Μικέλης Αντώνης
Του καραβιού ο σκύλος
Ήταν μικρό και έτρεμε εκείνο το κουτάβι,
από το κρύο το πολύ στου δρόμου τη γωνιά,
το πήρα εις τα χέρια μου, το φέρνω στο καράβι,
να το γλυτώσω θέλησα από την παγωνιά.
Οι μήνες πέρασαν γοργά κι εκείνο μεγαλώνει,
στο πέλαγος εφύλαγε τον ναύτη στο τιμόνι,
κι ακολουθούσε πάντοτε πιστά τον βατσημάνη,
έξω στ’ αγκυροβόλιο, ή μέσα στο λιμάνι.
Στο άλμπουρο σαν κάθονταν ολημερίς οι γλάροι,
με πείσμα πάντα προσπαθεί ψηλά για να σαλτάρει,
για να τους διώξει ήθελε μακριά απ’ τα νερά του,
και να γυρίσει νικητής, κουνώντας την ουρά του.
Κι όταν δελφίνια πρόβαλαν δίπλα εις το καράβι,
πλώρα και πρύμα έτρεχε ετούτο το κουτάβι,
χαρούμενο σαν να ’θελε μαζί τους για να παίξει,
τη μοναξιά του και αυτό στη θάλασσα ν’ αντέξει.
Σε κάποιο πόρτο, όρντινο απ’ τις Αρχές επήρα,
ήτανε όρντινο σκληρό, για την κακή του μοίρα,
πως πρέπει να τ’ αφήσουμε έξω εις το μουράγιο,
κάνω κι εγώ υπομονή και όλοι μας κουράγιο.
Έφθασ’ η ώρα του φευγιού, η πλώρη αλαργεύει
τρόπο ζητά ο σκύλος μας στο πλοίο να ανέβει,,
και σαν ο κάβος ο στερνός από τον ντόκο λύνει
το πονεμένο ουρλιαχτό ακούσαμε μ’ οδύνη.
Και μ’ ένα σάλτο βρέθηκε
στη θάλασσα κι αρπάζει
τον κάβο, με τα δόντια του,
που η θάλασσα σκεπάζει.
Ο κάβος, σαν ξενέρισε,
μαζί του πάντα σέρνει,
κι επάνω στο κατάστρωμα
τον σκύλο μας να φέρνει.
Όλοι κοιτάζουν με χαρά
και όλοι συλλογιούνται,
έχει στιγμές η θάλασσα
που δύσκολα ξεχνιούνται.
Αντώνης Μικέλης
Απονομή Α΄ ΕΠΑΙΝΟΥ
από τον ΦΙΛΟΖΩΙΚΟ Σύλλογο Φθιώτιδας