Ο Σταμάτης το έλεγε και το εννοούσε, “μετά τα εξήντα ο κάθε χρόνος είναι ένας τσιμεντόλιθος στην πλάτη σου”. Προφανώς έκρινε εξ ιδίων, κι εμείς, πολύ μικρότεροι, σχεδόν παιδιά του, ανταλλάσσαμε υπονοούμενα χαμόγελα. Είχαμε πολλά χρόνια μπροστά μας για να διαπιστώσουμε του λόγου το αληθές.
Κατά γενική ομολογία ο Σταμάτης ήταν ωραίος άνδρας, τύπος έξω καρδιά, λίγο νάρκισσος, και πολύ καλαμπουρτζής.
Δεν έκρυψε ποτέ ότι του άρεσε το παιχνίδι με τις γυναίκες, αλλά και εκείνες τον “πήγαιναν”. Ήταν ένα λεκτικό παιχνίδι, που δεν γινόταν απαραίτητα για “πονηρό” σκοπό. Κάτι σαλιαρίσματα, κάτι χαχα και χουχου, και έξυπνα ανέκδοτα. Πού τέλειωνε η αθωότητα και από πού ξεκίναγε η στρατηγική του δεν το ξεχώριζες. Σίγουρα ο Σταμάτης δεν δήλωσε ποτέ μέλος του συλλόγου “πνεύμα και ηθική”. Όμως μ’ αυτά και μ’ αυτά γινόταν το επίκεντρο της παρέας. Οι άλλοι άνδρες στα κρυφά τον ζήλευαν, ίσως κάποιοι τον φθονούσαν κιόλας. Ωστόσο τους βόλευε να βρίσκονται στον περίγυρό του, και να εισπράττουν και εκείνοι λίγη αίγλη εξ αντανακλάσεως.
Τα χρόνια περνούσαν, οι τσιμεντόλιθοι στοιβάζονταν στην πλάτη του, και το παιχνίδι καλά κρατούσε.
Ένα βράδυ ο Σταμάτης κοιτάζοντας στον καθρέφτη μελαγχόλησε!
Τόσο καιρό δεν είχε προσέξει ένα ζωνάρι λίπους γύρω από την μέση του. Είδε και το προφίλ του. Πώς ήταν έτσι!
Το πρωί στο γραφείο αυτοσαρκάστηκε για να προλάβει τις αντιδράσεις. Πήρε τον λόγο η όμορφη Φρόσω, και απάντησε εν ονόματι όλων των κοριτσιών, “αυτό είναι που μας αρέσει σε σένα, είναι αληθινό, και αισθησιακό, δεν είσαι σαν τους φουσκωτούς…”.
Ο Σταμάτης έμεινε με την απορία αν η Φρόσω τον καθησύχαζε ή σοβαρολογούσε.
Το βράδυ ξανά μπροστά στον καθρέφτη, περιεργάστηκε μηχανικά τα παχάκια, και κλείνοντας το μάτι στον εαυτό του αγάπησε πάλι το σώμα του…