“Πέρα από τις προσδοκίες”
Ο Στράτος κοίταξε ξανά την ώρα στο κινητό του. Ήταν η τέταρτη φορά που άλλαζε ρούχα. “Τι κάνεις στο πρώτο ραντεβού για να μη δείχνεις υπερβολικός, αλλά να φαίνεται ότι σ’ ενδιαφέρει;”, σκεφτόταν, κοιτάζοντας το μπλε πουκάμισο που είχε πετάξει πάνω στην καρέκλα. Φοβόταν μήπως δεν ανταποκρινόταν στις προσδοκίες της Λιάνας.
Από την άλλη, και η Λιάνα προσπαθούσε να διαλέξει τον κατάλληλο συνδυασμό ρούχων, κρύβοντας τις ανασφάλειές της πίσω από ένα τεχνητό χαμόγελο. Θυμόταν την τελευταία φορά που είχε νιώσει έτσι άβολα, κατά την διάρκεια μιας σημαντικής παρουσίασης στην δουλειά της. Τώρα ένιωθε την ίδια αμηχανία να την κυριεύει.
Γνωρίστηκαν διαδικτυακά και αποφάσισαν να συναντηθούν από κοντά για πρώτη φορά…
Μπαίνοντας στο καφέ, ο Στράτος ένιωσε τον ζεστό φωτισμό και την ελαφριά τζαζ μουσική να απαλύνουν την αμηχανία του, έστω και λίγο. Αναπαυτικοί καναπέδες, βελούδινα υφάσματα, ξύλινα τραπέζια με αχνιστούς καφέδες, όλα έμοιαζαν σχεδιασμένα για χαλάρωση. Εκείνος, όμως, δεν μπορούσε να ηρεμήσει πραγματικά.
Εντόπισε την Λιάνα σε μια γωνιά. Το φως από την λάμπα πάνω στο τραπέζι φώτιζε απαλά το πρόσωπό της.
Στην αρχή, η κουβέντα τους ήταν τυπική, σχεδόν αναγνωριστική. Όσο περνούσε η ώρα όμως, αντί να γίνεται πιο άνετη, οι σιωπές άρχισαν να μεγαλώνουν. Κάθε λέξη άφηνε πίσω της ένα κενό που γέμιζε με αμηχανία.
Ο Στράτος ένιωθε το άγχος να τον πνίγει. “Μήπως υπερβάλλω;! Μήπως θα έπρεπε απλώς να είμαι ο εαυτός μου;!” αναρωτιόταν. Αλλά ποιος ήταν αυτός ο “εαυτός”;! Το μυαλό του τον βασάνιζε.
Η Λιάνα τον παρατηρούσε με την σειρά της. “Δείχνει καλός, αλλά μοιάζει λίγο σφιγμένος”, μονολογούσε.
Ένα μικρό μυρμήγκι που περιπλανιόταν στο τραπέζι διέκοψε την αμηχανία.
Ο Στράτος, ενθουσιασμένος, άρχισε να μιλάει για τα μυρμήγκια. Ήταν το θέμα της διδακτορικής του διατριβής και γνώριζε πολλά. Η Λιάνα προσπάθησε να δείξει ενδιαφέρον, αλλά οι γκριμάτσες της πρόδωσαν την αηδία της. Όταν του είπε ότι φοβάται τα έντομα, εκείνος σταμάτησε αμέσως, προσπαθώντας να κρύψει την αμηχανία του με ένα χαμόγελο.
Η Λιάνα, βλέποντας την πορεία της συζήτησης, σκέφτηκε ότι ίσως μιλούσε υπερβολικά για την δουλειά του. Προσπάθησε να τον οδηγήσει σε πιο προσωπικά θέματα, “τι σε παθιάζει πέρα από την δουλειά; Τι σε κάνει να νιώθεις ζωντανός;”, τον ρώτησε.
Ο Στράτος δίστασε για μια στιγμή. “Μου αρέσει να διαβάζω φιλοσοφία”, απάντησε τελικά. Και ένιωσε την ανάγκη να απολογηθεί, “ξέρω, μπορεί να μην είναι το πιο συναρπαστικό χόμπι…, αλλά μ’ αρέσει να σκέφτομαι βαθιά πράγματα, να καταλαβαίνω τον κόσμο γύρω μου”.
Η Λιάνα χαμογέλασε αμήχανα. Μέσα της αναρωτήθηκε, “φιλοσοφία;! Εγώ είμαι πιο πρακτική… Μήπως δεν ταιριάζουμε τόσο;!”.
Η σκέψη αυτή γέννησε την πρώτη αμφιβολία. Ο Στράτος, παρατηρώντας την αλλαγή στο βλέμμα της, αναρωτήθηκε αν οι σιωπές της έκρυβαν αδιαφορία.
Η κουβέντα τους συνέχισε να κυλάει αργά. Οι σιωπές γίνονταν όλο και πιο μακριές. Σε μια προσπάθεια να “σώσει” την παρτίδα ο Στράτος αποφάσισε να μιλήσει για κάτι πιο προσωπικό.
“Ξέρεις, μόλις μετακόμισα σε καινούργια γειτονιά”, της είπε.
“Μετακόμισες; Αυτό είναι μεγάλη αλλαγή. Εγώ πάντα μένω στο ίδιο μέρος”, απάντησε η Λιάνα. “Δυσκολεύομαι να αφήνω πράγματα πίσω”.
Η φράση της άγγιξε ένα βαθύτερο κομμάτι του Στράτου, και πριν το καταλάβει, η συζήτηση πήρε άλλη τροπή. Η Λιάνα συνέχισε, “φοβάμαι τις μεγάλες αλλαγές…”.
Έπειτα από μια ακόμη μακρόσυρτη σιωπή, η Λιάνα τόλμησε μια ερώτηση πιο ουσιαστική, “υπάρχει κάτι στην ζωή σου που σε άλλαξε εντελώς; Κάτι που σε έκανε να δεις τα πράγματα διαφορετικά;”.
Ο Στράτος αιφνιδιάστηκε. Κοίταξε την Λιάνα, και για πρώτη φορά την έβλεπε χωρίς το πέπλο της αμηχανίας. Κάτι στον τόνο της φωνής της τον καλούσε να είναι ειλικρινής.
“Ναι… ήταν ένας φίλος”, απάντησε θλιμμένα. “Έφυγε ξαφνικά… Μετά από αυτό τίποτα δεν ήταν το ίδιο. Άλλαξα. Δεν το κουβεντιάζω συνήθως, αλλά από το γεγονός εκείνο συνειδητοποίησα πόσο εύθραυστη είναι η ζωή”. Την κοίταξε στα μάτια, ελπίζοντας για κατανόηση. “Εσύ; Έχεις περάσει κάτι παρόμοιο;”.
Η ατμόσφαιρα βάρυνε. Η Λιάνα ένιωσε ότι μπορούσε να ανοιχτεί κι εκείνη.
“Ξέρεις… έχασα τον αδερφό μου”, είπε και συνέχισε χαμηλόφωνα, “ήταν το πιο δύσκολο πράγμα που έζησα, από τότε άλλαξαν τα πάντα στην ζωή μου”.
Έσκυψε μπροστά, αφήνοντας το βλέμμα της να συναντήσει το δικό του. Η σιωπή τους πλέον δεν ήταν αμήχανη, αλλά γεμάτη κατανόηση.
Ο Στράτος της είπε ήσυχα,
“λυπάμαι που το ακούω…, δεν το ήξερα”.
“Ούτε εγώ περίμενα να το πω”, απάντησε η Λιάνα. “Αλλά… ίσως αυτή η κουβέντα το έκανε πιο εύκολο”.
Κάτι είχε αλλάξει. Η αρχική αμηχανία είχε εξαφανιστεί. Είχαν αφήσει τις προσδοκίες πίσω τους και ήταν πλέον ο εαυτός τους.
Οι φωνές τους είχαν γίνει πιο ήσυχες και οι λέξεις τους πιο φυσικές. Η σύνδεση που ένιωθαν τώρα ήταν αληθινή, σχεδόν μαγική.
“Μάλλον το να μιλήσουμε ανοιχτά ήταν αυτό που χρειαζόμασταν”, είπε ο Στράτος.
“Έτσι νομίζω και εγώ. Ίσως φοβηθήκαμε να δείξουμε ποιοι είμαστε πραγματικά”, απάντησε η Λιάνα, χαμογελώντας.
Το καφέ είχε αρχίσει να αδειάζει, αλλά εκείνοι ένιωθαν ότι κάτι σπουδαίο είχε συμβεί. Οι φόβοι και οι ανασφάλειες του πρώτου ραντεβού είχαν υποχωρήσει, αφήνοντας χώρο για κάτι αληθινό. Είχαν καταφέρει να δουν ο ένας τον άλλον πέρα από τις προσδοκίες που αρχικά είχαν βάλει μπροστά τους.
“Ίσως τελικά όλο αυτό να μην ήταν τόσο… τρομακτικό”, είπε η Λιάνα, ρίχνοντας μια ματιά γύρω της, σαν να ξανάβρισκε την επαφή με την πραγματικότητα.
“Συμφωνώ”, απάντησε ο Στράτος, “νομίζω πως ήμασταν και οι δύο πολύ αυστηροί με τον εαυτό μας”.
Η Λιάνα γέλασε ελαφρά, “όντως… “, είπε, “σκέφτεσαι συνεχώς τι πρέπει να πεις, τι να φορέσεις, πώς να φανείς, αλλά στο τέλος, αυτό που έχει σημασία είναι να είσαι αληθινός, και νομίζω ότι το καταφέραμε, έστω και στο τέλος”.
Ο Στράτος την κοίταξε και για πρώτη φορά ένιωσε να χαλαρώνει εντελώς. “Ναι, μάλλον αυτό χρειαζόμασταν”, είπε, με ένα γνήσιο χαμόγελο να ζωγραφίζεται στα χείλη του.
Ο χρόνος είχε περάσει χωρίς να το καταλάβουν, και η βραδιά έμοιαζε να πλησιάζει στο τέλος της, αλλά με έναν τρόπο που άφηνε ανοιχτή την πόρτα για την συνέχεια.
“Πρέπει να φύγουμε! Το καφέ κλείνει σιγά – σιγά”, είπε η Λιάνα, κοιτάζοντας τους ελάχιστους πελάτες που είχαν απομείνει.
“Ναι… αλλά δεν χρειάζεται να τελειώσει εδώ”, απάντησε ο Στράτος, “θα ήθελα να σε ξαναδώ, αυτή την φορά χωρίς τις… προσδοκίες που μας ταλαιπώρησαν απόψε”.
Η Λιάνα τον κοίταξε στα μάτια, με μια ελαφριά λάμψη να διακρίνεται στο βλέμμα της. “Κι εγώ θα το ήθελα. Ίσως αυτή την φορά, να αφήσουμε απλώς τα πράγματα να κυλήσουν”, του αποκρίθηκε.
Σηκώθηκαν και κατευθύνθηκαν προς την έξοδο, μιλώντας πλέον με άνεση και ειλικρίνεια, χωρίς τον φόβο του τι θα πει ο ένας ή ο άλλος.
Καθώς έβγαιναν έξω στον δροσερό αέρα της νύχτας, ο Στράτος γύρισε προς το μέρος της και της χαμογέλασε ζεστά. “Μπορώ να σε συνοδεύσω μέχρι το σπίτι σου;”, της πρότεινε.
Η Λιάνα έγνεψε καταφατικά. “Ναι, θα το ήθελα”, είπε.
Τώρα ήξεραν και οι δυο τους, ότι αυτή η βραδιά, αν και ξεκίνησε με αμφιβολίες και αμηχανία, είχε εξελιχθεί σε κάτι πολύ πιο ουσιαστικό.
Καθώς περπατούσαν πλάι πλάι, χωρίς βιασύνη και χωρίς πίεση, η αίσθηση της άνεσης και της ειλικρίνειας τους έκανε να νιώθουν πιο κοντά. Δεν υπήρχε πλέον ανάγκη για προσποιήσεις. Αυτό που είχε σημασία τώρα ήταν η αλήθεια του ποιοι είναι. Οι εσφαλμένες εντυπώσεις, που τόσο τους είχαν βασανίσει στην αρχή της βραδιάς είχαν εξαφανιστεί, αφήνοντας πίσω τους μια γλυκιά προσμονή για ένα υπέροχο μέλλον, πέρα από τις προσδοκίες…
Νίκος Καρβουνάς
Πνευμονολόγος