Προέλευση διαχρονικών φράσεων.. Επιμέλεια: Δημήτρης Ζακοντίνος
Έγινε του Κουτρούλη ο γάμος.
«Έγινε του Κουτρούλη ο γάμος» λέμε οι νεότεροι Έλληνες όταν πρόκειται για θορυβώδη συνάθροιση ή μεγάλη ακαταστασία. Ποιος είναι όμως αυτός ο Κουτρούλης και γιατί ο γάμος του να γίνει παροιμιώδης; Ο ιππότης Ιωάννης ο Κουτρούλης, που πιθανώς ζούσε στη Μεθώνη, συγκατοίκησε με γυναίκα που είχε φύγει από το συζυγικό σπίτι μετά από σκάνδαλο, όπως φαίνεται. Η μη νόμιμη αυτή συγκατοίκηση τράβηξε την προσοχή της εκκλησίας, η οποία αφόρισε τη γυναίκα. Πέρασαν εν τω μεταξύ δεκαεφτά χρόνια, και ο Κουτρούλης, μη εννοώντας να απομακρυνθεί από τη γυναίκα, πάντοτε προσπαθούσε να του επιτραπεί να την παντρευτεί νόμιμα. Πόσο μεγάλο θα ήταν το σκάνδαλο, και επομένως πόσο γνωστό στη μικρή κοινωνία της Μεθώνης, ο καθένας το φαντάζεται. Ο νόμιμος και πρώτος σύζυγος που αντιδρούσε, για δεκαεφτά χρόνια βασάνιζε τον Κουτρούλη. Τα πράγματα όμως μεταβλήθηκαν το Μάιο του 1394. Ο Πατριάρχης Αντώνιος ο Δ’, στον οποίο η αφορισθείσα παρουσίασε διαζύγιο που είχε γίνει επί του εν τω μεταξύ αποθανόντος επισκόπου Μεθώνης Καλογεννήτου, με το οποίο ο γάμος θεωρούνταν νομίμως διαλυμένος, αναγνώρισε το δίκιο της και με γράμματά του και προς τον μητροπολίτη Μονεμβασίας και τον επίσκοπο Μεθώνης επέτρεψε την με τις ευχές της εκκλησίας τέλεση του γάμου, εάν όμως αποδεικνυόταν ότι ο Κουτρούλης δεν είχε καμιά ιδιαίτερη σχέση με τη γυναίκα, με την οποία συγκατοικούσε, για όσο αυτή ζούσε με τον πρώτο σύζυγό της. Τι αποδείχτηκε δεν ξέρουμε. Φαίνεται όμως ότι η ανάκριση των ιεραρχών πιστοποίησε την αθωότητα του Κουτρούλη και έτσι ο γάμος έγινε.
Αν θα γίνει ή όχι ο γάμος, συζητιόταν για δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια, και όταν επιτέλους έγινε, έγινε το ζήτημα της ημέρας. Στα στόματα των γυναικών και των περιέργων θα περιφερόταν αναμφίβολα η φράση «Έγινε του Κουτρούλη ο γάμος», όπου όλη η σπουδαιότητα έπεφτε στο ρήμα «έγινε». Κατά το γάμο ωστόσο, που μάλλον πανηγύρι ήταν, είναι φυσικό να έγινε έκτακτο και εξαιρετικό γλέντι, αφενός μεν σε πείσμα του πρώτου συζύγου, αφετέρου δε για ικανοποίηση του πολύπαθου και καταξοδεμένου δεύτερου συζύγου, ο οποίος δεν ήταν κάποιος άγνωστος, ήταν ο εξαιτίας των γεγονότων διαβόητος καβαλλάριος Ιωάννης Κουτρούλης.
Στη φράση κατόπιν «Έγινε του Κουτρούλη ο γάμος» τονιζόταν όχι πλέον η λέξη «έγινε», αλλά η γενική «του Κουτρούλη», η οποία έγινε συνώνυμη με το «θορυβωδώς» και η οποία είναι σήμερα η ιδιαίτερη λέξη όλης της φράσης. Η φράση έγινε ευρύτατα γνωστή στα νεότερα χρόνια και μέσα από το ομώνυμο σατιρικό θεατρικό έργο του Αλέξανδρου Ρίζου-Ραγκαβή (1845), με το οποίο σατιρίζει και στηλιτεύει τα πολιτικά ήθη της εποχής του Όθωνα.
Τα ίδια, Παντελάκη μου, τα ίδια, Παντελή μου.
Ο Παντελής Αστραπογιαννάκης ήταν Κρητικός. Όταν οι Ενετοί κυρίεψαν τη Μεγαλόνησο, πήρε τα βουνά μαζί με μερικούς τολμηρούς συμπατριώτες του. Από εκεί κατέβαιναν τις νύχτες και χτυπούσαν τους κατακτητές μέσα στα κάστρα τους. Για να δίνει, ωστόσο κουράγιο στους νησιώτες, τους υποσχόταν ότι θα ελευθέρωναν γρήγορα την Κρήτη. Με το σήμερα, όμως και με το αύριο, ο καιρός περνούσε και η κατάσταση του νησιού αντί να καλυτερεύει, χειροτέρευε. Οι Κρητικοί άρχισαν να απελπίζονται. Μα ο Αστραπογιαννάκης δεν έχανε το θάρρος του, εξακολουθούσε να τους δίνει ελπίδες για σύντομη απελευθέρωση. Οι συμπατριώτες του, όμως δεν τα πίστευαν πια. Όταν λοιπόν, ο Παντελής Αστραπογιαννάκης πήγαινε να τους μιλήσει, όλοι μαζί του έλεγαν: «ξέρουμε τι θα πεις. Τα ίδια, Παντελάκη μου, τα ίδια, Παντελή μου.»
Φτηνά τη γλιτώσαμε
Όταν οι Φράγκοι κυβερνούσαν την Ελλάδα, οι Έλληνες υπέφεραν τα πάνδεινα, από τους κατακτητές, που είχαν κατακλύσει τον τόπο μας. Μια από τις χειρότερες πληγές της εποχής εκείνης, ήταν προπαντός η βαριά φορολογία, που επέβαλαν κάθε τόσο στους κατοίκους. Φορολογία στους γονείς που είχαν περισσότερα από τέσσερα παιδιά, φορολογία στους αγρότες που έτρεφαν ζωντανά, φορολογία στα σπίτια που άναβαν τζάκι το χειμώνα, φορολογία στο νερό που έπιναν. Με δυο λόγια, ήταν μια εποχή, που όλοι οι Έλληνες, πλούσιοι και φτωχοί δούλευαν αποκλειστικά για τους δυνάστες τους. Όταν λοιπόν, κανείς από αυτούς δεν είχε να πληρώσει τους απαραίτητους φόρους, συλλαμβανόταν αμέσως, για να κλειστεί στα φοβερά μπουντρούμια. που είχαν γίνει φυλακές. Εκεί, έπειτα οπό μερικές μέρες, ερχόταν ένας απεσταλμένος του Φράγκου διοικητή της περιφέρειας και του πρότεινε δύο πράγματα: Ή να δουλέψει δωρεάν στα κτήματα των Φράγκων ή να μείνει σε όλη του τη ζωή σχεδόν, κλεισμένος στη φυλακή. Φυσικά από τις δυο αυτές προτάσεις, ο κρατούμενος διάλεγε πάντοτε την πρώτη και μάλιστα με ευγνωμοσύνη για την… καλοσύνη του άρχοντα. Γιατί ήταν η μοναδική λύση στις τραγικές εκείνες στιγμές που περνούσε. Από το γεγονός αυτό έμεινε ως τα χρόνια μας η φράση: «Φτηνά τη γλιτώσαμε».
Είμαστε για τα πανηγύρια
Στην Κόρινθο, που ήταν πλούσια πόλη, γίνονταν δύο πανηγύρια, για εμπόρους απ’ όλο τον κόσμο. Το καθένα είχε διάρκεια ενάμιση μήνα. Όταν την κατέκτησαν οι Φράγκοι, αυτά συνεχίστηκαν. Όσοι συμμετείχαν σ’ αυτά σαν να μην τρέχει τίποτα, έλεγαν, όταν τους ρωτούσαν, που πάνε: «είμαστε για τα πανηγύρια». Έκφραση που σήμερα επικρατεί για όσους δεν έχουν επίγνωση της σοβαρότητας μιας κατάστασης.
Αμπρακατάμπρα Στα μουσεία της Ευρώπης σώζονται πλουσιότατες συλλογές από φυλαχτά των «Γνωστικών» -χριστιανικής αίρεσης των πρώτων αιώνων –πάνω στα οποία είναι χαραγμένη με ελληνικούς χαρακτήρες η λέξη «ΑΒΡΑΣΑΞ». Η λέξη αυτή αντιπροσωπεύει τον αριθμό 365, που αντιστοιχεί στις ημέρες του χρόνου και στους 365 ουρανούς. Επρόκειτο Σε άλλα φυλαχτά πάλι διαβάζει κανείς τη λέξη «Αβλαναθαναλάβα», που είχε δύο σημασίες: «Είσαι ο πατήρ μας» ή «πάτερ ελθέ πρός Ημάς». Ένας γιατρός της εποχής εκείνης, ο Κουίντος Σέρβιος, διέταξε τους ασθενείς του να γράφουν πολλές φορές μερικές παράδοξες φράσεις κατακόρυφα πάνω σε κομμάτια δέρματα, παραλείποντας από ένα γράμμα σε κάθε γραμμή. Έτσι σχηματιζόταν ένας ανεστραμμένος κώνος, τον οποίο ο άρρωστος έπρεπε να κρεμάσει όχι στο λαιμό του, αλλά στην πλάτη του. Ο περίφημος πάλι γιατρός Μαρκέλλης, συμβούλευε σοβαρότατα εκείνους που υπόφεραν από τα μάτια τους, να γράφουν πάνω σε μια μαύρη πλάκα με κιμωλία λέξεις σαν αυτές: «Αραμαράμα», «ξεναξενόξης» κλπ. Ωστόσο, μια από τις ακατανόητες αυτές λέξεις, που ήταν επίσης όρος ιερός και που έμεινε ως τα χρόνια μας, είναι η «Αμπρακατάμπρα». Την αναφέρουμε δε και σήμερα αστειευόμενοι, για εκείνους που συνήθως δεν ξέρουν τι λένε ή κάνουν μαγικά κόλπα.