Πλατεία Αβησσυνίας
γέννημα θρέμμα Άνω Πετραλώνων,
κάτω απ’ τον βράχο βίωνα συχνά,
της αρχαίας Ακρόπολης τον τόνο,
αυτόν που άκουγα εγώ μόνο.
Στο θέατρο του Διονύσου,
έτρωγα κολατσιό και η μαμά,
μ’ ένα μαχαίρι μάζευε ραδίκια,
ενώ στ’ αρχαία παίζαμε κρυφτό,
συχνά με όλα τ’ άλλα πιτσιρίκια.
Με λέγανε Ποσειδώνα,
τα άλλα τα παιδιά, η Άρτεμις,
ο Ερμής και ο Αγαμέμνων,
μα πάντοτε τους έβρισκα εγώ,
σαν δυνατός και εις τον τόπο,
ετούτο πλέρια διαβασμένος.
Κάποτε ανακαλύψαμε,
μία υπόγεια στοά,
που κάτω από τις Καρυάτιδες,
κινούσε και πήγαινε ευθεία,
εις του Θησείου την Αγορά.
Κι’ εκεί έδωσα το πρώτο μου,
φιλί το ερωτικό,
στην Άρτεμη που από
μικρό παιδάκι αγαπούσα,
και πάντοτε εκεί τα βράδια τη φιλούσα.
Στην κυρά- Τασία, Πλατεία Αβησσυνίας,
τρώγαμε γλυκό του κουταλιού,
παρέα με την Άρτεμη αγκαλίτσα,
ενώ μας έβλεπαν συχνά,
με έναν καημό τ’ άλλα κορίτσια.
Τώρα περνώ κι αναπολώ,
ενώ ξεφεύγει από την άκρη,
ένα μικρό, πολύ μικρό,
αλλά απ’ την ψυχή πολύ καυτό,
που λένε οι άλλοι ότι είναι δάκρυ.-
Μιχάλης Αβούρης
Από την ποιητική συλλογή
«Καταγραφή Ψυχής»