Eβδομαδιαία Πολιτική – Οικονομική – Ναυτιλιακή – Φιλολογική εφημερίδα στην υπηρεσία των Δήμων του Πειραιά και των νησιών

ΑΠΟΨΕΙΣ

Β΄ ΜΕΡΟΣ ΟΣΙΑΣ ΜΑΡΙΑΣ ΑΙΓΥΠΤΙΑΣ.ΠΡΟΤΥΠΟ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ

ΤΣΑΚΑΝΙΚΑΤο α΄ μέρος το γράψαμε σε πεζόν λόγον, διότι εκείνη την περίοδον η Μαρία ήταν βουτηγμένη στην αμαρτίαν. Το β΄ μέρος είναι συγκνητικόν, διότι η Μαρία έχει αισθανθεί τα λάθη της και προσπαθεί να βρει τρόπον σωτηρίας. Επειδή δεσπόζει η ματάνοια, θα γραφεί σε έμμετρον λόγον, για να δώσει ξεχωριστήν ομορφιά και χάριν, προς τέρψιν ακοής και ψυχής και να συγκινήσει τις καρδιές μας, η αρετή της μετανοίας.

Η Μαρία συναισθανόμενη την αμαρτωλήν ζωήν της, άφησεν τον κόσμον και έζησεν 48 χρόνια στην έρημον, με συντροφιά τα θηρία, ζώντας με σκληρήν άσκησιν, νηστείαν, προσευχήν, αγρυπνίαν. Μέσα της ζούσε το αρχαίον κάλλος των πρωτοπλάστων. Αισθανόταν ότι στην καρδιά της ενεργούσε το Άγιον Πνεύμα. Ο καύσωνας της ερήμου μεταβάλλονταν σε ουράνιαν δροσιά.

Συνεχίζομε σήμερα τον βίον της οσίας Μαρίας, η οποία βαδίζει στην έρημον του Ιορδάνη.

Ενώ βάδιζεν προς την έρημον:

«Της ψιθυρίζει ο σατανάς πίσω να γυρίσει

και εις την Αλεξάνδρειαν ζωήν κακιά να ζήσει.

Είχεν τρία νομίσματα από ελεημοσύνη,

αγόρασε τρία ψωμιά την εποχήν εκείνη.

Προχώρησεν και έφθασεν στις όχθες Ιορδάνη,

Βρήκεν εκεί έναν Ναόν του Πρόδρομου Ιωάννη.

Ένα μικρό πλοιάριον ευρήκε στο ποτάμι,

τον Ιορδάνην πέρασε, απόφασιν είχε κάμει.

Κρατούσε δυόμιση ψωμιά, στα χέρια η Μαρία,

Αλλά εξεραθήκανε απ’ την πολυκαιρία.

Όταν τελείωσαν και αυτά, τρεφότανε με χόρτα

και ο πονηρός της θύμιζε παλιά ζωή της πρώτα.

Διασκεδάσεις και χορούς και κάθε ασωτία,

που με τους νέους γλένταγε εις την Αλεξανδρείαν.

Της άναβεν ο πονηρός την φλόγα της πορνείας

και στο μυαλό της γύριζε έξις της αμαρτίας.

Έκλαιγε, προσευχότανε ετότε η Μαρία,

φορέματα της έλιωσαν, απ’ την πολυκαιρία.

Με όλα αυτά τα βάσανα δεν οπισθοχωρούσε,

με προστασία του Θεού στην έρημον εζούσε.

Ζούσε ο γέρων Ζωσιμάς την εποχήν εκείνη,

σ’ ένα μεγάλο σπήλαιο, εκεί στην Παλαιστίνην.

Ώρα, που προσευχότανε, περνάει από κοντά του,

μία σκιά ανθρώπινη έφευγε μακριά του.

Στον Ζωσιμά εμίλησε, ρούχα της να της δώσει,

γιατί ήτανε ολόγυμνη, δικά της είχαν λιώσει.

Έβγαλε το ράσο του, διά να το φορέσει,

Εντύθηκε και κάθησε στου γέροντα την θέσιν.

Την έβλεπεν ο Ζωσιμάς, στην γη δεν επατούσε

Και έλεγεν μήπως φάντασμα, αυτόν εξαπατούσε.

Αυτό συλλογιζότανε, του λέγει η οσία.

Ότι δεν είναι φάντασμα, του λύνει απορία».

Ο γέροντας Ζωσιμάς της λέγει, ότι ήταν θέλημα Θεού να συναντηθούν. Η Μαρία εξομολογήθηκε το πλήθος των αμαρτημάτων της και του ζητά πάλι να έλθει του χρόνου Μ. Πέμπτη να την μεταλάβει. Έρχεται ο Ζωσιμάς, αλλά δεν την συναντάει.

«Τότε προσεύχεται θερμά, Θεόν παρακαλάει

Και μέσα εις την έρημον νεκρήν την συναντάει.

Εσταύρωσε τα χέρια της, κεφάλι προς την δύσιν

Την τελευταίαν της πνοή είχεν εκεί αφήσει.

Γραμμένα ήταν γράμματα, δίπλα εκεί στο χώμα

Θάψε εδώ ω Ζωσιμά της Αιγυπτίας σώμα.

Πέθανε σαν κοινώνησε, την πρώτην Απριλίου

Και την ψυχήν παρέδωσεν εις χείρας του Κυρίου».

Το επόμενον χρόνον έρχεται ο γέροντας και βλέπει το άφθαρτον σώμα της να μυρίζει ευωδία. Έψαλλε νεκρώσιμα τροπάρια, αλλά σκεπτόταν πως θα την ενταφιάσει. Ξαφνικά, βλέπει ένα λιοντάρι, φοβήθηκε…

«Και όταν προσευχήθηκε, λέοντα διατάζει

Να σκάψει  την ξερήν την γην, το σώμα μέσα βάζει.

Και το λιοντάρι έσκαψε, στην έρημον πηγαίνει

Και έθαψεν ο Ζωσιμάς Μαρία πεθαμένη».

Ο Ιερός Υμνωδός την εγκωμιάζει, ψάλλοντας: «Έλαμψας ηλίου δίκην Μαρία πανεύφημε και της ερήμου ταις φρυκτωρίαις πάσαν εφώτισας, όθεν καμέ τω σω φωτί καταλάμπρυνον (ωδή στ΄). (μετάφρασις); Έλαμψες ως ήλιος δικαιοσύνης και εφώτισες όλην την έρημον. Φώτισε και εμένα με το αληθινόν Σου φως.

Αγαπητοί μου Αναγνώστες, η αμαρτωλός Μαρία, δια της μετανοίας υψώθην στα ουράνια σκηνώματα και μεσιτεύει δι’ ημάς. Ας την ικετεύσομεν:

«Προσεύχου τώρα δι΄ημάς, Μαρία Αιγυπτία,

Να ζούμε στην μετάνοιαν και όχι στην αμαρτία».

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΑΙ ΘΕΑΡΕΣΤΑ

Mαρία Τσακανίκα

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *