“Τότε που ψέλναμε με την καρδιά”
(Μεγάλη Παρασκευή στο Αρσένι)
Ένα βίωμα που δεν ξεχνιέται. Όταν η ψαλμωδία δεν ήταν επίδειξη, αλλά συμμετοχή. Όταν τα παιδιά έμπαιναν δειλά, και οι μεγάλοι καθοδηγούσαν με το βλέμμα. Όταν το “Ω γλυκύ μου έαρ” έβγαινε από στόματα αθώα, αδέξια, αλλά γεμάτα πίστη. Γιατί κάποτε, δεν ψέλναμε για να μας ακούσουν. Ψέλναμε γιατί το νιώθαμε…
Μεγάλη Παρασκευή. Η μέρα που όλοι μιλούσαν χαμηλόφωνα. Το χωριό μύριζε λουλούδια και βρεγμένο χώμα από την μεσημεριανή βροχή.
Ήταν και εκείνο το “κάτι”, που δεν περιγράφεται, μόνο το αισθάνεσαι. Μαζευόμασταν στην αυλή του Σχολείου για να πάμε όλοι μαζί στην Εκκλησία. Μια πομπή από μαθητές. Όχι με στολές και λάβαρα, αλλά με βλέμματα λίγο πιο σοβαρά από τις άλλες μέρες.
Τα κορίτσια κρατούσαν από κοινού το βιβλιαράκι με τα εγκώμια και ψιθύριζαν συγχρονισμένα, σαν να τα ήξεραν από γεννησιμιού τους. Τα αγόρια…, άλλα μουρμούριζαν, και άλλα κοιτούσαν από δω κι από κει.
Η Εκκλησία σκοτεινή, φορτωμένη μυστήριο. Ο Επιτάφιος στολισμένος από τα χέρια των κοριτσιών, με έντονο το άρωμα από τα γαρύφαλλα. Εκεί, δεξιά, πάντα στην θέση του, ο παλιός ο ψάλτης. Ο ίδιος κάθε χρόνο. Σαν κολώνα του ναού. Με τις σελίδες των βιβλίων του να έχουν πάρει το σχήμα του χεριού του, και την φωνή του να έχει περάσει πια στην μνήμη μας σαν φόντο. Δεν την ακούγαμε, την περιμέναμε…
Εκείνη την χρονιά είχε έρθει και ο Αντώνης. Ζούσε στην πόλη, αλλά τέτοιες ημέρες έδινε το παρόν του στο αναλόγιο. Ήξερε καλή Βυζαντινή μουσική, και κάθε φορά εντυπωσιαζόμουν από την πίστη του όταν έψελνε. Έβλεπες πως η μουσική για κείνον δεν ήταν απλώς ήχοι, ήταν τρόπος ζωής.
Έτσι είχα θαυμάσει μια άλλη φορά και τον Γιώργο, έναν άλλον νεαρό, που είχε πει το “Εξομολογείσθε τω Κυρίω…”. Τι ουράνια μελωδία…
Ο Αντώνης ξεκίνησε πρώτος. “Η ζωή εν τάφω κατετέθης, Χριστέ…”. Δεν έκανε επίδειξη. Έδειχνε σεβασμό. Όλοι κρεμόντουσαν από την φωνή του. Δεν ήταν η τεχνική του. Ήταν η πίστη. Η αλήθεια, ότι αυτός που ψέλνει, πρώτα το νιώθει. Κι έπειτα το δίνει…
Μετά τον Αντώνη, δειλά δειλά, μπήκαν και οι δικές μας οι φωνές. Στην αρχή διστακτικές, έμοιαζαν να ψάχνουν το θάρρος τους. Αλλού καθαρές, αλλού ψιθυριστές, και αλλού να χάνονται στο μουρμουρητό.
Κάποια παιδιά είχαν προλάβει να πάρουν θέση κοντά στο αναλόγιο. Άλλα μοιράζονταν το βιβλιαράκι, σκουντώντας ο ένας τον άλλον για να βλέπουν. Υπήρχαν και εκείνα που σιωπούσαν, εκστασιασμένα από την ατμόσφαιρα. Δεν ήξεραν όλα τα λόγια, μα κατά βάθος γνώριζαν το νόημα. Δεν χρειάζονταν εξηγήσεις. Το έβλεπαν στα μάτια των μεγάλων, το άκουγαν στον τρόπο που έμπαινε ο ψαλμός στην ψυχή τους.
Όμως, όσο προχωρούσαν οι στίχοι, το “Ω γλυκύ μου έαρ…” άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά. Κάθε λέξη γινόταν ζωντανή, απόλυτα συνυφασμένη με το σκοτάδι της Εκκλησίας και την επιβλητικότητα της στιγμής. Δεν ήταν πια απλώς λέξεις. Ήταν οι δικές μας καρδιές που μιλούσαν μαζί, μια συμφωνία που έδενε τις φωνές μας με την πίστη μας.
Η ψαλμωδία είχε γίνει κάτι βαθύτερο, κάτι που άγγιζε και το τελευταίο κύτταρο του είναι μας. Ήταν η στιγμή που η ηλικία δεν είχε σημασία. Ήταν η στιγμή που οι μεγάλοι έδιναν την σκυτάλη στους νεότερους.
Και για λίγα λεπτά, δεν υπήρχαν ηλικίες. Η μουσική είχε ενώσει τους νέους και τους παλιούς, τους δυνατούς και τους αδύνατους. Ήμασταν όλοι εκεί, μία φωνή, μία πίστη, μία ψυχή. Και δεν είχε σημασία, ποιος ήταν ο παλιός και ποιος ο καινούριος. Όλοι ψέλναμε από την καρδιά μας.
Ο παλιός ο ψάλτης κοίταζε πάνω από τα χοντρά γυαλιά του, κάνοντας μόνο νεύματα. Αυτό αρκούσε. Η φωνή του βέβαια, χρόνο με τον χρόνο χαμήλωνε, μα δεν έσβηνε. Όπως δεν σβήνουν οι ψαλμοί που μπήκαν μέσα μας τότε. Και μένουν ακόμη.
Έτσι ψέλναμε την Μεγάλη Παρασκευή! Όχι για να μας ακούσουν. Αλλά επειδή το νιώθαμε. Και, ίσως, η ψαλμωδία εκείνη να ζει ακόμα μέσα μας. Να μη σβήνει.
Να συνεχίζει να αγγίζει τις καρδιές μας, κάθε Μεγάλη Παρασκευή.
Νίκος Καρβουνάς
Πνευμονολόγος