Eβδομαδιαία Πολιτική – Οικονομική – Ναυτιλιακή – Φιλολογική εφημερίδα στην υπηρεσία των Δήμων του Πειραιά και των νησιών

ΔΙΑΦΟΡΑΕΙΔΗΣΕΙΣ

Πειραιώτες που έγραψαν ιστορία. Ο μεγάλος μόδιστρος Μπίλυ Μπο

μπίλυ μπο 1 Ήταν πολύ όμορφα χρόνια γιατί υπήρχαν ελπίδες. Γράφω τον Βασίλη στη Βακαλό, που ήταν πολύ σημαντική σχολή εκείνο τον καιρό, περισσότερο καλλιτεχνική όμως. Όταν σταμάτησαν το τμήμα Μόδας, ο Βασίλης πήρε μεταγραφή στη Σχολή Βελουδάκη. Μια καλή μας φίλη βρίσκει έναν χώρο στο Κολωνάκι, ένα μαγαζί-τρύπα στη Σόλωνος 1, και το διαμορφώνουμε σε μια μικρή γωνιά μόδας. Γιατί στο Κολωνάκι; Γνωρίζαμε κόσμο εκεί, ήταν ο καφές μας. Ήξερα τον Ντίμη Κρίτσα που είχε υπάρξει σχεδιαστής πολλά χρόνια, αλλά είχε σταματήσει πια να ασχολείται και διατηρούσε ένα κλαμπ. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, μπήκαμε στην κομπίλυ μπο 3ινωνία της Αθήνας που θέλαμε. Εκεί, άλλωστε, γεννήθηκε η ιδέα να ασχοληθούμε με τη μόδα, καταβάλλοντας μεγάλες προσπάθειες, καθώς εγώ γνώριζα κυρίως από εμπόριο».

Με την Έλενα Ναθαναήλ. Ας σταθούμε λίγο στην εποχή. Ας φανταστούμε μια Ελλάδα μουδιασμένη, βαλκανικής αισθητικής, με ταπεινωμένη την αξιοπρέπειά της, να ασφυκτιά μέσα στο ηθικοπλαστικό πλαίσιο της στρατιωτικής χούντας που είχε ως μότο το «πατρίς – θρησκεία – οικογένεια». Παράλληλα, όπως συμβαίνει πάντα σε αυτό τον τόπο, η κοινωνία χαρακτηριζόταν από κρυψίνοια – όλα γίνονταν, αρκεί να μην ομολογούνταν δημπίλυ μπο 2μοσίως. Η ζωή για τους νέους της εποχής κυλούσε μέσα από αμέτρητα ταμπού και στερεότυπα. Παρ’ όλα αυτά, το καλοκαίρι στα νησιά, με τη Μύκονο να κρατάει τα σκήπτρα από τότε, η κυρίαρχη ηθική χαλάρωνε και οι πιο μποέμ και ευκατάστατοι τη μετέφεραν τον χειμώνα στην Αθήνα, στις πέριξ του Κολωνακίου ντισκοτέκ, στα μπαρ και στα σπίτια. Εκεί, ο Μάκης και ο Βασίλης βρήκαν το περιβάλλον στο οποίο θα μπορούσαν να ριζώσουν και, γιατί όχι, να ανθίσουν. Και ποιος άλλος στόχος υπήρχε από το να μεταγγίσουν την αύρα της Μυκόνου, τα χρώματα και τη χαρά της ζωής, όλα εκείνα για τα οποία ο κόσμος διψούσε, σε εμπορεύσιμες δημιουργίες.

Ξεκίνησαν να στήνουν εκείνη τη «μικρή γωνιά μόδας» τον χειμώνα του 1973, συγκεκριμένα την ίδια ακριβώς εποχή που ξεσπούσε η πρώτη κατάληψη και ημιαποτυχημένη εξέγερση των φοιτητών της Νομικής – λόγω των γεγονότων, μάλιστα, τα συνεργεία που ετοίμαζαν το μαγαζί αδυνατούσαν να περάσουν από την οδό Σόλωνος για να δουλέψουν. Παράλληλα, μαζί με τους φίλους τους έψαχναν το όνομα του μαγαζιού. Έπεφταν διάφορες ιδέες στο τραπέζι, μέχρι που την προσοχή τους τράβηξε ένα τραγούδι της Κατερίνας Βαλέντε που έλεγε «Μπίλυ μπόου, Μπίλυ μπόου». Με τα περιορισμένα τους γαλλικά νόμιζαν ότι εννοούσε «Μπίλυ ο ωραίος – Billy beau». Λάθος ή σωστό, το βούτηξαν και μπήκε στη μεταλλική ταμπέλα.

Ένα πρόσωπο που πέρασε σαν ένας λαμπερός, διάττοντας αστέρας από τον ελληνικό ουρανό, για να χαθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα οριστικά. Γιατί ο Βασίλης Κουρκουμέλης αποτέλεσε το πρώτο διάσημο θύμα του AIDS στην Ελλάδα. Το Κολωνάκι ακόμα δεν ήταν αυτό που είναι σήμερα. Κυριαρχούσαν κάποια ατελιέ υψηλής ραπτικής και οι μπουτίκ πολυτελείας ήταν ελάχιστες. Αυτό που ενδιέφερε τους δύο συνεργάτες ήταν να φέρουν κάτι νέο στη μόδα, κάτι ιδιαίτερο. Η πραμάτεια τους αρχικά αποτελούνταν από έτοιμα ρούχα στα οποία πρόσθεταν τη δική τους νότα, άλλα υπήρχαν και κάποια που φτιάχνονταν από την αρχή. Ανοίγουν και γίνεται «επανάσταση». Αμέσως! Πώς πετύχανε να κάνουν επανάσταση;

Ο Τσέλιος λέει: «Ήταν πολύ ιδιαίτερα τα ρούχα που κάναμε. Εκείνη την εποχή ήταν της μόδας οι καμπάνες, τα στενά, χαμηλοκάβαλα παντελόνια. Εμείς κάναμε το παντελόνι κανονικά, με πιέτες και ρεβέρ. Η παραγωγή μας αποτελούνταν κατά 30% από αντρικά ρούχα και κατά 70% από γυναικεία. Προτείναμε μεγάλα πουλόβερ, αλλάζοντας τη μορφή και σε αυτό. Θεωρώ ότι είχε έρθει η στιγμή να αλλάξει η μόδα και το κάναμε πρώτοι εμείς. Είχε φύγει το ’70, εμείς ανοίξαμε στις παρυφές του και ήμασταν επηρεασμένοι από αυτό μεν, αλλά δεν το ακουμπήσαμε. Ήταν η εποχή των “παιδιών των λουλουδιών”, με τα μακριά, ανοιχτά πουκάμισα, με τις δαντέλες.

Δουλεύαμε μαζί, σαν δίδυμο, αλλά έβαλα μπροστά τον Βασίλη. Ήταν όμορφος, νέος, θελκτικός». Κάθε μας επίδειξη διαρκούσε τρεις μέρες, τρία απογεύματα, για να χωρούν από 150 μέχρι 200 κυρίες και κύριοι κάθε φορά. Υπήρχε χώρος διαμορφωμένος για να κάνουμε επιδείξεις με μουσική ντίσκο και μοντέλα. Έδινε το παρών όλη η κοσμική Αθήνα.

Η Ελλάδα άλλαζε, έστω και μέσα από έναν παραμορφωτικό καθρέφτη. Η σεξουαλική επανάσταση των νέων της Ευρώπης και της Αμερικής έφτανε με αργούς ρυθμούς μέχρι εδώ, τα θεμέλια του αυταρχικού καθεστώτος έτριζαν, η μόδα αντανακλούσε την εποχή. Ήλθε η Μεταπολίτευση. Έχοντας ως πρότυπο τον Ιβ Σεν Λοράν και με εφόδιο τις σπουδές του και την επαγγελματική πείρα που σιγά-σιγά αποκτούσε, ο Βασίλης κερδίζει το 1974 στον Διαγωνισμό Νέων Σχεδιαστών του περιοδικού «Γυναίκα», αποσπώντας το 1ο βραβείο.

Ο Μάκης Τσέλιος εξηγεί: «Ζητούσαν ένα casual, ένα πρωινό κι ένα βραδινό και τα ρούχα που παρουσίασε ο Βασίλης ήταν ολοκληρωμένες δημιουργίες επαγγελματία σχεδιαστή. Σύμφωνα με τους κριτές, η δουλειά που παρουσιάσαμε είχε “τελειωμένα” ρούχα, και τα είχε δημιουργήσει ο Βασίλης. Ξοδέψαμε χρήματα για να γίνουν όπως έπρεπε κι έτσι ήλθε η πρωτιά που βοήθησε πολύ. Μπήκε στις εφημερίδες, έγινε εξώφυλλο στη “Γυναίκα”, όλα αυτά έδωσαν ώθηση το μαγαζί.

Η ανταποκρίτρια της “Vogue” και αρθογράφος στη “Βραδυνή”, Μαρίνα Δημητρακοπούλου, έγραψε: “Ένας καινούργιος Βαλεντίνο γεννιέται στην Αθήνα”. Ήταν αλματώδης η πορεία και μέσα σε έναν χρόνο πήραμε και το δίπλα μαγαζί. Επεκταθήκαμε, γίναμε ένα. Άρχισαν να συρρέουν όλα τα κορίτσια και τα αγόρια των καλών οικογενειών της Αθήνας. Άλλωστε, δεν υπήρχε άλλη τέτοιου τύπου μπουτίκ. Τα πλουσιόπαιδα ερχόντουσαν να πάρουν ρούχα σχεδιαστή και να ξεφύγουν από τη νοοτροπία του σπιτιού τους. Μέχρι τότε, τα κορίτσια, αλλά και τα αγόρια, ντυνόντουσαν κατά το πρότυπο της μητέρας τους και έβγαινε κάτι πολύ συντηρητικό. Μ’ εμάς απελευθερώθηκαν και έδειξαν και στη μάνα τους και στον πατέρα τους πώς να ντυθούν. Αυτή ήταν η μεγάλη αλλαγή. Πόσο μάλλον όταν αργότερα έβαλε ο Βασίλης το πρόσωπό του στην πρόσκληση της επίδειξης.

Εκείνη τη στιγμή, δεν υπήρχε κάτι πιο lifestyle. Ταυτόχρονα, ήταν πάρα πολύ εγωιστικό, αλλά πέτυχε γιατί μπήκε στα δωμάτια των κοριτσιών, δίπλα στο γραφείο τους, όπου μελετούσαν. Ήθελαν όλοι να έρθουν να δουν αυτό τον ωραίο νέο, κι εμείς αυτό το πουλούσαμε».

Ο ιός HIV εξαπλώνεται με ανησυχητικά γρήγορους ρυθμούς στην Ευρώπη Έρχεται η Μεταπολίτευση, και καθώς πλησιάζει το τέλος της δεκαετίας του ’70, λίγο πριν μπει η δεκαετία του ’80, κατά την οποία όλα θα άλλαζαν στην Ελλάδα, ο Billy Bo, με την ανδρόγυνη ομορφιά του, εκτινάχθηκε στην πρώτη γραμμή του ελληνικού star system της εποχής. Αρέσει σε άντρες και γυναίκες, μικρά κορίτσια, μεγάλες γυναίκες, νέους και μεγαλύτερους άντρες − δεν θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *