Ο Έρωτας δεν μένει πια εδώ
Βρισκόμαστε στην αυλή ενός παραδοσιακού καφενείου Είναι άνοιξη. Άνοιξη του 1960. Πρωΐ. Η φύση έχει βάλει τα γιορτινά της και πανηγυρίζει το τέλος του χειμώνα. Όλα είναι ανθισμένα. Η κληματαριά δωρίζει γενναιόδωρα τον ίσκιο της σε μια παρέα συνταξιούχων που πίνουν τον παραδοσιακό ελληνικό καφέ τους, σε χοντρό φλιτζάνι, παίζοντας τάβλι και μιλώντας φωναχτά για τη πολιτική κατάσταση, αλλά και για το επικείμενο ντέρμπι Ολυμπιακός – Παναθηναϊκός στο ποδόσφαιρο, που θα διεξαχθεί την επόμενη Κυριακή στο Καραϊσκάκη. Η μυρωδιά του ανθισμένου γιασεμιού σμίγει με την μυρωδιά του φρέσκο ψημένου ελληνικού καφέ αγγίζοντας τα όρια της ευδαιμονίας.
Ξαφνικά στην αυλή εμφανίζεται ένα ζευγάρι. Είναι ένα όμορφο κορίτσι γύρω στα 20 και ένα συνομήλικο αγόρι. Το κορίτσι φορά ένα λευκό φόρεμα και έχει δέσει αλογοουρά τα μαλλιά του με μια επίσης λευκή κορδέλα. Η νιότη και η ομορφιά, της χαρίζουν μια ακαταμάχητη γοητεία. Ναι μπήκε στην αυλή του καφενείου η ίδια η Άνοιξη! Όλοι γύρω την κοιτάζουν με απέραντο θαυμασμό, αλλά και σεβασμό για την αθωότητα και τη σεμνότητα που αποπνέει. Το αγόρι τη συνοδεύει μέχρι το τραπεζάκι απέναντι από τους συνταξιούχους. Κάθονται. Κοιτάζονται στα μάτια με λατρεία. Είθε ο έρωτας τους να κρατήσει για πάντα…
Ποιος ξέρει; Ίσως ο χρόνος… ίσως η μοίρα…
Η μηχανή του χρόνου μας μεταφέρει στην Άνοιξη του 2023. 63 χρόνια μετά σε μια σύγχρονη καφετέρια. Εδώ δεν υπάρχουν φυτά ούτε αυλή. Ο χώρος είναι διακοσμημένος με τεράστια ταμπλό που αναβοσβήνουν. Μια άλλη παρέα των συνταξιούχων πίνουν τον καπουτσίνο τους σιωπηλοί, παίζοντας με το κινητό τους. Καμία επικοινωνία μεταξύ τους
Το κινητό έχει την ικανότητα να σε αποξενωνει,να σε απομονώνει. Μαθαίνεις να ζεις μόνος. Έχεις φίλους διαδικτυακούς μόνο και ζεις μια ζωή εικονική όχι πραγματική…
Που είναι τα γέλια; οι φωνές; οι ατελείωτες συζητήσεις γύρω από την παρούσα πολιτική κατάσταση; Γύρω από το ποδόσφαιρο; Ο Έλληνας δεν αντιδρά. Ή θα είναι αραχτός μπροστά στη τηλεόραση, ή μπροστά από τον υπολογιστή, ή το κινητό. Η οθόνη ασκεί μια μοναδική πλύση εγκεφάλου στον άνθρωπο. Τον παραλύει τον καταστρέφει, τον αποδυναμώνει.
Ξαφνικά εμφανίζεται στην πόρτα της καφετέριας ένα ζευγάρι. Εκείνη με μπλε μαλλί, με κρίκους στη μύτη και στα αυτιά, αλλά και στη γλώσσα. Αυτό αποκαλύφτηκε αργότερα όταν παράγγειλε στο γκαρσόνι το εσπρεσακι της. Φορά ένα δερμάτινο μαύρο σορτς, που αφήνει ακάλυπτους, τους ατελείωτους μηρούς της, που είναι διακοσμημένοι με τατουάζ.
Φίδια και δράκοι σέρνονται απειλητικοί, τρομάζοντας κάθε έναν που τολμά να σηκώσει τα μάτια του επάνω τους. Επάνω σ αυτά τα υπέροχα πόδια της. Η μπλούζα της κι αυτή μαύρη με ψυχεδελικά απροσδιόριστα σχέδια, με έντονα χρώματα. Το αγόρι που τη συνοδεύει κι αυτό με τατουάζ στους βραχίονες, κρίκους στ αυτιά και στη μύτη, αντίστοιχης εμφάνισης με το κορίτσι, κάθεται απέναντι της. Η οθόνη του κινητού του έχει κερδίσει όλη τη προσοχή και το ενδιαφέρον του. Ερωτοτροπεί μαζί της, αδιαφορώντας για το κορίτσι απέναντι του. Αλλά κι εκείνο έχει κολλήσει το βλέμμα της, στην πολύτιμη οθόνη του δικού της κινητού και αδιαφορεί, ή δεν αντιλαμβάνεται το γκαρσόνι που περιμένει υπομονετικά να του δώσουν την παραγγελία. Ξαφνικά σηκώνεται το αγόρι πηγαίνει κοντά της, λέω μέσα μου τώρα θα τη φιλήσει. Όμως εκείνο βγάζει μαζί της μια σελφι και την ανεβάζει στο ινσταγκραμ φροντίζοντας να φανεί ο χώρος. Το στέκι είναι πολύ ιν…
Τώρα οι διαδικτυακοί φίλοι του θα μάθουν πόσο καλά περνάει… Αυτό τον ενδιαφέρει μόνο. Το φαίνεστε και όχι η πραγματικότητα. Ζει την δική του εικονική πραγματικότητα.
Που είναι καυτά ερωτικά βλέμματα; Που είναι τα δειλά, αλλά γεμάτα νόημα αγγίγματα των χεριών; Που είναι ο Έρωτας; Ο Έρωτας δεν μένει πια εδώ…
Κλαίρη Παπαντωνάκου