“Μπασάκια, το χρυσάφι των φτωχών”
Έχω μια συνήθεια, μικρή αλλά βαθιά, που κουβαλάω από τα παιδικά μου χρόνια. Κάθε φορά που τελειώνω μια συγκομιδή, αφήνω πάντα κάτι πίσω, αμάζευτο. Σαν φόρο τιμής στην γη, στους ανθρώπους, σαν μια μυστική συμφωνία με τον κόσμο. Κάποιες φορές, τα φρούτα μένουν εκεί και παραωριμάζουν μοναχά τους, αφού δεν υπάρχουν περαστικοί να τα πάρουν. Αλλά η συνήθεια είναι συνήθεια, την οποία απέκτησα από τον πατέρα μου.
Τον θυμάμαι, σε καιρούς όπου μετρούσαμε ακόμη και το ψίχουλο, να τηρεί αυτόν τον παράξενο κανόνα. Ήταν σαν να άφηνε χώρο για το άγνωστο, για εκείνους που είχαν ανάγκη… Ή ίσως για κάτι που δεν μπορούσα να κατανοήσω.
Στα χρόνια εκείνα, μετά το θέρισμα, ο κάμπος γέμιζε παιδικές φωνές. Ξυπόλυτα πιτσιρίκια έτρεχαν στις άκρες των χωραφιών, μαζεύοντας τα στάχυα που ξέφευγαν από το δρεπάνι. Αργότερα αναζητούσαν κοζάδες, τα καρύδια του βαμβακιού, που όταν ήταν μισοανοιγμένα τα εγκατέλειπαν οι αγρότες. Αυτά τα μικρά απομεινάρια τα λέγαμε “μπασάκια”. Μια λέξη που για μας σήμαινε κάτι φτωχικό και παρατημένο, αλλά για εκείνα τα παιδιά ήταν θησαυρός.
Το κυνήγι τους είχε την δική του μαγεία, κάτι σαν ιερή χαρά. Έσκυβαν, έψαχναν, έβρισκαν! Και όταν ξετρύπωναν τα στάχυα ή τους κοζάδες ένιωθαν μεγάλη ικανοποίηση, γιατί συμβάλλανε στις ανάγκες του σπιτιού. Αυτά τα μικρά λάφυρα, μαζεμένα με κόπο και υπομονή, μπορούσαν να γίνουν τετράδια για το σχολείο, βιβλία, ή λίγα βασικά αγαθά από το μπακάλικο. Η πραγματική τους αξία όμως ήταν αλλού, ήταν η περηφάνια της ανακάλυψης, το αίσθημα πως δάμασαν για λίγο την φτώχεια.
Θυμάμαι ακόμα πώς έλαμπαν τα μάτια τους όταν έβρισκαν ένα καλά κρυμμένο δεμάτι στάχυα. Η καρδιά τους φούσκωνε, και το γέλιο τους αντηχούσε σαν τραγούδι. Το βράδυ, μαζευόντουσαν παρέες παρέες και μετρούσαν τα μπασάκια τους. Ποιος είχε βρει τα περισσότερα, κι οι φωνές τους γέμιζαν τον αέρα με ζωή.
Κάποιες φορές έτρεχα κι εγώ μαζί τους. Ήταν όμως στιγμές που έβλεπα ότι εγώ δεν είχα την δική τους ανάγκη. Έτσι, ό,τι έβρισκα τους το χάριζα.
Οι αγρότες μας έβλεπαν. Ήξεραν πως θα περνούσαμε πίσω τους, θα μαζεύαμε ό,τι εκείνοι άφησαν. Και έμεναν σιωπηλοί. Ίσως λίγο χαμογελαστοί. Ήταν η δική τους σιωπηρή γενναιοδωρία, ένας άτυπος δεσμός αλληλεγγύης μέσα στις κακουχίες.
Σήμερα, όλα έχουν γίνει πιο τέλεια. Οι μηχανές μαζεύουν τα πάντα, δεν αφήνουν τίποτα πίσω τους. Όμως ο κόσμος είναι και πιο κενός. Τα μπασάκια, αυτά τα μικρά χρυσάφια των φτωχών, έχουν χαθεί. Μαζί τους χάθηκε και η αίσθηση της συλλογικής χαράς, και της απλότητας.
Εκείνα τα χρόνια της φτώχειας μας έμαθαν κάτι πολύτιμο, να κοπιάζουμε, να εκτιμάμε, να μοιραζόμαστε! Μάθαμε πως το αληθινό χρυσάφι δεν βρίσκεται στα νομίσματα, αλλά στις στιγμές. Βρίσκεται στα μπασάκια, στα γέλια των παιδιών, και στην καρδιά των ανθρώπων που, χωρίς να λένε πολλά, ήξεραν να δίνουν.
Ίσως σήμερα, στον κόσμο των μηχανών και της αφθονίας, μπορούμε να βρούμε τον τρόπο να επιστρέψουμε σε εκείνες τις μικρές στιγμές που μας έκαναν πλούσιους. Όχι βέβαια με στάχυα ή κοζάδες, αλλά με πράξεις και προσφορές που να γεμίζουν την ζωή με νόημα.
Νίκος Καρβουνάς
Πνευμονολόγος