“Το ξύλο της χρονιάς” (Πρωτοχρονιάτικο)
Εκείνη την χρονιά δεν θα την ξεχάσω ποτέ!
Τότε δεν χρειαζόμουν και πολλά πράγματα για να είμαι χαρούμενος.
Μου έφτανε η “φούσκα” που θα έπαιρνα, όταν θα σφάζανε το γουρούνι μας. Ναι, την ουροδόχο κύστη του ζώου, που την φουσκώναμε με ένα καλάμι και παίζαμε μπάλα μέχρι να σκιστεί. Δεν άντεχε βέβαια και πολύ, ήταν όμως το αντέτ των Χριστουγέννων, και το χαιρόμασταν.
Ο Παυλάκης με είχε συμβουλέψει, μόλις μου δώσουν την “φούσκα” να την πασαλείψω με στάχτη, αλλιώς θα γλιστράει…
Πήρα λοιπόν λίγη στάχτη, είχα και το καλάμι στην τσέπη, και παρακολουθούσα από απόσταση τους σφαχτάδες που έγδερναν το γουρούνι.
Ένας ψηλός κύριος με γραβάτα τους φώναζε να μη τρυπήσουν το δέρμα, γιατί δεν θα μπορούσε να το πουλήσει, ήταν δερματέμπορας.
Μετά έβγαλαν το λίπος, ήταν μεγάλο το ζώο, άξιζε που το ταΐζαμε τόσους μήνες.
Η μάνα μου έκανε χαρές, θα είχαμε μπόλικο καβουρμά μέχρι το Καλοκαίρι, και τσιγαρίδες, και λίγδα, που την χρησιμοποιούσαμε πολύ, αφού εμείς δεν είχαμε λάδια.
Όταν άνοιξαν το ζώο ήταν η δική μου η σειρά. Πλησίασα πιο κοντά για να επιβλέψω μη καταστρέψουν την “φούσκα”.
Το κακό όμως ήδη είχε γίνει!
Έκοψαν σύριζα το σωληνάκι από την κύστη. Έβριζαν την τύχη τους οι χασάπηδες, κι εγώ εκείνους για την απροσεξία τους.
Δοκίμασαν κάπως να την ράψουν, αλλά η “φούσκα” έχανε αέρα.
Αφού τελείωσαν, η μάνα μου τους έφτιαξε μια τηγανιά από το ίδιο το κρέας που είχαν σφάξει, και κάθισαν όλοι μαζί να φάνε και να πιούνε.
Μόνο εγώ στεκόμουν παράμερα, σχεδόν βουρκωμένος.
Κοντά τους πήγα μόνο, όταν μου υποσχέθηκε ο μπαμπάς, ότι για την Πρωτοχρονιά θα μου αγόραζε από την Σκύδρα μια κανονική μπάλα.
Τι τα θες όμως, αν κάτι είναι να πάει στραβά θα πάει στραβά (Νόμος του Μέρφυ).
Ανήμερα Πρωτοχρονιάς ήρθαν οι φίλοι μου να παίξουμε με την καινούργια μπάλα.
Είπαμε, ενός κακού μύρια έπονται. Μια μπαλιά γκρέμισε το τζάμι από το παράθυρο του δωματίου. Πού να βρεις τζαμά τέτοια μέρα!
Η μάνα μου με αυστηρό ύφος με προειδοποίησε, “κακομοίρη μου, αυτή την φορά σου την χαρίζω, την επόμενη θα τις φας, και ξέρεις, αν φας σήμερα ξύλο θα τρως όλο τον χρόνο”.
Πήρα την μπάλα και πήγαμε να παίξουμε στην αυλή του Σχολείου. Απαγορευόταν, εμείς όμως περάσαμε ανάμεσα από τον φράχτη.
Εκεί τρίτωσε το κακό, μας είδε ο δάσκαλος και μας τις έβρεξε. Και σαν να μην έφτανε αυτό, κλώτσησε την μπάλα, που πήγε και καρφώθηκε στο συρματόπλεγμα. Πάει η μπάλα, τρύπησε!
Πήγα στο σπίτι με σκυμμένο κεφάλι. Όπως ήταν επόμενο τις άρπαξα και από την μάνα μου. Δυστυχώς ήταν Πρωτοχρονιά, και με είχε προειδοποιήσει!
Ατελείωτος εκείνος ο χρόνος, έτρωγα ξύλο συνέχεια!
Νίκος Καρβουνάς
Πνευμονολόγος