Eβδομαδιαία Πολιτική – Οικονομική – Ναυτιλιακή – Φιλολογική εφημερίδα στην υπηρεσία των Δήμων του Πειραιά και των νησιών

ΑΠΟΨΕΙΣ

«Το σκυλόψαρο»

Γράφει ο Χαράλαμπος Δρακάτος

charalampos-drakatosΠρόεδρος Πολιτιστικής Ενώσεως Περάματος

Στα νερά μας, και ενδεικτικότερα στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Ψυττάλειας, Φαναριού, Περιστεριών, Διαπόρων νήσων, Παλιάς Επιδαύρου, Πόρου, Τσελεβινιών, Αίγινας, Σαν Τζόρτζιο, Σουνίου και κάτω Ευβοϊκού, κάνουν πολύ συχνά -στα ανοικτά βέβαια- την εμφάνισή τους οι καρχαρίες, και αυτό από την αρχαιότητα. Κάθε μέρα οι ψαράδες αλλά και τα καράβια που ταξιδεύουν, βλέπουν τα ραχιαία φτερά τους, τα «λατίνια» τους όπως τα λένε, γιατί είναι τριγωνικά και έχουν το σχήμα του πανιού. Τα απλώνουν όταν ταξιδεύουν, μόνον όταν είναι χορτάτοι, ήρεμοι και αφροπλέοντας. Είχαμε βέβαια κατά καιρούς και τραγικά συμβάντα, γιατί -όπως και να το κάνουμε- ο καρχαρίας είναι ένα θηρίο, απρόβλεπτο και πανίσχυρο.

Έτσι λοιπόν το 1905 οι καρχαρίες έφαγαν πέντε ναύτες του βρετανικού στόλου που ναυλοχούσε στο Νέο Φάληρο, ανοιχτά φυσικά. Γιατί, πολύ επιπόλαια, γδύθηκαν και βούτηξαν στα νερά να κάνουν μπάνιο. Με διαταγή του ναυάρχου τα μπάνια διεκόπησαν μεσοπέλαγα, που ήταν φουνταρισμένος ο στόλος, και συνεχίστηκαν στις ακτές του Φαλήρου, μαζί με τους Αθηναίους λουόμενους.

Το τραγικότερο όμως περιστατικό συνέβη σχετικά πρόσφατα, το 1949, στην απότομη ακτή του Νέου Ικονίου Περάματος, πριν φτιαχτεί ο μώλος στον Κερατόπυργο. Στο σημείο εκείνο, πάνω στο φρύδι της ακτής, τα νεώτερα χρόνια υπήρχε η ταβέρνα «Ψυττάλεια», στο ανώτερο σημείο που τελειώνει το δενδροφύτευμα της λεωφόρου Δημοκρατίας σήμερα. Κάτω από την ταβέρνα και εκατέρωθεν, έχασκε η κρημνώδης ακτή και μάλιστα συνεχιζόταν και στη θάλασσα η απότομη κατωφέρεια όπου τα νερά ήσαν σχεδόν κρεμαστά, πιάνοντας τις πέντε με έξι οργιές (κοντά 11 μέτρα) αμέσως απ’ τους βράχους της ακτής. Εκεί ακριβώς υπήρχε και μια μεγάλη εσοχή της ακτής, που σχημάτιζε μια μεγάλη σπηλιά. «Η σπηλιά του γέρου» όπως τη λέγανε, γιατί παλαιότερα τη χρησιμοποιούσε ένας γέρος απόκληρος σαν απάνεμο καλύβι. Ανατολικά από κει, σε απόσταση μικρότερη από μισό μίλι, ήταν (και είναι) το εργοστάσιο της Ηλεκτρικής με την προβλήτα και το μικρό κυματοθραύστη, όπου πλεύριζαν πλοία για φορτοεκφόρτωση ή επισκευή και παραμονή.

Ήταν Ιούλης μήνας και ένα μεγάλο πετρελαιοφόρο είχε δέσει στο μώλο της ΔΕΗ, ξεφορτώνοντας μαζούτ για τις ανάγκες του εργοστασίου. Το πλοίο είχε έλθει από μακριά και προφανώς κάποιο κοπάδι από σκυλόψαρα τ’ ακολούθησε, τρώγοντας τα υπολείμματα της κουζίνας, μέχρι το λιμάνι του Ηρακλέους, κολυμπώντας ένα γύρω Ψυττάλεια, Ακροκέραμο, Ικόνιο, περιμένοντας την αναχώρησή του ίσως. Κάτι που οι καρχαρίες συνηθίζουν να κάνουν.

Ήταν Παρασκευή πρωί. Ο ήλιος δεν είχε ανέβει πολύ ψηλά στο στερέωμα και μια ομάδα από τέσσερις νέους έφηβους κατέβαινε την απόκρημνη ακτή σιγά – σιγά, φθάνοντας στα βράχια της ακρογιαλιάς μπρος από τη σπηλιά του γέρου. Τα παιδιά γδύθηκαν γρήγορα και ετοιμάστηκαν να βουτήξουν στη θάλασσα. Όμως το απότομο των νερών και το βαθύ πράσινο χρώμα τους, που σκούραινε γρήγορα λίγα μέτρα πέρα απ’ τους βράχους, τα φόβισε κομμάτι. Ο μικρότερος μάλιστα, κάνοντας το φόβο σύνεση, πρότεινε να πάνε πιο κάτω, ανατολικότερα, στην ακτή που ’ναι οι αλευρόμυλοι, γιατί τα νερά εκεί είναι πιο ομαλά και σίγουρα πιο ασφαλή.

Ο Λευτέρης ο Παρασάκης όμως, ένα δεκαεπτάχρονο γεροδεμένο αγόρι, που είχε αρχίσει μάλιστα να βγάζει και το πρώτο μουστάκι και φαινόταν ο αρχηγός της παρέας, τον αποπήρε λέγοντας:

-Άκουσε Γιάννη, εδώ ήλθαμε να κολυμπήσουμε σαν άνδρες και μάλιστα ν’ ανοιχθούμε βαθιά, κι όχι να σκιαζόμαστε πριν ακόμη πέσουμε στη θάλασσα!

-Μα αυτό ακριβώς λέω κι εγώ, ρε Λευτέρη.

-Τι λες δηλαδή, για να καταλάβω;

-Λέω πως τα νερά εδώ είναι άπατα και χρειάζεται να πάμε πιο ’κει, που ’ναι ρηχά, και θα μπούμε στη θάλασσα σιγά – σιγά.

-Σιγά – σιγά και κολοκύθια τούμπανα! Μια τσουπ! θα κάνουμε και θα βρεθούμε μέσα. Ούτε περπατήματα, ούτε ρηχά, ούτε να πατήσουμε κάναν αχινό. Αυτό το σκέφτηκες;

-Και ποια είναι η λύση; ρώτησε ένας τρίτος της παρέας, ο Βαγγέλης.

-Θ’ ανεβούμε σ’ αυτόν το ψηλό βράχο -δειξε έναν που εξείχε κάπου δύο μέτρα απ’ τη στάθμη της θάλασσας- και θα ρίξουμε μακροβούτι!

Στο άκουσμα ότι θα πέφτανε με βουτιά απ’ το βράχο, τ’ άλλα παιδιά φοβήθηκαν και γύρισαν αλλού το πρόσωπο, σημάδι ότι δεν συμφωνούσαν, οπότε ο Νίκος, που εκτελούσε χρέη υπαρχηγού της παρέας, ανέλαβε να βάλει τα πράγματα στη θέση τους.

-Άκουσε Λευτέρη, εμείς δεν ήλθαμε ’δω να βουτάμε από βράχια. Ήλθαμε να κολυμπήσουμε. Μα αφού επιμένεις, θα βουτήξουμε μία φορά μόνο για να μπούμε, και όποιος μπορεί και θέλει. Πρώτα όμως θα βουτήξεις εσύ, να δούμε και ν’ ακολουθήσουμε.

-Εντάξει ρε Νίκο, έχει καλώς. Βουτάω εγώ πρώτος και ακολουθάτε εσείς.

Φούσκωσε το γεροδεμένο κορμί του, θέλοντας έτσι να τους δώσει θάρρος, πήρε και πέταξε τρία τέσσερα πετροβότσαλα στη θάλασσα, που κάνοντας έναν απότομο παφλασμό το ρούφηξε το μεγάλο βάθος, και προχώρησε, σιγά – σιγά, υπερήφανα κι αγέρωχα, μέχρι την άκρη του ψηλού βράχου. Έκανε το σημείο του σταυρού, ζητώντας έτσι η χάρις του Θεού να τον συντροφεύει τώρα που θα βουτούσε στα βαθιά, και γύρισε και κοίταξε τους συντρόφους του πριν βουτήξει.

Ένα χαμόγελο διαγράφηκε στα χείλη του, δείγμα εμπιστοσύνης. Κούνησε το χέρι σαν χαιρετισμό και δίνοντας μια λικνιστική ώθηση, ρίχθηκε στο νερό. Το νεανικό σώμα διέγραψε μιαν αρμονική καμπύλη και με μια υπέροχη γωνιά, που θα τη ζήλευε και έμπειρος πρωταθλητής καταδύσεων, εισχώρησε βίαια στα κυανοπράσινα σκούρα νερά.

Οι φίλοι παρακολουθούσαν ακόμη τον κυκλικό παφλασμό του κυματισμού, που άφησε στην επιφάνεια το κορμί του Λευτέρη, και περίμεναν από στιγμή σε στιγμή να ξαναβγεί στην επιφάνεια κουνώντας θριαμβευτικά τα χέρια. Όμως οι στιγμές περνούσαν και κάτι τέτοιο δεν φαινόταν να γίνεται. Ένα κρύο ρίγος πέρασε τη ραχοκοκαλιά του Νίκου και ένα απροσδιόριστο σφίξιμο στην καρδιά τον έκανε να προχωρήσει μηχανικά μέχρι το βράχο.

-Πού πας; φώναξαν τ’ άλλα παιδιά, σχεδόν όλα μαζί. Περίμενε να βγει ο Λευτέρης πρώτα.

-Αυτό ακριβώς πάω να δω και ’γω. Και συμπλήρωσε διστακτικά: Έχω κακό προαίσθημα, κάτι κακό θα συμβεί στο Λευτέρη…

-Τι κακό δηλαδή; φώναξαν με αγωνία τ’ άλλα παιδιά.

-Δεν ξέρω, ρε παιδιά, δεν ξέρω. Αυτό ακριβώς θέλω να μάθω, δεν βλέπετε πως έχει περάσει τόση ώρα κι ακόμη δεν βγήκε απ’ το νερό ο Λευτέρης;

Τη στιγμή εκείνη βίαια αναταραχή και μεγάλος παφλασμός ακούστηκε σαν να βράζει εκεί μπροστά τους η θάλασσα λίγα μέτρα απ’ την ακτή εκεί κοντά που βούτηξε ο Λευτέρης, ενώ συγχρόνως αφροί και εκατοντάδες φυσαλίδες αέρος ανέβαιναν στην επιφάνεια.

Τα παιδιά πάγωσαν και μείνανε ακίνητα στις θέσεις των, χωρίς να μπορούν να φωνάξουν ή να κινηθούν προς στιγμή, λες και κάποιο παγωμένο αόρατο χέρι τα κρατούσε αιχμάλωτα. Όταν μάλιστα με τους αφρούς και τις φυσαλίδες η θάλασσα άρχισε να κοκκινίζει, σημάδι αλάθευτο ότι τούτο ήταν το νεανικό αίμα του φίλου τους, μπήξανε μια κραυγή σπαραγμού και γεμάτοι αγωνία, συγκλονισμένοι, τρέμοντας από την ταραχή, άρχισαν να φωνάζουν «βοήθεια, βοήθεια!», πιστεύοντας μέσα στην απελπισία τους ότι υπήρχε ελπίδα σωτηρίας για τον τραγικό Λευτέρη. Όταν όμως -σ’ ένα απαίσια σκληρό ξέσπασμα- η θάλασσα, μην μπορώντας να κρατήσει στο βάθος της το τραγικό δράμα, ξέρασε στην επιφάνεια το φοβερό σκυλόψαρο που κρατούσε στα φοβερά σαγόνια του το νεκρό καταματωμένο και κατασπαραγμένο νεανικό κορμί του αγαπημένου φίλου τους, που από το βίαιο κτύπημα της ουράς και της κεφαλής του τέρατος, τα άψυχα χέρια του πριν από λίγο γεμάτου ζωή φίλου τους, κινιόνταν σαν σε χαιρετισμό, σαν να τους γνέφανε για τελευταία φορά στον πάνω κόσμο, στιγμές πριν το φοβερό αυτό θέαμα χαθεί στα βάθη του πόντου, τα παιδιά σωριάστηκαν καταγής κι αγκαλιασμένα ξέσπασαν σε ένα πικρό, πονεμένο κλάμα. Ο εφιάλτης του φοβερού θανάτου του φίλου τους έμεινε ανεξίτηλα χαραγμένος στη μνήμη τους, στη ζωή τους ολάκερη. Πέρασε σχεδόν μισή ώρα, ώσπου να συνέλθουν και ώσπου να φθάσουν οι πρώτοι άνθρωποι, που άκουσαν τις φωνές, για βοήθεια. Μίλησαν και είπαν τα καθέκαστα. Είπαν πως το θεριό ήταν από κάτω και άρπαξε το άμοιρο παιδί. Το έμαθε και η τραγική μάνα που ήταν χήρα. Τον άνδρα της, τον πατέρα του άμοιρου Λευτέρη, τον είχαν σκοτώσει οι Γερμανοί, και τρελάθηκε. Τέτοιος πόνος είναι αβάστακτος. Τον είχε μοναχοπαίδι. Μα και όλος ο κόσμος, ο Πειραιάς, η Αθήνα, κατασυγκινήθηκε από τη θαλασσινή αυτή δυστυχία. Την άλλη μέρα βγήκαν σε καταδίωξη του θεριού το λιμενικό και πολλοί ειδικοί με σκυλοπαράγαδα. Του κάκου όμως… Ο καρχαρίας εμφανίσθηκε μια – δύο φορές, αναζητώντας προφανώς κι άλλο θύμα. Τα δολώματα δεν τα έθιξε. Ύστερα χάθηκε. Το λιμεναρχείο Πειραιώς απαγόρεψε τα λουτρά στη θάλασσα για πολλές μέρες. Όπως γίνεται πάντοτε, κάθε φορά που εμφανίζονται καρχαρίες κοντά στις ακτές. Θα μου πείτε, δεν υπάρχει μέσον άμυνας, αν, αν η κακιά μοίρα μας φέρει αντιμέτωπους με το θεριό; Υπάρχει φίλοι μου. Υπάρχει -ή μάλλον υπάρχουν- αρκετά ακραίοι τρόποι να γλιτώσουμε. Τα τελευταία χρόνια έχει μελετηθεί πολύ η ζωή του καρχαρία και μάθαμε αρκετά. Εύκολα λοιπόν μπορεί κανείς να τα πληροφορηθεί. Πολύ δύσκολα ασφαλώς να τα εφαρμόσει και δεν είναι βέβαιο ότι επιτυγχάνουν πάντα και σίγουρα. Επομένως, καταλήγουμε πως καλύτερο μέσον άμυνας είναι η σύνεση.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *