Eβδομαδιαία Πολιτική – Οικονομική – Ναυτιλιακή – Φιλολογική εφημερίδα στην υπηρεσία των Δήμων του Πειραιά και των νησιών

ΑΠΟΨΕΙΣ

“Παντού και πάντα ίδια συναισθήματα”

Όταν γράφω κάτι είναι επειδή θέλω να μοιραστώ με τους άλλους τις σκέψεις μου. Και θεωρώ ότι έρχεται η δικαίωση, αν καταφέρω να κινητοποιήσω την μνήμη των αλλωνών. Να διαβάζουν δηλαδή μια συνηθισμένη φράση μου και να φτιάχνουν την δική τους ιστορία. Και στο τέλος της ανάγνωσης να ενώνονται τα συναισθήματά τους με τα δικά μου συναισθήματα…

Βάλτε τώρα στην θέση του χωριού μου το δικό σας χωριό, και φτιάξτε την δική σας ιστορία. Θα δείτε που στο τέλος τα συναισθήματά μας θα σμίξουν…

Έγραφα πριν δύο χρόνια:  “βάγια βάγια τω βαγιώ”

Ο καιρός μας προετοιμάζει για την θλίψη της Μεγάλης Εβδομάδας. Έξω κίτρινη βροχή και κρύο αεράκι. Χαζεύω από το τζάμι τα πυξάρια. Τελικά η γωνία τους μετρημένη, ακριβώς στις 90° μοίρες!

Θυμάμαι, στις εθνικές γιορτές κουβαλούσαν πυξάρια, νομίζω από το δάσος του “Χρηστάκη”, και έφτιαχναν την σκηνή που απαγγέλαμε τα ποιήματα. Παρακολουθούσα και θαύμαζα την ψυχαναγκαστική προσπάθεια να πετύχουν τα γωνιάσματα των κλαδιών, ώστε να καλύπτουν σωστά τον ξύλινο σκελετό της σκηνής.

Το ίδιο γινόταν και με τον Επιτάφιο. Ερχόντουσαν βέβαια μετά οι κοπέλες, που συμπλήρωναν το έργο, εξίσου με μαεστρία, κουκουλώνοντας τα πυξάρια με λουλουδένιες πλεξούδες. Κάποια φυλλαράκια τους μπορεί να ξέφευγαν, και να προεξείχαν, ίσως για να φανερώνουν, ότι εκτός από το θρησκευτικό συναίσθημα υπήρχε και το εθνικό. Αυτό μας το επιβεβαίωνε και η παρουσία των τεσσάρων οπλισμένων ανδρών των ΤΕΑ, ένας σε κάθε γωνιά, που φρουρούσαν τον Επιτάφιο με στρατιωτική σοβαρότητα. Ήταν η προσομοίωση των Ρωμαίων στρατιωτών, που φυλούσαν τον Εσταυρωμένο.

Πυξάρια είχε στην εκκλησία και την Κυριακή των Βαΐων. Η επικρατούσα άποψη είναι, ότι ο όχλος που προϋπάντησε τον Ιησού κρατούσε βάγια από φοίνικες. Πού να βρούμε εμείς τους φοίνικες! Πυξάρια όμως είχαμε μπόλικα. Από αυτά τα περισσεύματα, βάζαμε ένα κλωναράκι, για ντεκόρ, στην άκρη της πάνινης σχολικής μας τσάντας, που ήταν κάτι σαν μονόχωρο ταγάρι, και πηγαίναμε για τα κάλαντα των Βαΐων.

Το Αρσένι, όπως το έχω ξαναπεί, ήταν πολυπολιτισμικό χωριό. Συνυπήρχαν όλες οι φυλές (sic). Τα έθιμα είχαν προκαλέσει μια ευχάριστη, και συνάμα ωφελιμιστική ώσμωση ανάμεσα στους κατοίκους.

Κοιτάξτε πώς τελείωναν τα κάλαντα των Βαΐων, και θα καταλάβετε τι εννοώ:

“βάγια βάγια τω βαγιώ / τρώνε ψάρια και κολιό / και την άλλη Κυριακή / τρώνε το παχύ αρνί / θεία θεία συ το κερκέλ / και γω τ΄ωβό”.

Το τελευταίο ήταν παρακλητικό, που είχαμε υιοθετήσει από την Ποντιακή έκδοση, και το λέγαμε αβίαστα, κάτι σαν απαραίτητο προσάρτημα!

Τι νομίζατε, προχωρημένη συνύπαρξη στο Αρσένι!

Τα κερκέλια ήταν Ποντιακά, παραδοσιακά, νηστίσιμα κουλουράκια, σαν ψωμάκια. Με κερκέλια μας φίλευαν, όταν λέγαμε τα κάλαντα των Βαΐων. Εμείς όμως προτιμούσαμε να μας δίνουν αυγά. Τα αυγά είχαν ανταλλακτική αξία. Τα πουλούσαμε στον μπακάλη και εξασφαλίζαμε χαρτζιλίκι για να αγοράσουμε τάπες για το Πασχαλινό πιστόλι.

Προσέχαμε όμως, μη μας δώσουν αυγά παπίσια! Κάποιες νοικοκυρές είχαν στην αυλή τους και πάπιες. Τα αυγά της πάπιας διακρίνονται εύκολα. Φεγγίζουν, δεν είναι γερά και σπάζουν εύκολα. Οπότε, ένα ταγάρι με κερκέλια και παπίσια αυγά, αντί για χαρτζιλίκι θα μας εξασφάλιζε μια… βρώμικη ομελέτα!

Καλή αυριανή!

Νίκος Καρβουνάς

Πνευμονολόγος

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *