Eβδομαδιαία Πολιτική – Οικονομική – Ναυτιλιακή – Φιλολογική εφημερίδα στην υπηρεσία των Δήμων του Πειραιά και των νησιών

ΑΠΟΨΕΙΣ

ΕΝΑ ΑΤΥΧΗΜΑ (14 ΑΥΓ 1958)

Γράφει ο Χαράλαμπος Δρακάτος

Πρόεδρος Πολιτιστικής Ενώσεως Περάματος

ΑΜΑΞΟΣΤΑΣΙΟΕίναι χρόνια πολλά από τότε, το πενήντα οκτώ, που έγινε το ατύχημα με το πράσινο λεωφορείο Περάματος – Πειραιώς. Το περίφημο, το πολύ καλό, το υπέροχο και αξέχαστο εκείνο γαλλικής κατασκευής και προελεύσεως Suisson. Ήταν ένα συμβάν της νύκτας του Σαββάτου της 14ης Αυγούστου, παραμονή της Παναγίας, μεγάλη η χάρη Της. Ένα ατύχημα του δρόμου της ζωής, που μας άφησε στη θύμηση και θλίψη και δάκρυα. Και έμεινε απείρακτη εκείνη η θλιβερή θύμηση σ’ όλους όσους την έζησαν, επιβάτες, εισπράκτορες και οδηγό. Μα τώρα που παίρνει να καλοκαιριάζει, σ’ όσους το ’ζησαν –και ζουν ακόμη– το τραγικό εκείνο γεγονός, έρχεται ο καιρός και συλλογιέται κάτω από τα φώτα της θύμησης, που ανάβει ένα–ένα ο φανοκόρος της ζωής με το μαγικό του ραβδάκι. Στο δρόμο για το Πέραμα, στο ύψος της Shell κάτω από τα τοιχία της, που ήταν τότε μονόδρομος αν και διπλής κατευθύνσεως, χωρίς βέβαια διαχωριστική γραμμή. Κείνο το ζεστό αυγουστιάτικο βράδυ πιλάτευε ο δροσερός αποθαλάσσιος άνεμος, η αύρα της θάλασσας της Σαλαμίνος. Και τα λίγα παρακείθε ανάρια πεύκα θρόιζαν τα καλοκαιρινά τους φύλλα –που ήταν ίδια και χειμωνιάτικα αφού ήσαν αειθαλή– κάπως πιο παράξενα τη νύκτα εκείνη, κι όλο κουνούσαν τα κλαδιά τους συλλογισμένα, λες και περίμεναν κάτι κακό, κάτι δυσάρεστο. Κι ανατρίχιαζαν στο πέρασμα τ’ ανέμου και σαν να ξεκινούσαν και σαν να κατηφόριζαν προς τη μοναδική δημοσιά του Περάματος –σάματις και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, πάλι μία έχει!– λες και ήθελαν να δούνε ή να προφθάσουν κάτι. Μα και πάλι απόμεναν στον ίδιο τόπο και ’μεναν τα πεύκα ήσυχα.

Ήσυχα, σαν να μην τα είχε ο άνεμος συνεπάρει, σαν να μην τα είχε με τον τρόπο του προειδοποιήσει. Και το λεωφορείο, το πράσινο, το με αριθμό 32 Α–8788, με τις μονές πίσω ρόδες, με την αντρίκια μπροστινή του μούρη, το Suisson, είχε ξεκινήσει στις 8:45 βράδυ το δρομολόγιό του, το ταξίδι του για Πέραμα από Πειραιά. Στο σταθμό των ΕΗΣ του Πειραιά, αν και έφθασε σχεδόν γεμάτο, πήρε ακόμη ένα σωρό επιβάτες, τους στοίβαξε σαν σαρδέλες –συνηθισμένο φαινόμενο– έγειρε και πάτησε περισσότερο στις πίσω μονές ροδές (τροχούς) και, φίσκα πια, ξεκίνησε αγκομαχώντας με τη γερή του μηχανή για Πέραμα. Ήταν οι επιβάτες εκείνοι κουρασμένοι εργάτες. Οι πιο πολλοί στις φάμπρικες του Πειραιά, που γυρνούσαν στα πτωχά σπιτικά τους να ξαποστάσουν και να ετοιμαστούν για την αυριανή άγια μέρα της Παναγίας. Έστριψε στριγκλίζοντας το βαρυφορτωμένο λεωφορείο στην ακτή Καλλιμασιώτη και πήρε την ευθυγράμμιση για τον Άη Διονύση. Περνούσαν τ’ άλλα, τα λιγοστά αυτοκίνητα πάνω και κάτω, χωρίς να δίνουνε σημασία. Μονάχα ένα καράβι, το «Ηλιούπολις» του Τυπάλδου, που έφευγε την ώρα κείνη απ’ το λιμάνι, σφύριξε μακρόσυρτα τρεις φορές και μία, χαιρετώντας το. Ήταν κομμάτι πένθιμο κείνο το σφύριγμα, σαν να ’θελε να το αποχαιρετήσει, σαν να ’ξερε πως δεν θα το ξανάβλεπε.

Το ’ξερε το σφύριγμα τούτο ο καλός εισπράκτορας, ο Γιώργης Μανωλαράκης, και τ’ ονομάτισε μονομιάς το καράβι. Ήξερε κι όλες τις τσιμινιέρες, τι σημάδια, τι χρώματα είχε η καθεμιά. Μα σήμερα, απόψε, σ’ αυτό το δρομολόγιο, ήταν συννεφιασμένος και σκεπτικός, έτσι για το τίποτα. Σαν κάποιο αόρατο και αόριστο βάρος να τον σκίαζε. Μάλιστα το ’πε πριν ξεκινήσουν απ’ την αφετηρία των λεωφορείων, πέρα απ’ το παλιό αξέχαστο ρολόι του Πειραιά.

-Ηλία… είπε στο συνάδελφό του οδηγό. Κάμε το σταυρό σου σήμερα, να τελέψουμε, κάτι δεν μου πάει καλά…

-Πάψε καημένε Γιώργη! Πρώτο δρομολόγιο είναι. Σε μια ώρα θα γυρίσουμε. Κάνουμε ακόμα τρία δρομολόγια και μετά αμαξοστάσιο, κι από κει σπίτια μας. Αύριο είναι της Παναγίας, μεγάλη μέρα, μεγάλη η χάρη Της. Μην βάζεις κακό με το νου σου.

-Ναι, σαν να ’χεις δίκιο. Μεγάλη η χάρη Της.

Κι έκανε το σταυρό του, ασυνήθιστα μηχανικά. Άντε, πάμε. Ντιιιν! κι έκλεισε την πόρτα.

-Έχε το νου σου, γιατί πάντα τέτοια ώρα παίρνουμε τους εργάτες που σκολάνε και γεμίζουμε φίσκα.

-Έχει καλώς! Έχει καλώς.

Υπερπλήρες, φίσκα, βαρυφορτωμένο το λεωφορείο μούγκριζε, αγκομαχούσε, είχε πάνω από 100 τόσους επιβάτες. Προνομιούχοι μόνο, όπως πάντα, οι καθήμενοι, 28 τον αριθμό, οι άλλοι, γυναίκες–άνδρες, στοιβαγμένοι, κολλημένοι ο ένας δίπλα στον άλλο. Ο εισπράκτορας, καλοσυνάτος και ευγενής όπως πάντα, έκοψε τα εισιτήρια μόλις ανεβαίνανε από την πίσω διπλή πόρτα, καθήμενος στην ειδική θέση εκδοτήριο εισιτηρίων, και προσπαθούσε όπως πάντα να κάνει όσο καλύτερα μπορούσε τη δουλειά του. Μια κυρία του ζήτησε να μάθει την ώρα και της την είπε. Μα αντί ν’ ακούσει ένα τυπικό ευχαριστώ, τι άκουσε νομίζετε;

-Δεν πάει καλά το ρολόι σου, εισπράκτορα! Τι να απαντήσει; Δεν είπε τίποτα. «Κουρασμένος κόσμος…» σκέφτηκε. «Ας είναι! Δίκιο έχει».

-Προχωρήστε λίγο οι μεσαίοι, παρακαλώ… είπε μονάχα.

-Μα θα πάρουμε κι άλλους; Δεν βλέπεις που δε χωράει άλλους, εισπράκτορα; κάποιος του φώναξε.

-Τι να κάνουμε; Έχει κι άλλους εργάτες που περιμένουν στον Άη Διονύση. Να τους αφήσουμε; Λεωφορείο είμαστε. Κάνετε υπομονή.

-Άντε, να κάνουμε υπομονή, να κάνουμε υπομονή… ακούστηκε συμβιβαστικός κάποιος άλλος.

Πού να ’ξεραν όλοι, εκείνο το συμπαγές ανθρωπομάνι, πως αυτό το στρίμωγμα θα τους γλίτωνε απ’ το κακό που θ’ ακολουθούσε σε λίγο. Για μία μόνο κυρία, που στεκόταν όρθια, κάτασπρη και παχιά, σαν να την παίδευε ένα πρήξιμο ολόγυρα στο κορμί, ζήτησε να της δοθεί θέση. Και κάποιος κύριος, που καθόταν στο τελευταίο πίσω διπλό κάθισμα, σηκώθηκε και ευγενικά της παραχώρησε θέση. Μ’ αυτά και με τούτα, είχαν αφήσει τη στάση Πλακούδα, λίγα σπίτια τότε, λίγοι κατέβηκαν, μικρή ανάσα. Μα το λεωφορείο ούτε που το ’νιωσε, γεμάτο ήταν ακόμη. Μπήκανε στην ισιάδα για τη Σελ (Shell). Το λεωφορείο ανέπτυξε ταχύτητα. Ο δρόμος σχεδόν άδειος. Πού και πού αντερχότανε κάποια κούρσα, κάποιο αυτοκίνητο. Σιμώνανε στη γρουσούζικη μικροστροφή. Εκεί τελείωνε η ευθυγράμμιση. Εκεί έγινε το κακό. Μέχρις εκεί, ό,τι κι αν πεις, καλά το ’χανε πάει. Η βραδιά ήταν ήσυχη και όμορφη. Πολύ όμορφη! «Άντε, λίγο μας απολείπει, να φτάσουμε στο τέρμα να ξεφορτώσουμε να νετάρουμε. Τ’ άλλα τρία δρομολόγια δεν θα ’χουν τόσο κόσμο πια. Αυτό ήταν!», σκέφθηκε ο Γιώργης ο εισπράκτορας.

Και ασυναίσθητα είπε με το νου του: «Άσπιλε, αμόλυντε»… Τρεις φορές στη σειρά. «Αύριο η χάρη Σου!».

Ξάφνου, απρόσμενα, τραγικά και καταστροφικά, δυνατό τράνταγμα συγκλόνισε σύγκορμα το λεωφορείο, ενώ βαρύς γδούπος ακούστηκε. Το όχημα έκλεινε μπρος αριστερά, έχασε την ισορροπία και την ευθύγραμμη πορεία του και, στριγκλίζοντας απαίσια, σερνόταν προς την αριστερή πλευρά της δημοσιάς, προς την τάφρο της Shell. Τι είχε συμβεί; Ποιος κακός δαίμονας τ’ οδηγούσε χαιρέκακα στο βάραθρο; Ένα μακρύ σίδερο, πεταμένο κάθετα στη μέση του δρόμου, ακριβώς στη στροφή βρέθηκε ξαφνικά μπροστά του. Ο οδηγός, ο Ηλίας Χριστοφής, δεν μπόρεσε να τ’ αποφύγει. Έκανε ό,τι μπορούσε, μάταια όμως. Ήταν αργά πια, όταν το ’δε. Η στροφή το ’κρυψε. Η αριστερή μπροστινή ρόδα το πάτησε βαριά και βίαια και το λάστιχο, μ’ ένα τρομερό πάταγο, έσκασε. Το λεωφορείο βαρυφορτωμένο και σερνόμενο, χωρίς πια ν’ ακούει τιμόνι, στη στιγμή κάλυψε τα τρία περίπου μέτρα που το χώριζαν από το χείλος της τάφρου. Και αφού κτύπησε και τσάκισε ένα δένδρο (ακακία) που βρέθηκε στο διάβα του, παίρνοντας κλίση αριστερά, αρχίνησε να πέφτει στη βαθιά τάφρο της Shell, που ήταν κατασκευασμένη για τυχόν υπερχείλιση των δεξαμενών πετρελαίου. Ευτυχής συγκυρία η πρόσκρουση στο δένδρο, γιατί μείωσε την ταχύτητα πτώσης του λεωφορείου. Κι ακόμη πιότερο καλό, ήταν ­ότι το όχημα έπεσε αρχικά στην πρώτη, πιο αβαθή τάφρο, κοντά τρία μέτρα, και κατόπιν ολίσθησε στη δεύτερη, βαθύτερη, των έξι μέτρων. Όμως το κτύπημα στο δένδρο είχε σπάσει το μπροστινό τζάμι του οδηγού, τραυματίζοντάς τον. Πρόφθασε όμως, παρά το δυνατό πόνο και τα αίματα, να φωνάξει δυνατά στους επιβάτες:

– Παιδιά πέφτουμε! Πέφτουμε στη λακκούβα! Κρατηθείτε όπως μπορείτε!

Κι ο εισπράκτορας, κτυπημένος κι αυτός άσχημα, πριν χάσει τις αισθήσεις του επανέλαβε, με όση δύναμη είχε:

-Πιαστείτε ο ένας με τον άλλο, πιαστείτε όπως μπορείτε! Μη χάνετε το θάρρος σας, η Παναγία θα μας βοηθήσει! Ασυναίσθητα το χέρι του κινήθηκε στο κουμπί ανοίγματος της πίσω πόρτας, κι έχασε τις αισθήσεις του. Το λεωφορείο είχε πια καθίσει, πληγωμένο σαν ζαρκάδι που κυνηγούν λύκοι άγριοι, αιμοδιψείς και πειναλέοι, με την αριστερή πλευρά στο βάθος της κάτω τάφρου, ενώ οι δεξιές ροπές γυρίζανε ακόμη, μη θέλοντας κι αυτές να δεχθούν το μοιραίο. Χλαπαταγή και πάταγος επικρατούσε παντού. Πληγωμένοι επιβάτες, γεμάτοι αίματα, βογκούσαν και ζητούσαν απεγνωσμένα βοήθεια. Ενώ κάποιοι πιο ψύχραιμοι, εκλιπαρούσαν τη βοήθεια της Παναγίας. Γυναίκες στριγκλίζανε, εγκλωβισμένες στη μάζα εκείνη των ανθρώπων, και οι ευρισκόμενοι κυρίως στην αριστερή πλευρά νιώθανε την ανάσα τους να κόβεται από το βάρος των άλλων που είχαν πέσει απάνω τους. Μα η Παναγία η χάρη Της είχε ήδη δώσει τη βοήθειά της. Μπορεί να μην απέτρεψε την πτώση, είχε όμως φρενάρει το όχημα, κάνοντάς το να ολισθήσει αργά προς το βάθος της τάφρου. Και το σπουδαιότερο, οι πόρτες όλες, και η πίσω του εισπράκτορα και η μεσαία και η μπροστινή του οδηγού, είχαν ανοίξει όλες. Είχε μείνει αέρας πριν σβήσει η μηχανή; Με το τράνταγμα από μόνες; Τάχα το τελευταίο πάτημα του εισπράκτορα; Του οδηγού ίσως;

Όπως και να ’ταν, το θαύμα έγινε. Γιατί θαύμα ήταν! Ήσαν τώρα ορθάνοιχτες. Οι πρώτοι τολμηροί και σώοι επιβάτες, άνδρες, βγήκαν. Κάθισαν προσεκτικά στη δεξιά πλευρά, που ήταν τώρα στέγη, οροφή του λεωφορείου, και βοηθούσαν τους άλλους, και τις γυναίκες περισσότερο, ν’ ανέβουν. Από κει, με προσοχή μεγάλη και βάσανα, κάνοντας σκάλα το κάτω μέρος τ’ αυτοκινήτου, κατέβηκαν στην τάφρο, που ευτυχώς ήταν στεγνή και σκληρή. Εκεί μαζεύτηκαν οι σώοι και οι ελαφρά τραυματισμένοι περιμένοντας βοήθεια, που δεν άργησε να ’ρθει. Ήδη είχαν φθάσει με φανάρια, σχοινιά και σκάλες, οι φύλακες της Shell –η πύλη της Shell ήταν ακριβώς από κάτω– που είχαν αντιληφθεί το δυστύχημα και είχαν αμέσως ειδοποιήσει τ’ ασθενοφόρα και τη Χωροφυλακή Περάματος, που δεν άργησαν να ’ρθουν. Τα σωστικά συνεργεία πήραν πρώτα τους τραυματίες, βοήθησαν τον κόσμο ν’ ανέβει στο δρόμο και έκαναν ό,τι μπορούσαν και ό,τι έπρεπε ν’ απαλύνουν τον πόνο τους. Ο Γιώργος Μανωλαράκης μάλιστα, ο εισπράκτορας, μεταφερόμενος στο νοσοκομείο συνήλθε. Και επίμονα ζήτησε ν’ αφήσουν αυτόν και να προηγηθούν οι τραυματίες επιβάτες. Γιατί αυτοί σίγουρα είχαν μεγαλύτερη ανάγκη. Ενέργεια και πράξη άξια επαίνου, γιατί έθετε χριστιανικά τον πόνο και την ανάγκη του άλλου, του συνανθρώπου, έναντι της δικής του. Πλην το τραγικό αυτό ατύχημα, είχε δυστυχώς και δύο επιβάτες νεκρούς, που βαριά τραυματισμένοι και καταπλακωμένοι όπως βρεθήκανε, παρά τις όποιες φροντίδες των γιατρών, δεν μπόρεσαν να επιζήσουν. Μα και η εταιρεία των ΕΗΣ στάθηκε αρωγός και παρήγορος σε όλους. Ιδιαίτερα στις χήρες των αποθανόντων, που τις προσέλαβε στην υπηρεσία της. Έτσι έκλεισε το τραγικό εκείνο δυστύχημα, μοναδικό σε δράμα στην πορεία και ιστορία των πράσινων λεωφορείων. Μια συγκλονιστική βραδιά θλίψης και πόνου για το πτωχό, μικρό και ταπεινό, αλλά και απλό, αληθινό και δυνατό τότε Πέραμα. Ένα δραματικό και τραγικό συνάμα επεισόδιο της ζωής, που όμως αντιμετωπίστηκε με θάρρος, ψυχραιμία, συνεργασία και συντονισμό απ’ όλους. Και με τη βοήθεια της Παναγιάς, που σε λίγες ώρες ξημέρωνε η γιορτή της, δεν θρηνήσαμε άλλες ζωές.

Παιδιά μικρά εμείς τότε. Μαθητές δευτέρας δημοτικού. Τρέξαμε μόλις απόλυσε η εκκλησιά την άλλη μέρα, Κυριακή της Παναγίας, να δούμε τον τόπο του δυστυχήματος. Σταθήκαμε στην άκρη του δρόμου. Από ψηλά κοιτάζαμε το κουφάρι του λεωφορείου να χάσκει άδειο, ξαπλωμένο, άψυχο, σαν ζώο παράξενο, προϊστορικό, στο βάθος της τάφρου. Κουνήσαμε λυπημένα το κεφάλι και είπαμε:

-Κρίμα! Μεγάλο κρίμα! Θλίψη γεμίζει την καρδιά μας. Για τους ανθρώπους που χάθηκαν. Για κείνους που τραυματίστηκαν και πονάνε ακόμη. Για όλους που βασανίστηκαν. Ας ρίξουμε μερικά χαμολούλουδα στην τάφρο. Μα για το λεωφορείο, καμιά συμπάθεια δεν αισθανθήκαμε. Γιατί ποτέ δεν μας αφήσανε να μπούμε τζάμπα. Για το άμοιρο και πτωχό αυτό κατασκεύασμα, είπαμε χαιρέκακα:

-Καλά να πάθει! Να μην το παίζει άρχοντας! Εμείς αγαπάμε το τραμ. Εκείνο μας βάζει τζάμπα. Εκείνο θέλουμε να μην πάθει τίποτα. Εκείνο να φυλάς Παναγιά! Άραγε λέτε να ’ναι αλήθεια ότι η ανθρώπινη σκληρότητα και απονιά, ξεκινά από τα μικράτα τ’ ανθρώπου; Μαζί με την παιδική άγνοια και αθωότητα;

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *