Η ομιλία του Στρατηγού και Επίτιμου Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού Χαράλαμπου Λαλούση, στην παρουσίαση του βιβλίου του Δημήτρη Τζιβελέκη “Ανάσα Ηρώων “.
2
Αποτελεί για εμένα ιδιαίτερη τιμή και χαρά
η δυνατότητα που μου δίνεται να
συμμετάσχω στη σημερινή παρουσίαση του
βιβλίου «Ανάσα Ηρώων» και ευχαριστώ πολύ
τον συγγραφέα κ. Δημήτριο Τζιβελέκη για την
τιμητική πρόσκληση.
Πιστεύω ότι η παρουσίαση ενός βιβλίου
δεν είναι απλώς μια εκδήλωση∙ είναι μια
γιορτή που συμμετέχουμε όλοι εμείς που
είμαστε εδώ και τιμούμε τον συγγραφέα, για
όλα όσα αφηγείται ή υπαινίσσεται το έργο του.
Σχολιάζοντας ένα βιβλίο, κατά μια έννοια
προσεγγίζουμε την προσωπικότητα, την
ψυχοσύνθεση και τον τρόπο σκέψης του
συγγραφέα, διότι αυτά που γράφει είναι ο
καθρέπτης του.
Υπάρχουν στιγμές στην πορεία ενός λαού
που δεν αποτυπώνονται απλώς σε σελίδες
ιστορικών βιβλίων. Δεν εξαντλούνται σε
ημερομηνίες ή σε νούμερα απωλειών και
νικών. Είναι εκείνες οι στιγμές που ο χρόνος
σταματά και η ανθρώπινη συνείδηση
δοκιμάζεται στον πυρήνα της.
3
Στιγμές που δεν επιζητούν χειροκρότημα,
αλλά σιωπή. Όχι τη σιωπή της λήθης, μα τη
σιωπή του σεβασμού. Εκεί κατοικούν οι
πράξεις που έγιναν από καθήκον, από ψυχή,
και όχι από επιθυμία για δόξα.
Το βιβλίο «Ανάσα Ηρώων» γράφτηκε από
τον κ. Δημήτριο Τζιβελέκη, για να αφηγηθεί
τέτοιες ιστορίες. Ιστορίες ανθρώπων που
μέσα στον ανελέητο θόρυβο του πολέμου
επέλεξαν να ακούσουν τη φωνή της
ανθρωπιάς. Ανθρώπων που δεν
κατασκευάστηκαν για να γίνουν ήρωες, αλλά
έγιναν γιατί στάθηκαν ακίνητοι όταν όλα
έτρεμαν, γενναίοι όταν όλα έσβηναν,
σιωπηλοί όταν όλοι φώναζαν.
Το βιβλίο «Ανάσα Ηρώων» είναι μια
συλλογή διηγημάτων, που κινείται ανάμεσα
στην ιστορική μνήμη και τη λογοτεχνική
αφήγηση και αναδεικνύει την ανθρώπινη
πλευρά του πολέμου. Είναι ένας φόρος τιμής
σε ανθρώπους που έζησαν μέσα σε μια από
τις πιο σκληρές περιόδους της ελληνικής
ιστορίας: τη δεκαετία του 1940, τον
ελληνοϊταλικό πόλεμο, την κατοχή, την
αντίσταση. Η προσέγγιση του δημιουργού
4
είναι συγκινητική, ανθρώπινη και βαθιά
στοχαστική.
Ο συγγραφέας γράφει με απλή γλώσσα
και ευαισθησία, αλλά και με σεβασμό στα
πρόσωπα και τα γεγονότα, θέλοντας να
αναδείξει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια στο
χάος του πολέμου, τη σιωπή ως μαρτυρία,
αλλά και την ανάγκη να θυμόμαστε, να
δίνουμε χώρο στις μικρές φωνές του
παρελθόντος.
Ο κ. Τζιβελέκης δεν στοχεύει στην
ιστορική ακρίβεια, αλλά στην ψυχική αλήθεια.
Μέσα από πραγματικά πρόσωπα,
τεκμηριωμένα γεγονότα αλλά και στοιχεία
φαντασίας, επιδιώκει να δώσει φωνή σε
όσους δεν πρόλαβαν να μιλήσουν και να
αναδείξει το «άλλο πρόσωπο» της ιστορίας:
τις σιωπές, τους φόβους, τις μικρές ηρωικές
πράξεις.
Ένα από τα ιστορικά πρόσωπα που
ζωντανεύουν στο βιβλίο, ο Μαρίνος
Μητραλέξης, στον ουρανό του 1940, δεν
κατέρριψε μόνο ένα εχθρικό βομβαρδιστικό.
Κατέρριψε το στερεότυπο του ψυχρού
5
στρατιωτικού. Έδειξε ότι η αποφασιστικότητα
μπορεί να γεννηθεί από εσωτερική γαλήνη και
όχι από οργή. Ότι το θάρρος δεν είναι φωνή·
είναι πράξη και όπως έγραφε στο ημερολόγιό
του «το σημαντικό ίσως δεν είναι να νικάς.
Ίσως είναι να μη χάνεις την ψυχή σου. Ούτε
στον πόλεμο, ούτε στη δόξα».
Ο εμβολισμός του ιταλικού αεροσκάφους,
πράξη έσχατης επιλογής, ήταν περισσότερο
σύμβολο μιας ψυχικής ελευθερίας παρά
στρατιωτικής επιτυχίας. Και ύστερα,
προσφέροντας νερό σε όσους λίγο νωρίτερα
πολεμούσε, υπενθύμισε ότι ο πραγματικός
νικητής είναι εκείνος που διασώζει το
ανθρώπινο μέτρο. Και όπως του είπε η
μητέρα του, «είμαι περήφανη όχι γιατί είσαι
ήρωας, αλλά γιατί είσαι άνθρωπος».
Στο Ύψωμα 731, μέσα στον πιο ανελέητο
καταιγισμό φωτιάς, οι στρατιώτες κράτησαν
το ύψωμα. Υπερασπίστηκαν την αξιοπρέπεια
της ύπαρξης, την πίστη σε κάτι μεγαλύτερο
από τον εαυτό τους. Η ηρωική τους αντοχή
δεν ήταν άρνηση του φόβου· ήταν
αναγνώριση της σημασίας του να μη λυγίσεις,
ακόμη κι όταν δεν είσαι σίγουρος γιατί
6
πολεμάς. Ο πόλεμος εκεί δεν ήταν πια
στρατηγική. Ήταν καθαρή, ωμή αντίσταση –
όχι τόσο στον εχθρό όσο στην απανθρωπιά
που απειλούσε να καταπιεί και τους δύο.
Ο Ιταλός υπολοχαγός Μορετίνι, έγραφε
στο μικρό του σημειωματάριο, με μελάνι που
πάγωνε στο χαρτί: «Οι Έλληνες δεν πέφτουν.
Δεν ξέρω τι τους κρατά. Ίσως το πείσμα, ίσως
κάτι άλλο. Ίσως γιατί, πίσω απ’ αυτούς, δεν
υπάρχει τίποτα άλλο πέρα από το σπίτι τους,
το χωριό τους, η μάνα τους. Και ίσως να
έχουν δίκιο. Ίσως γι’ αυτό να μας νικούν, και
να πεθαίνουν, χωρίς να ηττώνται». Ιδιαίτερη
αξία έχουν τα ημερολόγια των μαχητών και
από τις δυο πλευρές, τα οποία καταγράφουν
με ένα μοναδικό και βιωματικό τρόπο την
τραγωδία του πολέμου.
Στο πυροβολείο των Άνω Ποροΐων, ο
Δημήτρης Ίτσιος και οι λιγοστοί άνδρες του
δεν κράτησαν απλώς μια αμυντική θέση.
Έγραψαν μια από τις πιο σιωπηρές σελίδες
ηρωισμού. Δεν φώναξαν, δεν πανηγύρισαν,
δεν παραδόθηκαν στο μεγαλείο. Παρέμειναν
στη θέση τους μέχρι τέλους, με πλήρη
συνείδηση ότι δεν θα γραφτούν σε κανένα
7
βιβλίο· και παρ’ όλα αυτά, δεν εγκατέλειψαν.
Η πράξη τους είναι υπενθύμιση πως ο
ηρωισμός δεν έχει ανάγκη το φως· αρκεί να
συμβεί.
Σε ένα παλιό, σκισμένο ημερολόγιο,
βρέθηκε η εξής φράση, γραμμένη από τον
Γερμανό διοικητή: «Μπροστά στον θάνατο,
εκείνος στάθηκε ακίνητος. Δεν προσευχήθηκε.
Δεν παρακάλεσε. Μόνο κοίταξε. Σαν να μου
έλεγε: Εσείς ήρθατε. Εγώ απλώς έμεινα».
Ο Δημήτριος Κωστάκης, ένας ξεχωριστός
βετεράνος αξιωματικός του Πυροβολικού,
είχε τεράστια συνδρομή στον Ελληνοϊταλικό
Πόλεμο. Ο «γεροταγματάρχης» του 1940, ο
«γερόλυκος κανονιέρης», όπως τον
αποκαλούσαν, με τις μοναδικές εύστοχες
βολές του, επηρέασε σημαντικά την εξέλιξη
των μαχών.
Η φωνή του, γεμάτη σιγουριά και
υπερηφάνεια, ενέπνεε τους στρατιώτες του
όχι μόνο με τις εντολές του, αλλά και με την
ψυχραιμία του και με το παράδειγμά του,
πολεμώντας τραυματισμένος και χωρίς να
εγκαταλείψει ποτέ τη θέση του. Η ζωή του
8
ήταν ο πόλεμος. Είχε καταφέρει να ξορκίσει
τον φόβο του, γιατί πίστευε ότι μόνο έτσι θα
ήταν έτοιμος να δώσει ό,τι χρειάζεται για τη
νίκη, κρατώντας την ψυχή του καθαρή μέσα
στο θάνατο.
Για τον Κωστάκη, η αληθινή νίκη δεν ήταν
η δόξα, αλλά η προσήλωση στο καθήκον, να
στέκεσαι όρθιος ενώ όλα γύρω σου λυγίζουν.
Η μορφή του, γεμάτη σεμνότητα και δύναμη,
παραμένει ένα εμβληματικό σύμβολο της
ελληνικής αντίστασης.
Συγκλονιστική είναι και η ιστορία του
ελληνικού υποβρυχίου «Παπανικολής» κατά
τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και του
θαλασσόλυκου κυβερνήτη του, Μίλτου
Ιατρίδη, όπου καταφέρνει να εντοπίσει και να
βυθίσει μια σημαντική ιταλική νηοπομπή
κοντά στον Αυλώνα, σώζοντας το υποβρύχιο
παρά τις 85 βόμβες βυθού που εξαπολύουν
οι Ιταλοί.
Ο Ιατρίδης ήταν μια ηγετική, αλλά και
βαθιά ανθρώπινη φυσιογνωμία, που ενέπνεε
πίστη και πειθαρχία στους άντρες του, οι
οποίοι τον σέβονταν, όχι γιατί ήταν
9
αλάνθαστος, μα γιατί έπαιρνε τις αποφάσεις
σαν να κουβαλούσε όλους τους κινδύνους
πάνω του.
Πίστευε ότι δεν πολεμούσαν για να γίνουν
ήρωες, πολεμούσαν για να νικήσουν τον
φόβο και τον τρόμο της θάλασσας και για να
συνεχίσουν οι δικοί τους άνθρωποι να ζουν
ελεύθεροι. Ο Μίλτος Ιατρίδης, ο κυβερνήτης
του Παπανικολής, αντιστάθηκε με σιωπή,
έφυγε με σεμνότητα.
Το διήγημα «Οι μικροί επιζώντες της
μνήμης» διαδραματίζεται σε ένα χωριό της
Φθιώτιδας, κατά τη διάρκεια της γερμανικής
κατοχής το 1943. Πρωταγωνιστές είναι τρία
μικρά αγόρια, ο Νίκος, ο Αλέκος και ο Χάρης,
που παίζουν αμέριμνα, αψηφώντας τον
κίνδυνο που παραμονεύει παντού λόγω του
πολέμου.
Η αθωότητα των παιδιών συγκρούεται με
τη βία της εποχής, όταν ο Νίκος τραυματίζεται
από μια χειροβομβίδα. Μέσα από
συγκλονιστική περιγραφή, αποκαλύπτεται
πως ο πόλεμος διεισδύει στη ζωή των πιο
10
ανυπεράσπιστων πλασμάτων, των ίδιων των
παιδιών.
Δυστυχώς, την περίοδο της κατοχής και
κατά τα χρόνια που ακολούθησαν, μεγάλος
αριθμός παιδιών στην Ελλάδα που έπαιζε
αμέριμνα, έχασε τη ζωή του ή τραυματίσθηκε
από στρατιωτικό υλικό, κατάλοιπο του
πολέμου. Όταν μια παιδική φωνή σωπαίνει,
όταν το χαμόγελο ενός παιδιού χάνεται, ο
κόσμος μας γίνεται φτωχότερος.
Η τραγική ιστορία της μαζικής εκτέλεσης
ως αντίποινα 120 Ελλήνων στο Αγρίνιο, από
τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής, τη Μεγάλη
Παρασκευή του 1944, δυστυχώς πέρασε
στην λήθη και στη μακρόχρονη αποσιώπηση
της τραγωδίας.
Χρόνια αργότερα, μια μαθητική εργασία
του εγγονού ενός εκ των εκτελεσμένων
γίνεται η αφορμή για την ανάδειξη του
γεγονότος και την αποκατάσταση της μνήμης
των θυμάτων. Το κείμενο καταλήγει με ένα
ισχυρό μήνυμα: η μνήμη είναι απαραίτητη για
τη δικαιοσύνη, τη συμφιλίωση και την αλήθεια
11
– χωρίς αυτήν, το παρελθόν κινδυνεύει να
σβήσει και να επαναληφθεί.
Το βιβλίο Ανάσα Ηρώων δεν είναι μια
εγκυκλοπαίδεια μαχών ούτε ένας κατάλογος
ονομάτων. Είναι μια ευαίσθητη, σχεδόν
στοχαστική κατάδυση στην ψυχή ανθρώπων
που βρέθηκαν στα όριά τους. Είναι μια
απόπειρα επιστροφής στην ουσία.
Μια πρόσκληση στον αναγνώστη να
σταθεί δίπλα στους ανθρώπους αυτούς και να
τους κοιτάξει, όχι ως μορφές μαρμάρινες,
αλλά ως ψυχές με σκέψεις και φόβους. Μέσα
από τις αφηγήσεις, δεν προβάλλεται η ιδέα
της ανίκητης πατρίδας, αλλά η αξία της
συνειδητής στάσης μέσα στην πιο δύσκολη
συνθήκη.
Απευθύνεται στον σύγχρονο αναγνώστη
όχι για να τον διδάξει, αλλά για να του θυμίσει
ότι πίσω από τις μεγάλες αφηγήσεις της
ιστορίας βρίσκονται πάντα μικρές,
προσωπικές αποφάσεις. Μια ανάσα που
κρατήθηκε. Ένα βλέμμα που δεν απέφυγε τον
πόνο. Μια απόφαση να μην προδώσει
κάποιος τον εαυτό του, ακόμη κι όταν όλα
12
γύρω του τον έσπρωχναν προς την
παραίτηση.
Αν οι σελίδες του βιβλίου Ανάσα Ηρώων,
καταφέρουν να συγκινήσουν, να εμπνεύσουν
ή απλώς να σταθούν ως φόρος τιμής σε
εκείνους που έδρασαν χωρίς θεατές, τότε
ίσως να έχουν εκπληρώσει τον σκοπό τους.
Γιατί εκείνοι οι αληθινοί ήρωες δεν ζήτησαν
τίποτα. Ούτε υμνωδούς, ούτε μνημεία. Μόνο
να μην ξεχαστούν.
Υπάρχουν χιλιάδες νεκροί αξιωματικοί και
στρατιώτες, που έπεσαν στα πεδία των
μαχών και κοιμούνται τον αιώνιο ύπνο…Και
αν μπορούσαν να ζητήσουν κάτι από εμάς,
ως τελευταία και μοναδική τους επιθυμία, θα
ήταν να μην τους ξεχάσουμε για την θυσία
τους για την πατρίδα. Είναι οι άγνωστοι
ήρωες.
Δυστυχώς, η πικρή αλήθεια είναι ότι
πολλές φορές τους ξεχνάμε. Ο χρόνος στο
διάβα του τους σκεπάζει με λησμονιά. Αυτός
είναι δυστυχώς ο φυσικός νόμος και η μοίρα
των νεκρών. Όμως στους ήρωες δεν πρέπει
λύπηση. Αξίζει τιμή και δόξα.
13
Η επιλογή να μιλήσει κανείς για τον
πόλεμο δεν είναι ποτέ εύκολη. Ιδιαίτερα όταν
σκοπός δεν είναι η εξιδανίκευση, αλλά η
μνήμη· όχι η εξύμνηση της βίας, αλλά η
κατανόηση των επιλογών που κάνει ο
άνθρωπος όταν δεν του απομένουν πολλές.
Ο πόλεμος, όσο ωμά και αν εκδηλώνεται,
αποκαλύπτει σε στιγμές το βάθος της
ανθρώπινης φύσης: την ικανότητα για
αλληλεγγύη, για αξιοπρέπεια, για θυσία. Και
ταυτόχρονα, το εύθραυστο των αξιών μας,
όταν όλα γύρω καταρρέουν.
Οι αφηγήσεις που περιλαμβάνονται στο
παρόν έργο, χαρακτηρίζονται από
ευαισθησία, ενώ παράλληλα σε αυτές δίνεται
βάρος στην ανθρώπινη διάσταση. Δεν
προέρχονται από αποστασιοποιημένο
αρχειακό υλικό, αλλά από τη διασταύρωση
μνήμης, λόγου και συναισθήματος.
Κάθε πρόσωπο που εμφανίζεται, κάθε
σκηνή, κάθε βλέμμα ή χειρονομία,
ενσωματώνει την ανάγκη του συγγραφέα να
αποδώσει τη μνήμη με δικαιοσύνη και
14
σεβασμό. Είναι σαν να ακούμε ψιθυριστά μια
φωνή που είχε μείνει για χρόνια μέσα στη
σιωπή, έτοιμη τώρα να ειπωθεί – όχι για να
επιβάλει την αλήθεια της, αλλά για να
ακουστεί.
Ζούμε σε εποχές όπου η λέξη
«ηρωισμός» χρησιμοποιείται εύκολα και
άκριτα. Το ζητούμενο όμως δεν είναι να
αποδοθεί με στόμφο ή μεγαλοστομία. Ο
αληθινός ηρωισμός δεν αναζητά θεατές.
Γίνεται στην αφάνεια, χωρίς να προσμένει την
αναγνώριση. Και γι’ αυτό ακριβώς έχει
σημασία.
Το βιβλίο αυτό προσπαθεί να φέρει στο
φως τέτοιες πράξεις – όχι για να τις ανυψώσει
πάνω από τους άλλους, αλλά για να
υπενθυμίσει τι μπορεί να κρύβεται πίσω από
τη σιωπή, γιατί οι αληθινοί ήρωες είναι σεμνοί
και δεν μιλούν.
Η εθνική μνήμη δεν είναι κάτι στατικό,
είναι ζωντανή. Ο τρόπος με τον οποίο
επιλέγουμε να θυμόμαστε, διαμορφώνει και
τον τρόπο με τον οποίο πορευόμαστε ως
κοινωνία. Η αναμέτρηση με το παρελθόν δεν
15
είναι υπόθεση μόνο των ιστορικών. Είναι
καθήκον όλων μας. Και αν το βιβλίο «Ανάσα
Ηρώων» μπορεί να λειτουργήσει ως αφορμή
για στοχασμό, τότε ίσως να επιτελεί μια πιο
ουσιαστική αποστολή από την απλή
εξιστόρηση γεγονότων.
Αναγνωρίζοντας την ανάγκη για μια
αφήγηση με ψυχή, ο λόγος που υφαίνεται στις
σελίδες του βιβλίου δεν είναι αποστειρωμένος
ούτε απογυμνωμένος από συγκίνηση. Είναι
ανθρώπινος. Με ευαισθησία, με ακρίβεια,
αλλά και με επίγνωση ότι τα μεγάλα γεγονότα
της ιστορίας συντίθενται από άπειρες μικρές
προσωπικές ιστορίες. Και αυτές αξίζουν να
ειπωθούν, όχι ως μνημεία, αλλά ως βιώματα.
Ο αναγνώστης που θα σταθεί σε αυτές τις
σελίδες, καλείται να προσέλθει χωρίς
προκαταλήψεις, με διάθεση ακρόασης.
Καλείται να δει τον εαυτό του όχι έξω από τα
γεγονότα, αλλά εντός τους. Γιατί αυτό είναι το
βάρος – και το δώρο – της Ιστορίας: να μας
αναγκάζει να αναρωτηθούμε τι θα κάναμε
εμείς, στη θέση εκείνων που έζησαν στιγμές
αδυσώπητες. Και να θυμόμαστε ότι σε κάθε
εποχή, η στάση μας απέναντι στην αδικία,
16
στον φόβο και στην ευθύνη, είναι που τελικά
καθορίζει το ποιοι είμαστε.
Προσωπικά, το βιβλίο με συγκίνησε βαθιά,
διότι ο συγγραφέας δεν προσπαθεί να
εντυπωσιάσει με μεγάλα λόγια, αντιθέτως
μιλάει άμεσα, ανθρώπινα, αληθινά και με
έκανε να νιώσω ευγνωμοσύνη για τους
αγνώστους ήρωες, ενώ μου θύμισε πως η
ιστορία ανήκει και στους απλούς ανθρώπους.
Ο συγγραφέας, στον πρόλογο του βιβλίου
του αναφέρει: «Ο πόλεμος είναι πάντα ήττα.
Μα οι άνθρωποι που έζησαν μέσα του,
πολλές φορές, έγιναν νικητές της σιωπής. Ο
καθένας από εμάς είναι μνήμη κάποιου άλλου.
Όσο υπάρχει κάποιος να θυμάται, δεν θα
χαθούμε. Αν δεν αφηγηθούμε την ιστορία μας,
κινδυνεύουμε να τη χάσουμε. Και χειρότερα,
να την ξεχάσουμε. Και κάθε φορά που
ξεχνάμε, κάτι μέσα μας μικραίνει».
Αυτό το απόσπασμα συνοψίζει την ουσία
του έργου: η πραγματική νίκη δεν είναι η
στρατιωτική. Είναι η ανθρώπινη, η ηθική,
αυτή που κρύβεται σε μικρές, σιωπηλές
πράξεις. Μια υπενθύμιση ότι ο άνθρωπος,
17
ακόμα και στις πιο σκοτεινές εποχές, μπορεί
να είναι φως.
Κλείνοντας, θα ήθελα να προτείνω
ανεπιφύλακτα την ανάγνωση του βιβλίου
«Ανάσα Ηρώων» σε κάθε σκεπτόμενη
Ελληνίδα και κάθε σκεπτόμενο Έλληνα. Όχι
μόνο για να γνωρίσει την ιστορία, αλλά για να
νιώσει – και ίσως να επαναπροσδιορίσει – τι
σημαίνει γενναιότητα, ευθύνη και ανθρωπιά.
Καλοτάξιδο το βιβλίο σας κύριε Τζιβελέκη!
Σας αξίζουν θερμά συγχαρητήρια – όχι μόνο
για το έργο σας, αλλά και για την επιλογή σας
να δώσετε φωνή σε όσους έζησαν χωρίς
φωνή.
Χάρηκα που συμμετείχα στην
παρουσίασή του.