Eβδομαδιαία Πολιτική – Οικονομική – Ναυτιλιακή – Φιλολογική εφημερίδα στην υπηρεσία των Δήμων του Πειραιά και των νησιών

ΑΠΟΨΕΙΣ

Μικέλης Αντώνης

ΣΤΗΝ ΗΡΩ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ

κωνσταντοπούλου

Μια ’μέρα σαν τη σήμερον, μια ’μέρα σαν και τούτη,

στον τοίχο της Καισαριανής εμύριζε μπαρούτι.

Μια ’μέρα σαν κι αυτή, στις πέντε του Σεπτέμβρη,

μια κοπελιά τη λευτεριά ζητούσε για να εύρη.

 

Δεν γονατίζει, δεν λυγά, δεν γέρνει το κεφάλι,

πηγαίνει να στεφανωθεί τη δόξα τη μεγάλη.

Κι ωσάν νυφούλα πήγαινε τον Χάρο ν’ ανταμώσει,

στον τοίχο της Καισαριανής για να τη στεφανώσει.

 

Νιώθει πως πάει στην εκκλησιά σα νύφη στολισμένη,

κουμπάρος είν’ ο Γερμανός, μα Χάρος την προσμένει.

Σαν Λεωνίδας στάθηκε ορθή να πολεμήσει,

και σαν τον Διάκο στο σουβλί ποτέ να μη λυγίσει.

 

Μες στην καρδιά της έσπειρε τον σπόρο του ο Ρήγας,

εβλάστησε και θέριεψε ένας μεγάλος γίγας.

Στη μπλε ποδιά της έκρυβε όπλα και προκηρύξεις,

και μια ατσάλινη ψυχή αδύνατον να πνίξεις.

 

Έπαιζε με τον θάνατο, σκοπός η λευτεριά της,

δεν γνώριζε τον κίνδυνο, το έλεγ’ η καρδιά της.

Δεν λύγισε, δεν πρόδωσε, τα μυστικά κρατάει,

δοσίλογους και Γερμανούς με ύβρεις τους κτυπάει.

 

Στην αγκαλιά εφώλιαζε της Λένας Καραγιάννη,

φωλιά μητέρας στοργικής που φόβος δεν την πιάνει.

Εκεί εβρήκε την στοργή μέσα στην αγκαλιά της,

κι η Λένα πάλι ένιωθε σα να ’χε τα παιδιά της.

 

«Για δες καιρό που διάλεξε» ο Διάκος τραγουδούσε,

για δέστε κόρη λυγερή π’ ο Χάροντας τραβούσε.

Η μάστιγα των Γερμανών κτυπάει το κορμί της,

και προσπαθούν οι τύραννοι να κόψουν την ορμή της.

 

Μα ’κείνη, εις την γλώσσα τους, τούς βρίζει και τούς φτύνει,

αντέχοντας τις βουρδουλιές, τον πόνο, την οδύνη.

Σαν φθάνει στην Καισαριανή ξεσχίζει την ποδιά της,

και δείχνει εις τον Χάροντα την τολμηρή καρδιά της.

 

Ένας σταυρός εστόλιζε το στήθος της γαλήνης,

κι αυτό σημάδι λευτεριάς, πίστης, Χριστιανοσύνης.

Της πίστης σου είν’ ο σταυρός, της πίστης σου σημάδι,

να μη φοβάσαι τους εχθρούς μα ούτε και τον Άδη.

 

-Εδώ κτυπάτε τύραννοι κι ο Χίτλερ να το ξέρει,

το αίμα που θα χύσετε, τη λευτεριά θα φέρει,

νίκης θα γίνει χείμαρρος για να σας καταπνίξει,

και γρήγορα της λευτεριάς η πόρτα θα ανοίξει.-

 

Σαν τη σκανδάλη τράβηξε του Χάρου η ομάδα,

ξερνώντας βόλια και φωτιά πέφτεις για την Ελλάδα.

Δέκα-επτά τα βόλια τους το στήθος σου τρυπούνε,

δέκα-επτά τα χρόνια σου, εκδίκηση ζητούνε.

 

Και μ’ ένα δέος ιερό εμείς θα σε τιμούμε,

πάντα θα σε θυμόμαστε, περήφανοι να ζούμε.

 

Το αίμα που ξεπήδησε απ’ τα δικά σου στήθη,

τσουνάμι εγίνει κι έπνιξε των Γερμανών τα πλήθη.

Τους γκρέμισες τα όνειρα, τη Γή να κατακτήσουν,

και με κομμένα τα φτερά στη γη τους να γυρίσουν.

 

Πήρες του γύπα τα φτερά και τ’ αετού το μάτι,

και πέταξες στον ουρανό στης δόξας το παλάτι.

Πέταξες πολύ ψηλά, στα αστεράτα ουράνια,

και η Ελλάδα σε τιμά και νιώθει περηφάνια.

 

Το αγγελούδι εκεί ψηλά

για πάντα να θυμάστε,

τους βάνδαλους τους Γερμανούς

ποτέ σας μην ξεχάστε.

 

Κι αυτοί να ξέρετε καλά ποτέ τους δεν ξεχνούνε,

μια χούφτα Ελληνόπουλα παντού να τους νικούνε.

Με άλλα «όπλα» σήμερα σκληρά μας πολεμούνε,

να μας διαλύσουν θέλουνε και να εκδικηθούνε.

 

Σ’ αυτό το κρύο μάρμαρο

φτιάξαμε τη μορφή σου,

για κάθε ελληνόπουλο

να φθάσει στην κορφή σου.

 

Αντώνης Μικέλης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *