάλια μπύρα Φιξ ακόμη και φρούτα, μπόλικα φρούτα, καλό πεπόνι – κοίταξε να είναι γλυκό.

Κι ύστερα, τσιγαράκι, άρωμα Κεράνης κασετίνα και Ματσάγγου και Σαντέ και Άσσος Παπαστράτος και μακαριότης, κι από δω πάνε κι άλλοι!

Και το τζιτζίκι πάνω στο πεύκο της αυλοταβέρνας, δωσ’ του να τους κοιτάει από τα κλαδιά, ξέρει τι ζητούν αλήθεια και τους γλεντάει.

Κεφάτος και ακούραστος τραγουδιστής, πετάει μια νότα, και άλλη μια, βρίσκει τη φωνή του εντάξει και αρχινάει. Μεγάλο ρεπερτόριο δεν έχει. Ούτε φαντασία. Έχει όμως καλή θέληση και απεριόριστη αντοχή. Αυτές τις δύο ξυλένιες νότες του ξέρει να τραγουδήσει, τις προσφέρει με υπερηφάνεια, τις στέλνει ξερές, ρυθμικές, να ξισκίσουν τη γύρωθεν ησυχία.

Με τα γυαλιστερά φτερά του, άχροος, αθέατος επάνω στον κορμό του δένδρου, ο τζίτζικας παίζει με τον εαυτό του βιολοντσέλο. Η πλάση του έχει χαρίσει ένα πόδι δοξάρι, και μια σκληρή κοιλίτσα κούφια και στερέη, για να μπορή να ξεκουφαίνη το σύμπαν όποτε του κάνει όρεξι. Όπως και τώρα.

-Λάλατο βρε τζίτζικα, έτσι μπράβο, τζζ, τζζ, τζζ… τζζζιιιζζζ… τον παρότρυνε κεφάτα ο Νίκος. Εδώ δε κάνει ξεροψημένη ζέστη, φυσάει της θάλασσας ο μπάτης. Και σε με το τραγούδι σου μας δίνεις κέφι και χαρά στη συντροφιά μας.

Και έκανε εντύπωση μεγάλη στην παρέα των ΕΗΣ ο Μητροκώτσας όταν σηκώθηκε να χορέψη το ζεϊμπέκικο του Αλέκου Σακελλάριου.

Ένα βράδυ στην Καστέλλα

σε μια όμορφη κοπέλλα

που ‘παιρνε τ’ απεριτίφ της

ρίχτηκε ένας τσίφτης

απ’ την Κοκκινιά.

Δεν εγνώριζε όμως ότι

τα ‘χε μ’ έναν Πειραιώτη

Πειραιώτη ντερμπετέρη

σίδερο στο χέρι

άσσος στην μπουνιά.

Ιδανικά κινήθηκε στις ρίμες του τραγουδιού, ευχάριστα, ηδονικά, λικνίστηκε στη γλώσσα του σώματος, δείχνοντας στην παρέα του σπάνιο φινετσάτο τον ρυθμό με ζηλευτό τρόπο και παλμό. Τα μαύρα του μαλλιά ανεμίσανε, το πρόσωπο νεανικά αρυτίδωτο, το βλέμμα ζωηρά λεβέντικο, αρμονικά ταιριαστό στο τραγούδι, και το κορμί να διαγράφη κινήσεις και φιγούρες όπως του άρεσε και όπως τις έδινε η εσωτερική ζέση και έκφραση.

Οι συντρόφοι του στη παρέα όπου δεν γνώριζαν αυτή του τη χορευτική πλευρά, δεν μπορούσαν πια να βεβαιώσουν ότι γνώριζαν το ζεϊμπέκικο χορό.

Κι ο Λιώσης Γιώργος ξεσπώντας στα παλαμάκια φώναξε:

-Τι είναι η ζωή μωρέ;

-Μηδέν! λέει κι ο Τραβαγιέρης Βασίλης Ιωάννου.

-Τι είναι τα λεφτά; Ξαναφωνάζει ο Λιώσης.

-Μηδέν, συμπληρώνει ο Αλεξίου.

Όλο το παν στη ζωή είναι να ‘χεις καρδιά. Την έχεις είσαι εντάξει. Δεν την έχεις; Βράσε ρύζι!

Κι όλοι μαζί και οι παρέες των γειτονικών τραπεζιών ξεσπούν σε χειροκροτήματα.

-Μπράβο Νίκο, μπράβο παιδιά των ΕΗΣ.

Εβίβα, μωρέ παιδιά! Τι σου είναι οι τραβαγιέρηδες, μας συγκινήσατε, μας μερακλώσατε! Μπράβο σας και ξανά μπράβο και ζήτω τον Νικόλα τον πρωτοχορευτή!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *