Eβδομαδιαία Πολιτική – Οικονομική – Ναυτιλιακή – Φιλολογική εφημερίδα στην υπηρεσία των Δήμων του Πειραιά και των νησιών

ΑΠΟΨΕΙΣ

Όταν ο στρατιωτικός ειναι λογοτέχνης

Κάποια στιγμή, στις αρχές του 1989, η εξαίρετη συνάδελφος Ελένη Γαλάνη, που είχε την επιμέλεια της  σελίδας του πολιτισμού  στην “Καθημερινή”, μου έδωσε ένα βιβλίο του Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου.

Μπορώ να πω ότι με τράβηξε σαν μαγνήτης. Εξαιρετική γραφή, άριστος χειρισμός της γλώσσας, ένας συγγραφέας, που υπηρετούσε το είδος το οποίο προτιμώ. Το διήγημα!

Είχα, αργότερα, όταν με βοήθησε σε ένα προσωπικό θέμα, να τον γνωρίσω και -χάρη στην Ελένη- να μιλήσω μαζί του πολλές φορές. Ήταν ο άνθρωπος που άλλαξε εντελώς την άποψή μου για τους στρατιωτικούς. Διότι ήταν στρατιωτικός ιατρός!

“Δεν το φανταζόμουν ότι ένας στρατιωτικός θα ήταν και λογοτέχνης” του είπα, μάλλον αφελώς. Αφού μου απαρίθμησε μερικούς στρατιωτικούς που έγραφαν εξαιρετικά, μιλήσαμε πολύ για “την γλώσσα των εφημερίδων”. Πίστευε ότι οι εφημερίδες διαμόρφωναν -τότε- την γλώσσα. Λυπάμαι που δεν φρόντισα να μιλήσω περισσότερες φορές μαζί του πριν φύγει για πάντα, στις 29 Νοεμβρίου, στα 94 χρόνια του. Θα ήθελα να μιλούσα πάλι μαζί του για την γλώσσα.

Ο Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, γεννήθηκε στον Πύργο Ηλείας, όπου πέρασε και τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια. Μετά τον θάνατο του δικηγόρου πατέρα του το 1943, η οικογένειά του πέρασε δύσκολες ημέρες. Το έργο του κατατάσσεται στην μεταπολεμική ελληνική λογοτεχνία, διακρίνεται από λιτότητα του λόγου, λεπτή ειρωνεία και τρυφερή νοσταλγία για τα δύσκολα χρόνια της νεότητας. Η αναγνώριση ήρθε το 1995 με το βραβείο διηγήματος του περιοδικού” Διαβάζω”. Αρθρογραφούσε περιστασιακά στην εφημερίδα “Ελευθεροτυπία”.

Κι ένα διήγημά του.

“Η μάνα μου σήκωσε τα άδεια πιάτα από το τραπέζι.

– Σου άρεσε το φαγητό; με ρώτησε.

– Παίρνεις πάντα το ωραιότερο μέρος, της είπα.

– Τηλεφωνώ στον Κώστα, απέναντι, κι όταν έχει κατσικάκι μου στέλνει το λαιμό και τη σπάλα.

Την ώρα που την αποχαιρετούσα στην εξώπορτα, έβαλε το χέρι στην τσέπη της ρόμπας της – ακριβώς όπως παληά, όταν εξοικονομούσε λίγα χρήματα και μας έδινε για χαρτζιλίκι.

– Παρ’ τα αυτά, μου λέει με χαμηλωμένο κεφάλι, εσύ χρησιμοποιείς λεωφορεία.

Ήταν τρία εισιτήρια των αστικών συγκοινωνιών. Κατάλαβα τη σημασία της προσφοράς: η μάνα μου μου δήλωνε πως δεν μπορούσε, πλέον, να ανέβει σε λεωφορείο.

Πράγματι, την ίδια εκείνη άνοιξη αρρώστησε και, ξαφνικά, πέθανε τα ξημερώματα.

– Εγώ φεύγω, μου είχε πει την παραμονή το βράδυ στο νοσοκομείο.

Κατεβήκαμε όλοι στον Πύργο, όπου και ο οικογενειακός μας τάφος. Προηγείτο το φέρετρο, και ακολουθούσαμε εμείς.

Μέχρις ότου έρθει η ώρα της κηδείας, άρχισα να τριγυρνώ στα πέριξ του νεκροταφείου. Στις άκρες των ελαιώνων, δίπλα από τη σιδηροδρομική γραμμή, έβλεπα με έκπληξη κόκκινες ανεμώνες, που δεν θυμόμουν να υπήρχαν, όταν παιδιά ζούσαμε στο κοντινό χτήμα.

Έφθασα και σε αυτό. Δεν είχε απομείνει, φυσικά, τίποτα. Το πουλήσαμε στην Κατοχή και τώρα είχε καταντήσει ένας γύφτικος οικισμός, εντός σχεδίου πια. Μια μπουλντόζα άνοιγε έναν ακόμη δρόμο.

Προχώρησα προς το μέρος όπου βρισκόταν το πατρικό μου. Ήταν μεσημεράκι, και επικρατούσε μια περίεργη ερημιά, ίσως γιατί όλοι κοιμόντουσαν, ή απουσίαζαν. Βρήκα το παληό μου σπίτι αγνώριστο, με προσθήκες από τσιμεντόλιθους και αλουμινένιες πόρτες. Από τα δέντρα και τον κήπο δεν είχε μείνει ούτε δείγμα.

Ξαφνικά είδα τη μανταρινιά! Μέσα σε όλον αυτό το χαλασμό, είχε καταφέρει να επιβιώσει. Γέρικη, σχεδόν αιωνόβια, με καταφαγωμένον τον κορμό και τα κλαδιά της χωρίς φύλλα, διατηρούσε ακόμη αρκετούς καρπούς, κάτι πολύ μικρά μανταρίνια, ίδια με εκείνα που έκανε και τότε, όταν σκαρφάλωνα επάνω της την άνοιξη κι έκοβα τα φρούτα της.

Τα καλοκαίρια με τις ζέστες υπέφερε πολύ. Αγωνιζόμουν να την διατηρήσω στη ζωή: δεν είχαμε αρκετό νερό, αλλά όταν μπορούσα της κουβαλούσα έναν δύο τενεκέδες να ξεδιψάσει.

Πλησίασα με συγκίνηση, ένιωθα σχεδόν τύψεις για τα χρόνια της δίψας της. Πώς επέζησε, έτσι εγκαταλελειμμένη, τόσα καλοκαίρια; Είχα να την δω μισόν αιώνα ακριβώς και ουδέποτε την είχα θυμηθεί.

Έφαγα δυο τρία μανταρίνια, έβαλα μερικά στη τσέπη μου, την χάιδεψα και έφυγα. Έσπευσα στο νεκροταφείο, όπου ήδη χτυπούσε πένθιμα η καμπάνα.

Κατά τη διάρκεια της ακολουθίας, παρατηρώντας το πρόσωπο της μητέρας μου, σκεφτόμουν όλα εκείνα τα παρελθόντα. Αφαιρέθηκα, κι ήταν η γυναίκα μου που με προέτρεψε:

– Πήγαινε να φιλήσεις πρώτος τη μητέρα σου.

Πλησίασα. Της άφησα το ματσάκι με τις κόκκινες ανεμώνες, της γλίστρησα στα χέρια τα τρία εισιτήρια του λεωφορείου και, χαϊδεύοντάς της το κρύο μάγουλο, της ψιθύρισα στο αυτί:

– Μάνα, η μανταρινιά μας ζει!”

Δημήτρης Καπράνος

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *