Eβδομαδιαία Πολιτική – Οικονομική – Ναυτιλιακή – Φιλολογική εφημερίδα στην υπηρεσία των Δήμων του Πειραιά και των νησιών

ΑΠΟΨΕΙΣ

Προέλευση διαχρονικών φράσεων…Επιμέλεια: Δημήτρης Ζακοντίνος

Χαιρέτα μου τον Πλάτανο

Όταν στις 25 Μαρτίου 1821, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός έδωσε το σύνθημα της εθνικής εξέγερσης μετά από την ολονυκτία που έγινε στην Άγια Λαύρα, κρέμασε το λάβαρο σ’ ένα μεγάλο πλάτανο, που βρισκότανε στον περίβολο της αυλής της Μονής. Κατόπιν άρχισαν να περνούν ένας – ένας κάτω από την πυκνή φυλλωσιά του δένδρου, για να κοινωνήσουν. Από τότε, όταν κανείς απ’ αυτούς, πήγαινε να πάρει εντολές ή να δώσει μηνύματα στον ηρωικό δεσπότη, οι σύντροφοι του έλεγαν: -Χαιρέτα μας τον πλάτανο. Με το «πλάτανο» εννοούσαν τον Παλαιών Πατρών Γερμανό ή τον πλάτανο το δέντρο, που κοντά του κοινώνησαν.

Χρωστάει της Μιχαλούς

Η λαϊκή έκφραση συνδέεται με τη μετεπαναστατική ζωή στο Ναύπλιο, πρωτεύουσα τότε της Ελλάδας. Συγκεκριμένα, μετά την επανάσταση του 21 υπήρχε στο Ναύπλιο μια ταβέρνα που ανήκε σε μια γυναίκα, τη Μιχαλού. Η Μιχαλού είχε το προτέρημα να κάνει «βερεσέδια» αλλά υπό προθεσμία. Μόλις εξαντλείτο η προθεσμία – και η υπομονή της – στόλιζε τους χρεώστες της με «κοσμητικότατα» επίθετα. Όσοι τα άκουγαν, ήξεραν καλά ότι αυτός που δέχεται τις «περιποιήσεις» της «χρωστάει της Μιχαλούς».

Τουμπεκί

«Τουμπεκί» λέγεται τουρκικά ο καπνός για τον αργιλέ, που τον κάπνιζαν στα διάφορα καφενεία της παλιάς εποχής. Τον αργιλέ τον ετοίμαζαν οι «ταμπήδες» των καφενείων, και επειδή αυτοί έπιαναν την κουβέντα κι αργούσαμε τον πάνε στον πελάτη, εκείνος με τη σειρά του φώναζε: «κάνε τουμπεκί». Όσοι κάπνισαν ναργιλέ ήταν και από φυσικού τους λιγομίλητοι και δεν τους άρεσαν οι φλυαρίες. Με τις ώρες κρατούσαν στα χείλη τους το «μαρκούτσι» του ναργιλέ, απολαμβάνοντας σιωπηλά το τουμπεκί, που σιγόκαιγε στο λούλα. Και αν κανείς, που κι αυτός κάπνιζε ναργιλέ δίπλα του, άνοιγε πλατιά κουβέντα, οι μερακλήδες της παρέας του έλεγαν: «Κάνε τουμπεκί», δηλαδή, κάπνιζε και μη μιλάς. Τώρα για το «ψιλοκομμένο» τουμπεκί, ήταν η τέχνη του «ταμπή» να του το προσφέρει ψιλοκομμένο, που ήταν και καλύτερο.

Σπουδαία τα λάχανα.

Η φράση ξεκίνησε από το εξής περιστατικό. Σε κάποιο χωριό, πριν από το 1821, πέρασε ο απεσταλμένος του Μπέη, για να εισπράξει τη δεκάτη. Η δεκάτη ήταν και αυτή μια από τις τρομερές φορολογίες των χρόνων εκείνων. Όλοι όμως οι χωρικοί του απάντησαν πως δεν είχαν να πληρώσουν το φόρο, γιατί τα λάχανα τους έμειναν απούλητα. Τότε ο φορατζής τους είπε πως θα έστελνε ζώα και ανθρώπους, για να φορτώσει τα λάχανα και έτσι να πατσίζανε με το χρέος τους. Έτσι και έγινε. Από τότε, όμως οι χωρικοί έλεγαν «Σπουδαία τα λάχανα», για να πατσίσουν τα χρωστούμενα.

Σήκωσε δικό του μπαϊράκι.

Συχνά, ανάμεσα στους αρματολούς του 1821, συνέβαιναν πολλά επεισόδια, παρεξηγήσεις και παραστρατήματα, που κατέληγαν τις περισσότερες φορές σε ένα θανάσιμο μίσος μεταξύ τους. Οι διαφορές τους αυτές προέρχονταν κυρίως από το ποιος θα αναλάμβανε το καπετανιλίκι. Δηλαδή, ποιος θα γινόταν αρχηγός στις διάφορες αντάρτικες ομάδες των βουνών, όταν χήρευε καμιά θέση. Φυσικά, οι παλιοί αρματολοί, που είχαν ψηθεί στη φωτιά του μπαρουτιού, αδιαφορούσαν για κάτι τέτοια κι έμεναν μακριά από τους καβγάδες. Αλλά οι νεότεροι, που ήθελαν να δείξουν τις ικανότητες τους, επιζητούσαν με κάθε τρόπο να γίνουν αρχηγοί. Έριχναν λοιπόν, κλήρο μεταξύ τους και εκείνος που κέρδιζε, γινόταν αρχηγός της μιας ή της άλλης ομάδας. Αυτοί που έχαναν όμως δεν έμεναν διόλου ευχαριστημένοι. Έτσι άρχιζαν να βάζουν διαβολές σε βάρος του καινούριου καπετάνιου και πολλές φορές το κατόρθωναν, με τον τρόπο αυτό, να πάρουν με το μέρος τους ορισμένα παλικάρια και να σηκώσουν το δικό τους μπαϊράκι. Μπαϊράκι στα τούρκικα σημαίνει σημαία. Από τότε έμεινε η φράση «σήκωσε δικό του μπαϊράκι», που τη λέμε για κάποιον που ξεφεύγει από τα καθιερωμένα.

Ακόμα δεν τον είδανε και Γιάννη τον βαφτίσανε.

Ο Τριπολιτσιώτης Αγγελάκης Νικηταράς, παράγγειλε κάποτε του Κολοκοτρώνη -που ήταν στενός του φίλος- να κατέβει στο χωριό, για να βαφτίσει το μωρό του. Ο Νικηταράς τού παράγγειλε ότι το παιδί επρόκειτο να το βγάλουν Γιάννη, αλλά για να τον τιμήσουν, αποφάσισαν να του δώσουν τ’ όνομά του, δηλαδή Θεόδωρο. Ο θρυλικός Γέρος του Μοριά απάντησε τότε, πως ευχαρίστως θα πήγαινε μόλις θα «έκλεβε λίγον καιρό», γιατί τις μέρες εκείνες έδινε μάχες. Έτσι θα πέρασε ένας ολόκληρος μήνας σχεδόν κι ο Κολοκοτρώνης δεν κατόρθωσε να πραγματοποιήσει την υπόσχεση που είχε δώσει. Δεύτερη, λοιπόν, παραγγελία του Νικηταρά. Ώσπου ο Γέρος πήρε την απόφαση και με δύο παλικάρια του κατέβηκε στο χωριό. Αλλά μόλις μπήκε στο σπίτι του φίλου του, δεν είδε κανένα μωρό, ούτε καμία προετοιμασία για βάφτιση. Τι είχε συμβεί: Η γυναίκα του Νικηταρά ήταν στις μέρες της να γεννήσει. Επειδή όμως, ο τελευταίος ήξερε πως ο Γέρος ήταν απασχολημένος στα στρατηγικά του καθήκοντα και πως θ’ αργούσε οπωσδήποτε να τους επισκεφτεί -οπότε θα είχε γεννηθεί πια το παιδi- τού παράγγελνε και τού ξαναπαράγγελνε προκαταβολικά για τη βάφτιση. Όταν ο Κολοκοτρώνης άκουσε την… απολογία του Νικηταρά, ξέσπασε σε δυνατά γέλια και φώναξε: -Ωχού! Μωρέ, ακόμα δεν τον είδανε και Γιάννη τον βαφτίσανε! (Ενδέχεται η φράση αυτή να προϋπήρξε, αλλά την έκανε γνωστή ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης).

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *