Eβδομαδιαία Πολιτική – Οικονομική – Ναυτιλιακή – Φιλολογική εφημερίδα στην υπηρεσία των Δήμων του Πειραιά και των νησιών

ΑΠΟΨΕΙΣ

“Ένα αντίο που δεν ειπώθηκε ποτέ”

Μια φωτογραφία, ένα αίσθημα. Ένα μικρό απόσπασμα από μια ιστορία που ίσως δεν γράφτηκε ποτέ, αλλά υπήρξε.

Το σπίτι της στην Σαλαμίνα ήταν καταφύγιο. Εκεί μπορούσε μόνη να αναδιατάξει τις σκέψεις της. Να κάνει reset στα αισθηματικά της.

Καθισμένη στο ξύλινο πάτωμα, έκλεισε τα μάτια της, και η σιγαλιά του δωματίου πλημμύρισε από ήχους που μόνο εκείνη μπορούσε να ακούσει. Θυμήθηκε τότε που έτρεχε ξυπόλυτη, με τα μαλλιά ανακατεμένα και την καρδιά γεμάτη ανεμελιά. Και την μητέρα της να φωνάζει από την κουζίνα να μην πατάει με βρεγμένα πόδια στα σανίδια και αφήνει σημάδια. Τον πατέρα της να γελάει, κρυμμένος πίσω από την εφημερίδα.

Μάζεψε κάπως τα γυμνά πόδια της, όπως θα έκανε σε λίγο και με τις σκέψεις της. Το φως του απογεύματος έμπαινε από το παράθυρο και άγγιζε απαλά ένα ανοιχτό βιβλίο που άφησε δίπλα της, όχι ότι το διάβαζε, το πήρε να της κρατάει συντροφιά. Η σελίδα είχε σταματήσει στο ίδιο σημείο εδώ και ώρα.

Ήταν το αγαπημένο του βιβλίο. Εκείνος της το είχε χαρίσει ένα καλοκαίρι, την εποχή που τα πράγματα έμοιαζαν απλά, γεμάτα μέλλον. Θυμήθηκε ακόμα και το χαμόγελό του, όταν της το έδωσε, σαν να γνώριζε ότι μέσα στις λέξεις του θα κρυβόταν κάποτε η απουσία του.

Τώρα, στο ίδιο εκείνο δωμάτιο, που κάποτε ήταν μόνο γι’ αυτούς, βάραινε η σιωπή. Απ’ έξω έμπαιναν οι ήχοι του καλοκαιρινού απογεύματος: Τα τζιτζίκια, το θρόισμα των φύλλων, το μακρινό γάβγισμα ενός σκύλου.

Προσπάθησε να βάλει σε τάξη τα τελευταία γεγονότα.

Δεν τσακώθηκαν ποτέ στ’ αλήθεια. Δεν υπήρξε κραυγή, ούτε πόρτα που έκλεισε με πάταγο. Ήταν ένας χωρισμός σιωπηλός, σχεδόν ευγενικός. Λες και ήξεραν και οι δύο πως αυτό που έζησαν, όσο όμορφο κι αν ήταν, είχε τελειώσει λίγο πριν το καταλάβουν.

Εκείνη έμεινε πίσω, με το πουά φόρεμα που τόσο του άρεσε. Εκείνος έφυγε με μια βαλίτσα και ένα αντίο που έμοιαζε περισσότερο με ψίθυρο.

Έριξε πάλι μια ματιά στο βιβλίο. Ίσως κάποια στιγμή να συνέχιζε να το διαβάσει. Ίσως παρακάτω να έκρυβε κάποια λύτρωση. Μα όχι σήμερα. Σήμερα, θα έμενε έτσι, ακίνητη, ανάμεσα σε ό,τι ήταν και ό,τι δεν θα είναι πια.

Ο ήλιος κατέβαινε αργά, βάφοντας το ξύλινο πάτωμα με μια ζεστή μελαγχολία. Για μια στιγμή σκέφτηκε, πως ίσως ο πόνος αυτός, όσο βαρύς κι αν φαίνεται, μπορεί να είναι απλώς το τίμημα της αληθινής αγάπης.

Και τότε, μια άλλη σκέψη πέρασε από το μυαλό της: Μπορεί να έμεινε πίσω, αλλά δεν έμεινε στάσιμη.

Γιατί ακόμα και η θλίψη, όταν δεν την φοβάσαι, δείχνει τον δρόμο.

Και το αύριο δεν είναι απαραίτητο να είναι φωτεινό. Αρκεί να είναι ανοιχτό.

Νίκος Καρβουνάς

Πνευμονολόγος

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *