Eβδομαδιαία Πολιτική – Οικονομική – Ναυτιλιακή – Φιλολογική εφημερίδα στην υπηρεσία των Δήμων του Πειραιά και των νησιών

ΑΠΟΨΕΙΣ

Διαχρονικές φράσεις λαϊκής σοφίας που χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα

Διαχρονικές φράσεις λαϊκής σοφίαςΣτον καθημερινό μας λόγο χρησιμοποιούμε διαχρονικές φράσεις λαϊκής σοφίας, την προέλευση των οποίων οι περισσότεροι δεν γνωρίζουμε. Οι φράσεις αυτές κρύβουν μία μικρή ιστορία, με άγνωστους σε εμάς πρωταγωνιστές, η οποία αφενός έχει κάτι να μας διδάξει, και αφετέρου απεικονίζει γλαφυρά τον τρόπο ζωής και δράσης των ανθρώπων μίας άλλης εποχής.

Στα πλαίσια αυτά έχει αξία και ιδιαίτερο ενδιαφέρον, η γνώση της λαϊκής αυτής σοφίας.

 

Τον έπιασαν στα πράσα.

Μόλις η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του Ελληνικού κράτους, κάποιος Θεόδωρος Καρράς έφτιαξε μια συμμορία κακοποιών, που ρήμαζαν τα σπίτια και τα μαγαζιά. Η αστυνομία τους κυνηγούσε να τους πιάσει, μα ποτέ δεν το κατόρθωνε. Ο Καρράς είχε γίνει αληθινό φόβητρο των κατοίκων. Την εποχή εκείνη στην Κολοκυνθού των Αθηνών κατοικούσε ο παπά – Μελέτης, που έλεγαν ότι είχε φλουριά με το τσουβάλι. Αν και περασμένης ηλικίας, η καταπληκτική του δύναμη έκανε εντύπωση σε όλους. Το σπιτάκι που έμενε, ήταν τριγυρισμένο με περιβόλι από πράσα. Μια νύχτα ο παπάς πετάχτηκε από τον ύπνο του. Του φάνηκε πως άκουσε στο περιβόλι του κάποια σκιά, που κινιόταν ύποπτα μέσα στα πράσα. Άφοβος καθώς ήταν, πήγε προς τα κει και μ’ ένα πήδημα γράπωσε από το σβέρκο -ποιον άλλον;- τον περίφημο Καρρά, που τον παράδωσε στην αστυνομία. Ο κακοποιός ομολόγησε γρήγορα τους συνεργάτες του, που πιάστηκαν κι αυτοί. Έτσι οι παλαιοί, όσο και οι σημερινοί Αθηναίοι, όταν συμβαίνει κάτι παρόμοιο, λένε συνήθως ότι «τον έπιασαν στα πράσα».

 

«Σπάω πλάκα»

Όταν η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, άρχισαν να καταφθάνουν ένα σωρό αρχαιοκάπηλοι, που δημιουργούν ολόκληρα δίκτυα από πράκτορες. Οι πράκτορες αυτοί ήταν συνήθως Μαλτέζοι, που είχαν εγκατασταθεί γύρω από την Πύλη του Αδριανού. Για να καλύπτουν ωστόσο την πραγματική τους δουλειά, έφερναν με ειδικά σκάφη στον Πειραιά τις γνωστές μαλτεζόπλακες, που χρησίμευαν για τα κράσπεδα των δρόμων και τις μονώσεις των «ταρατσών». Κάποτε ένας, ο Ντομένικο Τσερούνια, πιάστηκε στα πράσα να μεταφέρει στο καράβι του μερικές αρχαιότητες σπάνια τέχνης, για να τις πάρει μαζί του και να τις πουλήσει. Αμέσως τότε μερικοί θερμόαιμοι φοιτητές, που τον πήραν είδηση, ανέβηκαν στο πλοίο του τα κάναν γυαλιά-καρφιά. Κατάστρεψαν ακόμα κι αυτές τις μαλτεζόπλακες, που βρίσκονταν εκεί και που ο Τσερόνια δεν είχε προλάβει να τις ξεφορτώσει. Από εκεί προέρχεται η έκφραση σπάω πλάκα.

 

Άλλος πλήρωσε τη νύφη

Στην παλιά Αθήνα του 1843, επρόκειτο να συγγενέψουν με γάμο δύο αρχοντικές οικογένειες: Του Γιώργη Φλαμή και του Σωτήρη Ταλιάνη. Ο Φλαμής είχε το κορίτσι και ο Ταλιάνης το αγόρι. Η εκκλησία, που θα γινόταν το μυστήριο, ήταν η Αγία Ειρήνη της Πλάκας. Η ώρα του γάμου είχε φτάσει και στην εκκλησία συγκεντρώθηκαν ο γαμπρός, οι συγγενείς και οι φίλοι τους. Μόνο η νύφη έλειπε. Τι είχε συμβεί; Απλούστατα. Η κοπέλα, που δεν αγαπούσε τον νεαρό Ταλιάνη, προτίμησε ν΄ ακολουθήσει τον εκλεκτό της καρδιάς της, που της πρότεινε να την απαγάγει. Ο γαμπρός άναψε από την προσβολή, κυνήγησε την άπιστη να την σκοτώσει, αλλά δεν κατόρθωσε να την ανακαλύψει. Γύρισε στο σπίτι του παρ΄ ολίγο πεθερού του, και του ζήτησε τα δώρα που είχε κάνει στην κόρη του. Κάποιος όρος όμως στο προικοσύμφωνο, έλεγε πως οτιδήποτε κι αν συνέβαινε προ και μετά το γάμο μεταξύ γαμπρού και νύφης, «δέ θά ξαναρχούτο τση καντοχή ουδενός οι μπλούσιες πραμάτιες καί τα τζόβαιρα όπου αντάλλαξαν οι αρρεβωνιασμένοι». Φαίνεται δηλαδή, ότι ο πονηρός γερο-Φλαμής είχε κάποιες υποψίες από πριν, για το τι θα μπορούσε να συμβεί, γι’ αυτό έβαλε εκείνο τον όρο. Κι έτσι πλήρωσε ο φουκαράς ο Ταλιάνης τα δώρα του άλλου. Από τότε οι παλαιοί Αθηναίοι, όταν γινόταν καμιά αδικία σε βάρος κάποιου, έλεγαν ότι «άλλος πλήρωσε τη νύφη» κι έμεινε η φράση έως και σήμερα.

 

Έφαγε τον Αγλέουρα

Έτσι χαρακτηρίζουμε τη δυσφορία από το πολύ φαγητό, γιατί ο αγλέουρας είναι ένα φυτό με θεραπευτικές ιδιότητες, το οποίο ωστόσο δημιουργεί δυσφορία σε αυτούς που το χρησιμοποιούν.

 

Να μένει το βύσσινο

Η λαϊκή αυτή έκφραση που γεννήθηκε κάπου μεταξύ 1900 και 1905 και σήμερα δηλώνει άρνηση (εναλλακτικά «να (μού) λείπει το βύσσινο» ή «να μου λείπει»), προέρχεται από ένα περιστατικό που συνέβη σ’ ένα καφενείο μεταξύ ενός βουλευτή κι ενός ψηφοφόρου του. Ο ψηφοφόρος παρήγγειλε στον σερβιτόρο του καφενείου που συναντήθηκαν ένα γλυκό βύσσινο, για να κεράσει τον βουλευτή κι έτσι να πετύχει το -τί άλλο;- το ρουσφετάκι του. Ο βουλευτής, όμως, σκληρό καρύδι, δε φαινότανε διατεθειμένος να τον βοηθήσει. Αγανακτισμένος τότε ο ψηφοφόρος, που έβλεπε πως δε θα γινότανε τίποτα, φώναξε δυνατά στον σερβιτόρο: «Να μένει το βύσσινο!».

 

Έφαγε τον περίδρομο

Η λέξη περίδρομος σαν ουσιαστικό έχει την έννοια του περιέχοντος, του περιβάλλοντος κάτι. Περίδρομος για παράδειγμα λέγεται το σχοινί που περιβάλλει το δίχτυ και ειδικότερα το σχοινί στο κάτω άκρο, με τα βαρίδια, που απ’ αυτό κρέμεται το δίχτυ (στον Πολυδεύκη διαβάζουμε: «έτσι περίδρομος (…) σχοινίων εκατέρωθεν (…) ως συνέλκεται (…) τα δίκτυα»), ενώ το σχοινί στο άνω μέρος με τους φελλούς, ονομάζεται επίδρομος. Συνεπώς τρώω τον περίδρομο πάει να πει τρώω όλο το περιεχόμενο των διχτύων, όλη την ψαριά, ή, όπως λέει και η ειρωνική φράση «φάτε μάτια, ψάρια και κοιλιά περίδρομο».

 

Αυτός είναι για τα πανηγύρια

Την εποχή που δεν υπήρχαν ειδικά ιδρύματα για τους ψυχοπαθείς, τους έπαιρναν οι δικοί τους και τους πήγαιναν στις εκκλησίες ή στα μοναστήρια. Εκεί αφού τους έδεναν με αλυσίδα σ’ ένα δέντρο ή κούτσουρο, έλεγαν του παπά ή του καλόγερου να τους διαβάσει μια ευχή, όπως γίνεται σήμερα με τους εξορκισμούς. Συνήθως, οι συγγενείς των ψυχοπαθών τούς μετέφεραν στις εκκλησίες την ημέρα που γιόρταζε ο άγιος της εκκλησίας, δηλαδή τη μέρα εκείνη που ο ναός είχε γι’ αυτή την αιτία πανηγύρι. Γι’ αυτό το λόγο, λοιπόν, για κάποιον που δεν είναι στα καλά του λέμε, αυτός είναι για τα πανηγύρια.

 

Με το «νι» και με το «σίγμα»

Παλαιότερα, όταν τα παιδιά μάθαιναν τα υποκοριστικά, ο δάσκαλος τούς έλεγε ότι η αρχική τους κατάληξη ήταν σε -ιo και ότι στα μεσαιωνικό χρόνια ήταν σε -ιον και -ιν, για να καταλήξει στο τέλος στο απλό -ι. Π.χ. παιδίον, παιδίν, παιδί. Επίσης, τους δίδασκε ότι ο τύπος των θηλυκών τριτόκλιτων ήταν σε -ις και κατέληξε να φύγει το τελικό -ς. Π.χ. πόλις, πόλι. Όταν στους τελευταίους αιώνες άρχισαν να γράφουν το χέρι, το πόδι, χωρίς το -ν και η πίστι, η πόλι χωρίς το -ς, οι τύποι που είχαν το νι και σίγμα θεωρούνταν οι πιο σωστοί και οι κομψότεροι. Γι’ αυτό, όποιος μιλούσε με το νι και με το σίγμα, μιλούσε σωστό και τέλεια. Απ’ αυτό, λοιπόν, βγήκε η φράση: «Του τα είπα με το νι και με το σίγμα», που σήμερα σημαίνει επακριβώς, αυτολεξεί, με κάθε λεπτομέρεια.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *