Όχι στην καταστροφή της γλώσσας
Πόσοι γνωρίζουν ότι ο Κορνήλιος Καστοριάδης, o Aντώνης Σαμαράκης, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Ιωάννης Γαβριηλίδης, ο Δημήτρης Χόρν και παρά πολλοί άλλοι από το χώρο των γραμμάτων του πνεύματος και της τέχνης, ήταν εναντίον της κατάργησης της πολυτονικής γραφής της Ελληνικής γλώσσας;
“Ἂν δὲν θέλετε, κύριοι τοῦ ὑπουργείου, νὰ κάνετε φωνητικὴ ὀρθογραφία, τότε πρέπει ν’ ἀφήσετε τοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματα, γιατὶ αὐτοὶ ποὺ τοὺς βάλανε ξέρανε τὶ κάνανε. Δὲν ὑπῆρχαν στὰ ἀρχαῖα ἑλληνικά, γιατὶ ἁπλούστατα ὑπῆρχαν μέσα στὶς ἴδιες τὶς λέξεις. Αὐτοί, οἱ Κριαρᾶς καὶ οἱ ἄλλοι, τὰ κτήνη τὰ τετράποδα ποὺ ἔκαναν αὐτὲς τὶς μεταρρυθμίσεις -αὐτὸ παρακαλῶ νὰ γραφεῖ στὶς ἐφημερίδες- δὲν ξέρουν τὶ εἶναι γλώσσα. Δὲν ξέρουν αὐτὸ ποὺ γνώριζε ἡ κόρη μου στὰ τρία της χρόνια. Μάθαινε μία λέξη καὶ μετὰ ἔψαχνε γιὰ τὶς συγγενεῖς της. Αὐτὸ εἶναι μιὰ γλώσσα. Ἕνα μάγμα, ἕνα πλέγμα, ὅπου οἱ λέξεις παράγονται οἱ μὲν ἀπὸ τὶς δέ, ὅπου οἱ σημασίες γλιστρᾶνε ἀπὸ τὴ μία στὴν ἄλλη, εἶναι μιὰ ὀργανικὴ ἑνότητα ἀπὸ τὴν ὁποία δὲν μπορεῖς νὰ βγάλεις καὶ νὰ κολλήσεις πράγματα, δυνάμει μιᾶς ψευτοκυβέρνησης, καθισμένος σ’ ἕνα γραφεῖο στὸ ὑπουργεῖο Παιδείας. Ἡ κατάργηση τῶν τόνων καὶ τῶν πνευμάτων εἶναι ἡ κατάργηση τῆς ὀρθογραφίας, ποὺ εἶναι τελικὰ ἡ κατάργηση τῆς συνέχειας. Ἤδη, τὰ παιδιὰ δὲν μποροῦν νὰ καταλάβουν Καβάφη, Σεφέρη, Ἐλύτη, γιατὶ αὐτοὶ εἶναι γεμάτοι ἀπὸ τὸν πλοῦτο τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν. Δηλαδή, πᾶμε νὰ καταστρέψουμε ὅ,τι κτίσαμε. Αὐτὴ εἶναι ἡ δραματικὴ μοίρα τοῦ σύγχρονου ἑλληνισμοῦ.
Κορνήλιος Καστοριάδης
Κάθε ἔξωθεν ἐπέμβαση δὲν εἶναι μόνο ἐγκληματικὴ εἰς βάρος τῆς γλώσσας, δηλαδὴ εἰς βάρος ἑνὸς πολύτιμου ἐθνικοῦ κυττάρου, ἀλλὰ εἶναι καὶ βλακώδης. Μία ἀπὸ τὶς πρόσφατες δυναμιτιστικὲς ἀπόπειρες ἐναντίον τῆς γλώσσας μας εἶναι καὶ τὸ περιβόητο μονοτονικό.
Ἀντώνης Σαμαράκης
Ὅταν μεγάλοι λαοί, σὰν τοὺς Κινέζους, τοὺς Ἰάπωνες ἢ τοὺς Ἄραβες, κρατᾶνε ὅλα τὰ ἱερογλυφικά τους ἐπὶ αἰῶνες, γιατί πρέπει ἄραγε ὁ μέσος Ἕλληνας νὰ βαριέται ποὺ ζεῖ καὶ νὰ μὴν κοπιάζει νὰ βάζει τὴν περισπωμένη;
Γιάννης Τσαρούχης
Οἱ «μονοτονικοὶ» ἔχουν κάποια ἐπιχειρήματα: πρῶτον, λέγουν, ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ στὴν κλασσικὴ περίοδο δὲν εἶχε τόνους· δεύτερον, πρέπει νὰ ἀπαλλαγοῦν οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τὸν πρόσθετο πνευματικὸ μόχθο συγκρατήσεως πολλῶν κανόνων τονισμοῦ καὶ «πνευματώσεως» τοῦ λόγου.
Γιὰ τὸ πρῶτο σημεῖο θὰ εἴχαμε νὰ ποῦμε, ὅτι κάποτε οἱ πρόγονοί μας ἔγραφαν «βουστροφηδὸν» καὶ χωρὶς ἀποστάσεις ἀνάμεσα στὶς λέξεις, ἡ γραφὴ ὅμως δὲν ἔμεινε στὸ σύστημα ἐκεῖνο, ἐξελίχθηκε, ἐξελίσσεται διαρκῶς. Ἐξάλλου, ἡ ἀνάγκη τονισμοῦ τῶν λέξεων πρόεκυψε ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἀκόμη τοῦ Ἡρακλείτου (500 π.Χ.), ἀπασχόλησε τοὺς εἰδικοὺς 1.200 περίπου χρόνια, ὥσπου ἐκεῖνοι νὰ καταλήξουν στὸ γνωστὸ πολυτονικὸ σύστημα, τὸ ὁποῖο συνέδεε συμβολικὰ τὴν προφορὰ τῆς ἐποχῆς μὲ τὴν ἀρχαία προσωδία.
Τὸ δεύτερο ἐπιχείρημα τῶν «μονοτονικῶν» διέπεται ἀπὸ τὸ ἰδανικὸ τῆς «ἐλαφρᾶς πνευματικῆς διαίτης», ἀπὸ τὴν ὁποία μᾶλλον δὲν μποροῦν νὰ προέλθουν εὔρωστοι πνευματικῶς ἄνθρωποι.
Ἰωάννης Γαβριηλίδης
(Ἡ ἀνεπάρκεια τῆς ἑλληνικῆς Γλωσσικῆς Ἐπιστήμης)
Οἱ ποιητὲς καὶ οἱ λογοτέχνες δίνουν τὴν φυσιογνωμία τοῦ ἔθνους. Αὐτὴ λοιπὸν τὴ φυσιογνωμία ἐπιχειροῦν σήμερα νὰ τὴν παραμορφώσουν. Δὲν ἔχουμε φυσιογνωμία ἑλληνική.
Ὑπάρχει μιὰ νοοτροπία ποὺ θέλει νὰ τὰ ἁπλοποιήσει ὅλα. Κι ἀναρωτιέμαι γιατὶ; Γιατί οἱ ἄνθρωποι δὲν πρέπει νὰ μοχθοῦν; Γιατί ὁ καρπὸς τοῦ μόχθου περιφρονεῖται τόσο πολύ, ἐνῷ τόσο ἀνάγκη τὸν ἔχουμε τώρα εἰδικὰ ποὺ ἀνήκουμε στὴν Εὐρώπη καὶ χρειαζόμαστε ὅσο ποτὲ ἄλλοτε τὰ πνευματικὰ ὅπλα; Αὐτὴ ἡ νοοτροπία τῆς ἁπλοποιήσεως μᾶς ἔχει ὁδηγήσει στὸ σημεῖο νὰ κακοποιοῦμε καὶ νὰ ἐκχυδαϊζουμε τὰ πάντα. Εἶναι ἀπελπιστικό, ὀδυνηρό, γιὰ νὰ μὴν πῶ θανατηφόρο.
Ἀναρωτιέται λοιπὸν κανεὶς τί θὰ παραλάβει καὶ ἀπὸ ποιούς ἡ νέα γενιὰ μὲ τὴν ὁποία τόσο πολὺ ἀσχολεῖται ἡ παροῦσα κατάσταση. Τί σκοπὸ ἔχουν ἄραγε οἱ ὑπεύθυνοι ποὺ μεταχειρίζονται τόσο ἄσχημα τὴν γλώσσα; Τί τέλος πάντων θέλουν νὰ παραδώσουν καὶ ἀπὸ ποιούς τὸ παρέλαβαν;
Ὕβρις καὶ τίποτε ἄλλο χαρακτηρίζει τὴν παροῦσα κατάσταση. Ὕβρις καί, δυστυχῶς, τῆς ὕβρεως, πάντοτε ἕπεται ἡ Νέμεσις. Τώρα βέβαια μιλᾶμε περὶ πολιτιστικοῦ κόσμου, περὶ πολιτιστικῶν ἐκδηλώσεων. Τί θὰ πεῖ πολιτιστικὸ; Παίζουμε μὲ τὶς λέξεις. Λέμε λέξεις. Καὶ βεβαίως πίσω ἀπ’ αὐτὲς τὶς λέξεις δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο παρὰ ἕνας μοναδικὸς σκοπός: Ἡ ἐρείπωση τῆς γλώσσας, ἡ κατάργηση τῶν ἐννοιῶν, ὥστε οἱ ἄνθρωποι οὔτε νὰ συνεννοοῦνται, οὔτε νὰ μποροῦν νὰ σκέφτονται. Γιατὶ μόνον ἔτσι θὰ μποροῦν ὁρισμένοι νὰ κάνουν τὴν δουλειά τους: Νὰ θάψουν τὸν τόπο. (…) Εἶμαι Ἕλληνας, γι’ αὐτὸ πονῶ καὶ ὑποφέρω γιὰ ὅ,τι βλέπω μπροστά μου. Γιὰ ὅ,τι αἰσθάνομαι νὰ ἔρχεται.
Δημήτρης Χὸρν
