Eβδομαδιαία Πολιτική – Οικονομική – Ναυτιλιακή – Φιλολογική εφημερίδα στην υπηρεσία των Δήμων του Πειραιά και των νησιών

ΑΠΟΨΕΙΣ

«Η Σημασία της Μάχης των Οχυρών» του Επίτιμου Αρχηγού του ΓΕΣ και πρώην υπουργού προστασίας του πολίτη Στρατηγο΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄ύ ε.α. Χαράλαμπου Λαλούση

Αποτελεί για εμένα μεγάλη τιμή και χαρά η δυνατότητα που μου δίνεται να συμμετάσχω ως ομιλητής στη σημερινή εκδήλωση, με θέμα «Η Σημασία της Μάχης των Οχυρών» και ευχαριστώ ιδιαίτερα τον Δκτη του Δ΄ ΣΣ Αντιστράτηγο κ. Παπασταθόπουλο Σταύρο, για την τιμητική αυτή πρόσκληση.

Επίσης ευχαριστώ θερμά όλους εσάς για την παρουσία σας και επιπλέον θέλω να ευχαριστήσω τον Σχη εα κ. Νικόλτσιο Βασίλειο, ο οποίος πέραν της εμπεριστατωμένης ομιλίας του, ως βαθύς γνώστης των ιστορικών θεμάτων, επιμελήθηκε την ιστορική έκθεση.

Νοιώθω ιδιαίτερη συγκίνηση που βρίσκομαι σήμερα εδώ μαζί σας στην όμορφη και φιλόξενη Ξάνθη, ανάμεσα σε ανθρώπους που αγάπησα και εισέπραξα πολλαπλά την αγάπη τους και την εκτίμησή τους, μετουσιώνοντας τη ευγνωμοσύνη αυτή, σε ανιδιοτελή πράξη στήριξης αυτού του ξεχωριστού τόπου.

Η διοίκηση του Δ΄ ΣΣ στη Θράκη, ήταν για εμένα μια από τις σημαντικότερες περιόδους της στρατιωτικής μου πορείας, που υπηρέτησα με ήθος, υπέρτατη αφοσίωση και υψηλό αίσθημα καθήκοντος. Μάλιστα, κομμάτι της άσβεστης μνήμης και νοσταλγίας μου, αποτέλεσε και πάντοτε αποτελεί και η χρονική ταύτιση με τις εκδηλώσεις για τα 100 χρόνια απελευθέρωσης της Ξάνθης το 2019.

Ο ηρωικός αγώνας της Ελλάδας εναντίον του Άξονα, κατά τους επτά συνολικά μήνες του ελληνοϊταλικού[1] και του ελληνογερμανικού πολέμου (28 Οκτωβρίου 1940 – 31 Μαΐου 1941), αποτελεί αναμφισβήτητα μία από τις ενδοξότερες σελίδες της ελληνικής ιστορίας. Έχει όμως και ιστορική ευρύτερη σημασία, γιατί επηρέασε πολλαπλά την εξέλιξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και συνέβαλε κρίσιμα στην έκβασή του.

Αφετηρία αυτού του πολέμου  αποτελεί η άνοιξη του 1939, όταν τα ιταλικά στρατεύματα κατέλαβαν την Αλβανία και διαφάνηκαν ξεκάθαρα τα επεκτατικά σχέδια του Μουσολίνι. Τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, η πολιτική και στρατιωτική ισορροπία στα Βαλκάνια διαταράχθηκε. Το Βαλκανικό Σύμφωνο και τα διάφορα Σύμφωνα που είχε συνομολογήσει η Ελλάδα δεν τέθηκαν σε ενέργεια, ούτε βέβαια υπήρξε εξαρχής τέτοιο ζήτημα. Τόσο το Βαλκανικό Σύμφωνο, όσο και τα Σύμφωνα με τη Γιουγκοσλαβία και την Τουρκία κάλυπταν το ενδεχόμενο πολέμου με τη Βουλγαρία.

[1] Ο ελληνο-ιταλικός πόλεμος ήταν «παράπλευρος» πόλεμος της μεγάλης ευρωπαϊκής σύγκρουσης, η οποία ακόμα δεν είχε γίνει παγκόσμια· ήταν ένα δευτερεύον μέτωπο αυτής της σύγκρουσης, στο οποίο η μεν Ιταλία προσπαθούσε να κερδίσει μια εύκολη επιτυχία, και δι’ αυτής να αναδειχθεί σε ρυθμιστική δύναμη της νότιας Βαλκανικής, η δε Βρετανία επιθυμούσε να καθηλώσει και να φθείρει μια δύναμη που απειλούσε τη θέση της στην ανατολική Μεσόγειο, ιδίως στην Αίγυπτο.

Η Ελλάδα βέβαια και η Βρετανία ανέμεναν μεγαλύτερη διπλωματική και πολιτική τουλάχιστον υποστήριξη από την Τουρκία, σύμμαχο και των δύο χωρών, αλλά η Τουρκία επέλεξε την οδό της ευμενούς ουδετερότητας προς τους συμμάχους της, επικαλούμενη κυρίως την απειλή εναντίον της από τη Σοβιετική Ένωση, η οποία είχε υπογράψει συμφωνία με τη Γερμανία από τον Αύγουστο του 1939[2].

Ο  πόλεμος αυτός της Ελλάδας εναντίον της Ιταλίας και στη συνέχεια η κάμψη της ελληνικής αντίστασης, όταν εισέβαλαν στην Ελλάδα ισχυρές δυνάμεις της Γερμανίας από τη Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία, έδειξαν με δραματικό τρόπο τα όρια της ελληνικής ασφάλειας και προστασίας της εδαφικής της ακεραιότητας σε περίοδο γενικευμένου πολέμου μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων.

Επρόκειτο για πόλεμο τον οποίο η κυβέρνηση της χώρας αποδέχτηκε, επειδή έκρινε πως ο πόλεμος και η πτώση με τον λαό ενωμένο, εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα του έθνους καλύτερα από τον σταδιακό ακρωτηριασμό της χώρας και έναν νέο διχασμό του λαού της.

Η Ελλάδα ήταν το μόνο βαλκανικό κράτος που δεν ενεπλάκη σε διαπραγματεύσεις με τους αντίπαλους συνασπισμούς για τη στάση που θα τηρούσε στον πόλεμο. Αν και η επίσημη πολιτική της χώρας όταν τα σύννεφα του πολέμου άρχισαν να καλύπτουν απειλητικά την Ευρώπη, ήταν αυτή της ουδετερότητας, η στάση που θα τηρούσε αν αναγκαζόταν να εμπλακεί ήταν προφανής.

Είναι αξιοσημείωτο, ότι παρά τη δεινή θέση στην οποία βρέθηκε όταν δέχθηκε την επίθεση μιας μεγάλης δύναμης, της Ιταλίας,[3]  δεν ταλαντεύτηκε στην απόφασή της να αντισταθεί, χωρίς να έχει εξασφαλίσει το παραμικρό έρεισμα από την πλευρά των γειτόνων της και την επαρκή ενίσχυση από τη Μεγάλη Βρετανία.[4]

[2] Συμμετοχή της Τουρκίας στον πόλεμο εναντίον της Ιταλίας δεν επιθυμούσε η Ελλάδα, επειδή στο μόνο σημείο στο οποίο θα μπορούσε να επιτεθεί η Τουρκία ήταν τα ιταλικά ακόμα τότε Δωδεκάνησα, που θα κινδύνευαν να περιέλθουν στην κατοχή της Τουρκίας.  Καθ’ όλη τη διάρκεια του πο­λέμου, ακόμα και μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας το 1943 και την κατάληψη των Δωδεκανήσων από τη Γερμανία, η ελληνική κυβέρνηση προσπαθούσε να αποτρέψει την απελευθέρωση τους από την Τουρκία, για να αποκλείσει το ενδεχόμενο να περιέλθουν στην κατοχή της Τουρκίας.

[3] Το Ελληνικό Γενικό Επιτελείο δεν ήταν προετοιμασμένο για έναν επιθετικό, αλλά κυρίως για αμυντικό πόλεμο, δεδομένων των δυνατοτήτων του ιταλικού μηχανοκίνητου στρατού και της αεροπορίας.

Κατά την περίοδο αυτή, οι Βρετανοί δεν μπόρεσαν να παράσχουν άμεση βοήθεια, επειδή το Νοέμβριο του 1940 οι χερσαίες δυνάμεις τους στην Μέση Ανατολή είχαν αναλάβει την απόκρουση της εισβολής των Ιταλών στην Αίγυπτο. Επίσης η βρετανική Αεροπορία είχε περιορισμένες επιχειρησιακές δυνατότητες, ενώ δεν υπήρχαν στην Ελλάδα εγκαταστάσεις και ευκολίες υποστήριξης και συντήρησης βομβαρδιστικών αεροσκαφών μακράς ακτίνας δράσης.

Η άρνηση της Ελλάδας να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της Ιταλίας προκάλεσε μεγάλη έκπληξη στον κόσμο και ιδιαίτερα στην Ιταλία. Η αξιοσύνη, η λεβεντιά και το αδάμαστο αγωνιστικό φρόνημα των Ελλήνων, άσκησε τεράστια επίδραση στην ψυχολογία των λαών και είναι από τα πιο σημαντικά γεγονότα στην ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ήταν το παράδειγμα μιας μικρής χώρας που πολέμησε για την τιμή και την αξιοπρέπειά της καθώς και για βασικές αξίες του πολιτισμένου κόσμου, γεγονός που έδινε θάρρος στους χειμαζόμενους λαούς που είχαν χάσει την ελευθερία τους.

Για την αντιμετώπιση της επερχόμενης  γερμανικής εισβολής, πραγματοποιήθηκαν στην Αθήνα, από τις αρχές Ιανουαρίου μέχρι τις αρχές Μαρτίου 1941, αλλεπάλληλες συσκέψεις μεταξύ της ελληνικής και βρετανικής πολιτικής και στρατιωτικής Ηγεσίας.[5] Η βρετανική κυβέρνηση πρότεινε στην ελληνική, την αποστολή βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων στην Ελλάδα για τον σχηματισμό μιας ενιαίας και κοινής γραμμής άμυνας εναντίον των Γερμανών.

Η πολιτική της Μεγάλης Βρετανίας δεν ήταν ξεκάθαρη αρχικά και  διαμορφώθηκε σταδιακά, σε σχέση με τις εκδηλώσεις των προθέσεων της Γερμανίας. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των Άγγλων  στρατιωτικών, η επέμβαση της Γερμανίας στα βαλκάνια θεωρούταν τότε πλεονεκτική για την Αγγλία, αφενός γιατί θα οδηγούσε στην διασπορά και φθορά γερμανικών δυνάμεων και αφετέρου διότι η δημιουργία πολεμικού θεάτρου στα βαλκάνια θα μείωνε τη γερμανική πίεση στη μητροπολιτική Αγγλία. Από το άλλο μέρος όμως, οι Άγγλοι δεν επιθυμούσαν τον τερματισμό του ελληνοιταλικού πολέμου, ως επακόλουθο της γερμανικής στρατιωτικής παρουσίας στα Βαλκάνια.

[4] Εκτός από κάποια τακτική αεροπορική υποστήριξη που είχε ο ελληνικός Στρατός από τους Βρετανούς, διεξήγαγε τον πόλεμο κατά των Ιταλών, βασιζόμενος απόλυτα στα δικά του μέσα, υφιστάμενος σοβαρότατες απώλειες.

[5] Σε σύσκεψη Βρετανών και Ελλήνων στρατιωτικών και πολιτικών ηγετών που έλαβε χώρα στην Αθήνα στις 13 Ιανουαρίου, ο Στρατηγός Αλέξανδρος Παπάγος, Αρχιστράτηγος του ελληνικού Στρατού, η  ελάχιστη ενίσχυση που ζήτησε από τη Μ. Βρετανία ήταν εννέα Μεραρχίες με αντίστοιχη αεροπορική υποστήριξη.

Το αλβανικό μέτωπο έχει καθηλώσει σημαντικές ιταλικές δυνάμεις τόσο σε έμψυχο όσο και σε πολεμικό υλικό, που η Ιταλία θα μπορούσε να διαθέσει στη βόρεια Αφρική, με δυσμενείς συνέπειες για τη στρατηγική θέση της Βρετανίας στη ζωτική αυτή περιοχή.

Στόχος τελικά της βρετανικής κυβέρνησης ήταν να εμπλακεί η Γερμανία στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, και οι λαοί της περιοχής να μη συνθηκολογήσουν χωρίς να πολεμήσουν, ώστε οι Γερμανοί να αναγκαστούν να εμπλέξουν ισχυρές δυνάμεις.

Το πρόβλημα που προέκυψε ήταν η θέση της ελληνο-βρετανικής γραμμής άμυνας που πρότειναν οι Βρετανοί, το περιβόητο «βαλκανικό μέτωπο» εναντίον της Γερμανίας, στην οποία θα παρατάσσονταν όλες οι ελληνικές χερσαίες δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων αυτών του Αλβανικού Μετώπου, καθώς και λίγες  βρετανικές μεραρχίες που ήταν  διαθέσιμες. Οι Βρετανοί  πίστευαν ότι επιχειρησιακά ήταν προτιμότερο να δημιουργηθεί μια κοινή ελληνο-βρετανική αμυντική γραμμή στην κεντρική Ελλάδα.

Η ελληνική στρατιωτική ηγεσία ήταν σθεναρά αρνητική, στο να διατάξει τη σύμπτυξη των ελληνικών μονάδων του αλβανικού μετώπου προς νότο, εγκαταλείποντας στους Ιταλούς εδάφη ποτισμένα με αίμα, από τον φόβο κυρίως ότι, η διαταγή της σύμπτυξης θα προκαλούσε τη διάλυση του νικηφόρου στρατού του μετώπου.

Θεωρούσε προτιμότερο να διακινδυνεύσουν να προσβληθούν εκ των νώτων από τους Γερμανούς, διατηρώντας συγχρόνως το αλβανικό μέτωπο, παρά να ηττηθούν ταυτόχρονα και από τους δύο εχθρούς. Επίσης οι Έλληνες ηγέτες κατ’ επανάληψη είχαν δείξει τις προθέσεις τους να αμυνθούν εναντίον ενδεχόμενης γερμανικής εισβολής, ανεξάρτητα εάν θα υποστηρίζονταν από το σύμμαχό τους ή όχι.

Αντιμέτωπος με την ανυποχώρητη στάση του Έλληνα αρχιστράτηγου Αλέξανδρου Παπάγου,[6] ο Βρετανός υπουργός των Εξωτερικών δέχτηκε να υπογράψει, αντί ενός βαλκανικού συμφώνου που επιθυμούσε και μιας κοινής ελληνο-βρετανικής αμυντικής γραμμής στην κεντρική Ελλάδα, συμφωνία με την οποία σχηματίστηκε αμυντική γραμμή στην τοποθεσία του Βερμίου (Βόρας-Βέρμιο-Αλιάκμονας)[7] από δύο νεοσύστατες ελληνικές μεραρχίες, δύο βρετανικές μεραρχίες (μία αυστραλιανή και μία νεοζηλανδική) πεζικού και μία ταξιαρχία τεθωρακισμένων, η Γραμμή Αλιάκμονας όπως ονομάστηκε. Γενικά ο Αρχιστράτηγος Παπάγος είχε μεγάλες επιφυλάξεις για την αποτελεσματικότητα της βοήθειας που οι Βρετανοί ήταν σε θέση να προσφέρουν και για την ορθότητα των σχεδίων τους.

[6] Το λάθος ίσως του Παπάγου ήταν ότι βάσιζε περισσότερες ελπίδες στα ελληνικά αυτά οχυρά από ό,τι έπρεπε. Η Θεσσαλονίκη, εξάλλου, το βασικό λιμάνι ανεφοδιασμού, ήταν εκτεθειμένη σε αεροπορικούς βομβαρδισμούς και ανοιχτή στην κατάληψη από τον Αξιό.

Ανατολικά της γραμμής αυτής παρέμεναν στις θέσεις τους, στην οχυρωμένη Γραμμή Μεταξά, οι μονάδες τον Τμήματος Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας, δυτικά δε της γραμμής διατηρούσαν τις θέσεις τους έναντι των Ιταλών δύο μεγάλοι Σχηματισμοί, το Τμήμα Στρατιάς Ηπείρου και το Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας.

Επρόκειτο για συμβιβασμό μεταξύ των δύο πλευρών που εξυπηρετούσε τις προφανείς επιδιώξεις της καθεμιάς – των Ελλήνων να πολεμήσουν στις θέσεις που κατείχαν, τόσο στο Αλβανικό Μέτωπο όσο και στην οχυρωμένη Γραμμή Μεταξά, και των Βρετανών να στείλουν οπωσδήποτε στρατιωτικές δυνάμεις τους στην Ελλάδα για να πολεμήσουν εναντίον των Γερμανών.[8] Το μεγαλύτερο μέρος του στρατού πίστευε ότι έπρεπε να διατηρήσει, έστω και προσωρινά, τη δόξα του Αλβανικού πολέμου και να δώσει τη μάχη κατά των Γερμανών στη γραμμή Μεταξά.

Οι Βρετανοί δεν διέθεταν το απαραίτητο στρατιωτικό δυναμικό στην Μ. Ανατολή, που θα τους επέτρεπε να διεξαγάγουν ταυτόχρονες επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας στην Β. Αφρική και τα Βαλκάνια. Εξάλλου, ακόμα και αν μπορούσαν να ανακόψουν τη γερμανική προέλαση στην Ελλάδα, δεν θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν την κατάσταση με επιθετική επιστροφή στα Βαλκάνια.

Όταν  διήλθαν  τα στρατεύματα της Γερμανίας τον Δούναβη από τη Ρουμανία στη Βουλγαρία, η Τουρκία φρόντισε να παραμείνει αδρανής, η δε Γιουγκοσλαβία στις 25 Μαρτίου προσχώρησε στο τριμερές σύμφωνο, υπογράφοντας την απαραίτητη συνθήκη με τη Γερμανία. Η Γιουγκοσλαβία θα έπαιρνε τη Θεσσαλονίκη, αυτό τουλάχιστον επιθυμούσε η Γιουγκοσλαβική κυβέρνηση 

[7] Οι δύο κύριες επιδιώξεις στην επάνδρωση αυτής της τοποθεσίας συνίσταντο αφ’ ενός στη διατήρηση της επαφής με τις ελληνικές δυνάμεις του Αλβανικού μετώπου και αφ’ ετέρου στην απαγόρευση της καθόδου των Γερμανών στην Κεντρική Ελλάδα.

[8] Σύμφωνα με την Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, η κατανομή τον ελληνοβρετανικών δυνάμεων σε 2 τοποθεσίες, τοποθεσία Μπέλες Νέστος και τοποθεσία Βερμίου, ίσως χαρακτηριστεί από πρώτη όψη ως στρατηγικό σφάλμα, εάν όμως εξεταστούν σε βάθος τα γεγονότα, θα παραδεχθούμε ότι η λύση που δόθηκε ήταν η μόνη δυνατή και επιβεβλημένη.

Στις 27 Μαρτίου 1941 όμως έγινε κίνημα στο Βελιγράδι από τις ένοπλες δυνάμεις που ανέτρεψαν την κυβέρνηση και κατήγγειλαν τη γερμανο-γιουγκοσλαβική συμφωνία, προκαλώντας την οργή του  Χίτλερ. Η αλλαγή αυτή χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό από την Ελλάδα όμως είχε έρθει πολύ αργά για να αλλάξει την κατάσταση. Προσπάθειες από μέρος των Ελλήνων και των Άγγλων να εξασφαλιστεί η ενεργός σύμπραξη της Γιουγκοσλαβίας, προσέκρουσαν στην επιφυλακτική στάση της νέας γιουγκοσλαβικής κυβέρνηση.[9]

Οι σχεδιασμοί των Γερμανών για τις επιχειρήσεις στην βαλκανική είχαν ξεκινήσει ήδη από τον Νοέμβριο του 1940[10] όταν οριστικοποιήθηκε η απόφαση για εισβολή στην Ρωσία υπό την κωδική ονομασία επιχείρηση «ΜΠΑΡΜΠΑΡΟΣΑ». Μετά τους ατυχείς χειρισμούς και την αποτυχία των Ιταλών στην εκστρατεία εναντίον της Ελλάδας, η ανώτατη γερμανική διοίκηση εξαρτούσε πλέον την έναρξη των επιχειρήσεων εναντίον της Ρωσίας από την εξασφάλιση του ελέγχου της βαλκανικής καθώς, σύμφωνα με τα σχέδια, έπρεπε να εξασφαλιστεί το δεξιό πλευρό της γερμανικής προέλασης της Ομάδας Στρατιών Νότου από πιθανές Συμμαχικές ενέργειες.[11]

Η Γερμανία αποφασισμένη να εισβάλει στη Ρωσία την άνοιξη του 1941 προσπάθησε να εξουδετερώσει την πολεμική εστία στην Ελλάδα που μπορούσε θεωρητικά τουλάχιστον να εξελιχθεί σε μέτωπο υπό την αιγίδα της Βρετανίας.  Το φάσμα ενός βαλκανικού μετώπου, όπως το Μακεδονικό μέτωπο κατά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, επηρέασε σοβαρά τη γερμανική πολιτική απέναντι στην Ελλάδα.

[9] Οι Βρετανοί και οι Έλληνες ήλπιζαν ότι οι Γιουγκοσλάβοι θα ενεργούσαν από κοινού με τις δυνάμεις τους, εναντίον των δυνάμεων του Άξονα. Όταν αυτή η ελπίδα τελικά πραγματοποιήθηκε στα τέλη του Μαρτίου, οι τρεις Χώρες δεν κατόρθωσαν να συγκροτήσουν ενιαία Διοίκηση. Καμιά τέτοια πρωτοβουλία δεν αναλήφθηκε και μόνο μια διάσκεψη έλαβε χώρα μεταξύ Βρετανών, Γιουγκοσλάβων και Ελλήνων στρατιωτικών εκπροσώπων, στις 3 Απριλίου 1941. Κατά τη διάσκεψη αυτήν, οι Γιουγκοσλάβοι υποσχέθηκαν να αποφράξουν την κοιλάδα του Στρυμόνα ποτ., σε περίπτωση γερμανικής επιθέσεως μέσω του εδάφους τους. Επιπλέον, οι Έλληνες και οι Γιουγκοσλάβοι συμφώνησαν να εξαπολύσουν επίθεση από κοινού κατά των Ιταλών στην Αλβανία. Η εξέλιξη των γεγονότων, κατέδειξε σαφέστατα πόσο εξωπραγματικά ήταν αυτά τα επιθετικά σχέδια, κατά το χρόνο που και οι δύο χώρες θα έπρεπε να προσπαθήσουν να συντονίσουν τις αμυντικές τους ενέργειες κατά της γερμανικής απειλής.

[10] Το τρίμηνο από τα τέλη Δεκεμβρίου 1940 οπότε εκδηλώθηκε το ενδιαφέρον της Γερμανίας για την έκβαση του ελληνοϊταλικού πολέμου, ως τις αρχές Απριλίου 1941 οπότε εξαπολύθηκε η επίθεση κατά της Ελλάδος υπήρξε μια από τις κρισιμότερες φάσεις της πολεμικής προσπάθειας της χώρας με σοβαρές βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες συνέπειες.

[11] Το διακύβευμα για το αν η Γερμανία θα παρενέβαινε στον ανεπιθύμητο για αυτήν ελληνοϊταλικό πόλεμο αποτέλεσε η βρετανική αεροπορική παρουσία στην Ελλάδα, καθώς και ο κίνδυνος οι βρετανοί να εμποδίζουν από τις αεροπορικές βάσεις τους τον γερμανικό εφοδιασμό στη Ρουμανία.

Ο Χίτλερ θεώρησε επιβεβλημένη την επέμβασή του, λόγω του ελέγχου της Κρήτης και άλλων ελληνικών νήσων από τους Βρετανούς, καθώς επίσης και εξαιτίας της βρετανικής αεροπορικής παρουσίας στην Ελλάδα, με τον κίνδυνο τα βρετανικά αεροσκάφη να εμποδίζουν, τον γερμανικό εφοδιασμό από τις πετρελαιοπηγές στη Ρουμανία.

Η στάση της Γερμανίας προς την Ελλάδα έχει περισσότερο σχέση με τις γενικότερες πολιτικές επιδιώξεις της, παρά με την επιθυμία της να βοηθήσει την Ιταλία να βγει από το αδιέξοδο στο οποίο είχε εμπλακεί από τον Οκτώβριο του 1940.

Η Γερμανία προετοιμάστηκε για τις επιχειρήσεις εξασφαλίζοντας καταρχήν τις γραμμές συγκοινωνιών της προς τα Βαλκάνια. Αυτό το πέτυχε  ασκώντας σταθερό πολιτικό έλεγχο στην Ουγγαρία, τη Ρουμανία και την Βουλγαρία, η οποία έλαβε ως αντάλλαγμα τη δέσμευση της Γερμανίας για παραχώρηση της Δυτικής Θράκης και της Ανατολικής Μακεδονίας με τη λήξη των επιχειρήσεων.

Η σημασία που απέδιδε ο Χίτλερ στη βαλκανική εκστρατεία αντανακλάται στον όγκο των δυνάμεων που διατέθηκαν.[12] Σε ό,τι αφορούσε στις μηχανοκίνητες δυνάμεις[13] οι Γερμανοί είχαν συγκεντρώσει 1.365 ελαφρά, 344 μέσα και 198 βαρέα άρματα ενώ η όλη επιχείρηση θα υποστηριζόταν από περίπου 1.000 αεροπλάνα.[14] Οι ελλείψεις του ελληνικού στρατού σε αντιαεροπορικά και αντιαρματικά όπλα, σε τεθωρακισμένα και αεροπλάνα, καθόρισε το αποτέλεσμα της γερμανικής εισβολής στην Ελλάδα.

[12] Η 12η Στρατιά υπό τον Στρατάρχη Βίλχελμ φον Λίστ, η οποία είχε αναλάβει την διεξαγωγή των επιχειρήσεων, περιελάβανε τους εξής σχηματισμούς: το XL Σώμα Στρατού Αρμάτων (Δ. Βουλγαρία), το XVII Ορεινό Σώμα Στρατού (Ν. Βουλγαρία), το XXX Σώμα Στρατού Πεζικού (Ν.Α Βουλγαρία)  και την 16η Μεραρχία Αρμάτων. Επικουρικά είχαν διατεθεί η 1η Ομάδα Αρμάτων και το L Σώμα Στρατού.

[13] Ταχυκίνητα αποσπάσματα άμεσης επέμβασης προσκολλήθηκαν στις Ορεινές Μεραρχίες, γιατί έγινε σύντομα προφανές ότι σε ορεινό έδαφος μικρά μηχανοκίνητα αποσπάσματα ήταν ικανά να εκμεταλλευτούν ευκαιρίες, πιο αποτελεσματικά από τις δυσκίνητες μονάδες μεγέθους Μεραρχίας. Αυτά περιλάμβαναν στοιχεία αυτοκινούμενων ελαφρών πολυβόλων, τμήματα μηχανοκίνητου Πεζικού και στοιχεία Μηχανικού εκστρατείας. Οι διοικητές τους ήταν αρκετά προωθημένοι, έτσι ώστε να μπορούν να εκτιμήσουν προσωπικά τα φυσικά εμπόδια και την αντίσταση του εχθρού. Σε επίθεση εναντίον αμυντικής τοποθεσίας, η αποστολή του αποσπάσματος άμεσης επέμβασης συνίστατο στην προέλαση διαμέσου των κενών που διάνοιγαν τα ορεινά στρατεύματα, στην αρχική διείσδυση και στην παρεμπόδιση του αμυνομένου να ανασυντάξει τις δυνάμεις του και να προβάλλει νέα αντίσταση πιο μακριά προς τα πίσω.

[13] Καθ’ όλη τη διάρκεια της εκστρατείας, η γερμανική αεροπορία έπαιξε σημαντικό ρόλο στην υποστήριξη των χερσαίων δυνάμεων και αποδείχτηκε ακόμη πιο αποτελεσματική λόγω της σαφούς μειονεκτικότητας των Ελλήνων στον αέρα. Η εχθρική αεροπορία έδρασε σχεδόν ανενόχλητη. Τα ολιγάριθμα αντιαεροπορικά πυροβόλα εξουδετερώθηκαν από τις πρώτες ώρες, αφήνοντας τελείως ελεύθερο το πεδίο δράσης των γερμανικών αεροπλάνων, τα οποία κατέρχονταν σε πολύ χαμηλό ύψος βομβαρδίζοντας και πυροβολώντας ανηλεώς τους αμυνόμενους. Η δράση της ασθενούς

Εναντίον της Ελλάδας το γερμανικό σχέδιο επίθεσης βασιζόταν στην προϋπόθεση ότι, λόγω του κύριου βάρους που είχε δοθεί στο αλβανικό μέτωπο, οι ελληνικές δυνάμεις θα στερούνταν επαρκούς έμψυχου δυναμικού καθώς και υλικών προκειμένου να αμυνθούν στα σύνορα Γιουγκοσλαβίας και Βουλγαρίας.

Σε εφαρμογή του δόγματος του κεραυνοβόλου πολέμου, η επίθεση σχεδιάστηκε στη βάση της απόκτησης υπεροχής μέσω υπερκερωτικού ελιγμού ο οποίος θα οδηγούσε τις τεθωρακισμένες δυνάμεις στα νώτα των αναμενόμενων αμυντικών τοποθεσιών. Παράλληλα ειδικά εκπαιδευμένες και έμπειρες δυνάμεις θα προσέβαλαν κατά μέτωπο τις οχυρές τοποθεσίες.[15]

Από πρακτικής πλευράς, ο ελιγμός των Γερμανών αποτελούσε την αποτελεσματικότερη υποστήριξη που θα μπορούσε να παρασχεθεί στους Ιταλούς. Το σχέδιο αυτό των επιχειρήσεων, με αντικειμενικούς σκοπούς σε μεγάλο βάθος, ήταν προφανώς επηρεασμένο από την πείρα των Γερμανών κατά την εκστρατεία εναντίον της Γαλλίας.[16]

Εφ’ όσον καταλαμβανόταν η Θεσσαλονίκη, στη συνέχεια η Αθήνα και ο σημαντικός λιμένας του Πειραιά θα αποτελούσαν τον κύριο αντικειμενικό σκοπό. Με το λιμένα αυτόν και τον Ισθμό της Κορίνθου στα γερμανικά χέρια, η σύμπτυξη και η εκκένωση των βρετανικών και ελληνικών δυνάμεων θα διέτρεχαν σοβαρό κίνδυνο.[17]

βρετανικής αεροπορίας καθόσον δεν υπήρχε ελληνική, υπήρξε όπως ήταν φυσικό μικρής έκτασης, γεγονός που επηρέαζε το ηθικό των  Ελλήνων μαχητών.

[15] Εφόσον το ασθενές αμυντικό σύστημα της νοτ. Γιουγκοσλαβίας θα ανατρεπόταν από τα γερμανικά Τ/Θ, η σχετικά ισχυρή «Γραμμή Μεταξά», η οποία παρεμπόδιζε την ταχεία εισβολή στην Ελλάδα από τη Βουλγαρία, θα μπορούσε να υπερφαλαγγιστεί από εξαιρετικά ταχυκίνητες δυνάμεις, οι οποίες θα ενεργούσαν προς Νότο διαμέσου της Γιουγκοσλαβίας. Η κατάληψη του Μοναστηρίου και της κοιλάδας του Αξιού ποτ., που οδηγούν στη Θεσσαλονίκη, ήταν ουσιώδους σημασίας για ένα τέτοιο υπερκερωτικό ελιγμό.

[16] Με σκοπό να καλύψει τις ανάγκες ΔΜ, που αναμένονταν να αυξηθούν κατά την εξέλιξη της εκστρατείας εναντίον της Ελλάδας, η 12η Στρατιά συγκρότησε κινητά σημεία εφοδιασμού πλησίον των ελληνικών συνόρων. Αναγκαία εφόδια φορτώνονταν σε φορτηγά οχήματα, τα οποία συγκροτούνταν σε φάλαγγες έτοιμες να κινηθούν διαμέσου των ορεινών διαβάσεων σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Ακόμη, έμφορτες φορτηγίδες ανέμεναν σε ρουμανικούς λιμένες της Μαύρης θάλασσας, έτοιμες να αποπλεύσουν με προορισμό τη Θεσσαλονίκη, όταν ως ο λιμένας έπεφτε στα χέρια των Γερμανών. Οι αποθήκες εφοδίων, που εγκαταστάθηκαν κοντά στα γιουγκοσλαβικά και ελληνικά σύνορα, διέθεταν δέκα ημερών μερίδες τροφής, ένα βασικό φόρτο πυρομαχικών όλων των τύπων και επιπλέον μισό βασικό φόρτο πυρομαχικών Πυροβολικού, καθώς και τρεις έως πέντε μονάδες καταναλώσεως καυσίμων (μία μονάδα καταναλώσεως καυσίμων αντιστοιχούσε στη μέση κατανάλωση για 100 χιλιόμετρα).

Εκτός από τα συσσίτια που μεταφέρονταν από τα κινητά μαγειρεία εκστρατείας, οι Μονάδες Πεζικού θα εφοδιάζονταν με βασική τροφή τεσσάρων ημερών και ξηρά τροφή μιας ημέρας, ενώ οι μηχανοκίνητες και Τεθωρακισμένες Μονάδες θα έπαιρναν πρόσθετη τροφή τριών ημερών.

Αξίζει να αναφερθεί ότι η πρώτη αεροκίνητη επιχείρηση των Γερμανών στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε στις 26 Απριλίου 1941, όπου έγινε ρίψη αλεξιπτωτιστών στην περιοχή του ισθμού της Κορίνθου, με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη της ομώνυμης  γέφυρας και τον αποκλεισμό των βρετανικών στρατευμάτων που προσπαθούσαν να διαφύγουν.

Κατά την έναρξη των γερμανικών επιχειρήσεων εναντίον της Ελλάδος στην οριογραμμή των συνόρων Ελλάδας – Βουλγαρίας είχε ολοκληρωθεί σε μεγάλο βαθμό ένα γιγαντιαίο, ως προς τους πόρους και τη δυσκολία υλοποίησης, αμυντικό έργο.[18] Σκοπός του ήταν η προστασία της χώρας από αιφνίδια εχθρική ενέργεια εκ μέρους της Βουλγαρίας, της οποίας οι δυνατότητες ήταν γνωστές, συγκεκριμένες και σαφώς περιορισμένες σε σχέση με εκείνες των Δυτικών στρατών.[19]

 Τα πολιτικά και στρατιωτικά επιχειρήματα για την κρισιμότητα της οχύρωσης της μεθορίου, προέκυπταν από τη γεωγραφία της χώρας.  Η βόρεια Ελλάδα ήταν εύκολο να προσβληθεί από την πλευρά της Βουλγαρίας και της τότε Γιουγκοσλαβίας και ελλείψει του αναγκαίου στρατηγικού βάθους, η αποφυγή με κάθε τρόπο μιας αιφνιδιαστικής επίθεσης ήταν ζωτικής σημασίας.[20]

[17]Το κλειδί της επιτυχίας θα συνιστούσαν οι τολμηρές επιθετικές ενέργειες με ταχυκίνητα τμήματα, υποστηριζόμενα στενά από την τακτική Αεροπορία.

[18] Τα προβλήματα που αντιμετωπίσθηκαν στην κατασκευή ήταν  σοβαρά και πολύπλοκα, η επιτόπια δε διαχείριση τους από τον υπεύθυνο φορέα εκτέλεσης των έργων, που ήταν η Διοίκηση Φρουρίου Θεσσαλονίκης, αποτέλεσε αναμφίβολα σπουδαίο και αποφασιστικό παράγοντα για την ολοκλήρωση του τεράστιου αυτού έργου.

[19] Οι παθητικές αμυντικές δυνατότητες που θα παρείχε η Γραμμή των Οχυρών Θα αξιοποιούνταν μέσω αντεπιθέσεων του τακτικού Ελληνικού Στρατού, ο οποίος, επιπλέον, θα κάλυπτε τα πλευρά της αμυντικής διάταξης και θα παρείχε την αναγκαία εγγύς προστασία στα οχυρά ενάντια στις εχθρικές ενέργειες κατάληψής τους.Την άμυνα της τοποθεσίας θα συμπλήρωνε το πυροβολικό των μετόπισθεν, οι θέσεις του οποίου, όπως και οι τομείς πυρών υποστήριξης, είχαν αναγνωριστεί και οργανωθεί σε βάθος. Την προσβολή των οχυρών από αέρος θα απέτρεπε η αεροπορική κάλυψη με καταδιωκτικά αεροσκάφη.Από τα προηγούμενα, καθίσταται σαφές ότι τα οχυρά είχαν σχεδιαστεί να λειτουργούν ως μέρος ενός συνολικού σχεδίου ενεργητικής και παθητικής άμυνας στο οποίο ζωτικό ρόλο είχαν οι εφεδρείες.

[20] Τα οχυρωματικά έργα κατά μήκος των συνόρων είχαν με επιδεξιότητα προσαρμοστεί στα χαρακτηριστικά του εδάφους και ένα σύστημα άμυνας σε βάθος κάλυπτε τα ελάχιστα υφιστάμενα δρομολόγια. Σε όλη την έκταση των συνόρων με τη Γιουγκοσλαβία και Βουλγαρία, δεν είχε ανεγερθεί συνεχής σειρά οχυρώσεων, πλην όμως σε όλα τα κύρια σημεία της οροθετικής γραμμής είχαν προβλεφθεί οδοφράγματα, υλικά καταστροφών και εκτεταμένα ναρκοπέδια. Από στρατιωτικής πλευράς, το ορεινό έδαφος της Ελλάδας ήταν ιδανικό για άμυνα. Οι υψηλές οροσειρές της Ροδόπης, της Ηπείρου, της Πίνδου και του Ολύμπου παρέχουν πολλές δυνατότητες

Το τελικό αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό. Από το σύνολο των 417 χιλιομέτρων της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου η οχυρωμένη τοποθεσία κάλυπτε, με διάφορα έργα, 215 χιλιόμετρα. Τη ραχοκοκαλιά αυτής της γραμμής αποτελούσαν είκοσι ένα  σύγχρονα για την εποχή, αυτόνομα, περίκλειστα οχυρά τα οποία διέθεταν δυνατότητα άμυνας προς όλες τις κατευθύνσεις.[21] Τα οχυρά, μαζί με τα έργα που τα συμπλήρωναν, έγιναν μετέπειτα γνωστά ως «Γραμμή Μεταξά», από το όνομα του εμπνευστή της.[22] Ο Ιωάννης Μεταξάς, θεωρούσε τα αμυντικά οχυρωματικά έργα των ελληνοβουλγαρικών συνόρων ως έργα μείζονος εθνικής σημασίας και από το 1936 άρχισαν να υλοποιούνται με φρενήρεις ρυθμούς.[23]

Οι αριθμοί είναι ενδεικτικοί του μεγέθους των έργων και της προσπάθειας: 1,5 δις δραχμές (1939) ή αλλιώς το 10% του ετήσιου προϋπολογισμού της χώρας, 115 χλμ. διάνοιξη και κατασκευή νέων οδών, 92 χλμ. επισκευή παλαιού δικτύου, 24 χλμ. υπόγειες στοές, 13 χλμ. υπόγειες εγκαταστάσεις διαβίωσης,[24] 900.000 κυβικά μέτρα εκσκαφών, 66.000 τόνοι τσιμέντου, 12.000 τόνοι σιδηροπλισμού, 180.000 κυβικά μέτρα σκυροδέματος, 17 χλμ. σωλήνες αερισμού, 75 χλμ. σωλήνες ύδρευσης, 90 χλμ. συρματόπλεγμα και καλώδια τηλεφωνικών γραμμών, 1.216 χιλιόμετρα.[25]

αναχαιτίσεως του εισβολέα. Εν τούτοις, ο αμυνόμενος πρέπει να διαθέτει επαρκή αεροπορική υποστήριξη, προκειμένου να αποφύγει τη μετατροπή των πολλών στενωπών σε παγίδες για τις χερσαίες δυνάμεις του.

[21] Η «Γραμμή Μεταξά» εκτός από τα είκοσι ένα αυτόνομα οχυρά, περιλάμβανε προκεχωρημένες οργανωμένες θέσεις άμυνας, όπως πολυβολεία και πυροβολεία με σκέπαστρα ή χωρίς, παρατηρητήρια πυροβολικού και τα συνήθη έργα εκστρατείας, όπως σειρές αντιαρματικών κωλυμάτων και συρματοπλέγματα, χαρακώματα μάχης και τάφροι συγκοινωνίας. Τα αντιαρματικά κωλύματα περιλάμβαναν συνδυασμό τάφρων, τσιμεντένιους κώνους (δόντια) και σιδηροτροχιές προσδεδεμένες με τσιμέντο στο κέντρο (αχινός).

[22] Η οχυρωματική γραμμή Μεταξά στα σύνορα με τη Βουλγαρία προοριζόταν για πόλεμο με δυνάμεις πεζικού και όχι εναντίον μηχανοκίνητων δυνάμεων και αεροπορίας που διέθεταν οι Γερμανοί.

[23] Ο  Μεταξάς είχε ιδία άποψη για τη σημασία της συγκεκριμένης περιοχής, γεγονός που τον οδήγησε σε μια άνευ προηγουμένου προσπάθεια για την ολοκλήρωση των έργων. Προκειμένου να ελαττωθούν στο μέγιστο δυνατό οι χρόνοι ολοκλήρωσης των οχυρών, συγχωνεύονταν συχνά όλα τα στάδια υλοποίησης: η μελέτη κατασκευής, η χάραξη επί του εδάφους και το οικοδομικό έργο μαζί με την αναγκαία κατασκευή διαβάσεων για τη μεταφορά των υλικών.

[24] Τα οχυρά είχαν αυτονομία 10 ημερών σε τρόφιμα και πόσιμο νερό. Οι εγκαταστάσεις διαβίωσης παρείχαν όλες τις αναγκαίες διευκολύνσεις ενώ ο αέρας φιλτράρονταν με ειδικές συσκευές. Η ηλεκτροδότηση των μηχανημάτων, των διαβιβάσεων και του φωτισμού εξασφαλίζονταν από ηλεκτρογεννήτριες.

[25] Εξαιρετική σημασία είχε δοθεί στις επικοινωνίες, καθώς κάθε οχυρό είχε πλέον των δυο διαφορετικών γραμμών επικοινωνίας τόσο με τα άλλα οχυρά όσο και με τις θέσεις των Στρατηγείων στα μετόπισθεν και τις Διοικήσεις Πυροβολικού. Οι γραμμές εκτός οχυρών, είχαν τοποθετηθεί στα δύο μέτρα, βάθος το οποίο εκ των υστέρων αποδείχτηκε ανεπαρκές για την προστασία από τους βομβαρδισμούς.

Ακόμη και η μεταφορά των αναγκαίων οικοδομικών υλικών στις τοποθεσίες αποτέλεσε άθλο, για την ολοκλήρωση του οποίου χρησιμοποιήθηκαν μέχρι και καμήλες, ως ανθεκτικότερες και ικανότερες να μεταφέρουν μεγάλα φορτία σε αυτό τον τύπο εδαφών.[26]

Τα έργα της οχύρωσης δοκιμασθέντα κάτω από τις πιο δυσμενείς συνθήκες, αποδείχτηκαν ανώτερα από κάθε άποψη παρόμοιων έργων των μεγάλων ευρωπαϊκών στρατών. Αποτελεί συνεπώς απόδοση ελάχιστου φόρου τιμής, σ’ αυτούς που μόχθησαν για να φέρουν σε πέρας αυτό το τιτάνιο έργο, η αναγνώριση και υπογράμμιση ότι αυτό αυτό ήταν καθαρά ελληνικό, χωρίς καμιά σχετική προηγούμενη εμπειρία.

Η στρατηγική, η τακτική και η τεχνική πλευρά τους σχεδιάστηκαν στο σύνολό τους από Έλληνες Αξιωματικούς, μεταξύ των οποίων οι Αξιωματικοί του Μηχανικού, οι οποίοι είχαν και τη μεγαλύτερη συμμετοχή. Επίσης η υλοποίηση της κατασκευής ήταν έργο καθαρά Ελλήνων αξιωματικών του Μηχανικού, με τη βοήθεια ελληνικών εταιρειών[27] και τις τεχνικές συμβουλές του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.

Τα ζητήματα που απασχόλησαν ιδιαίτερα ήταν η ποιότητα του τσιμέντου και η κατάσταση του έτοιμου σκυροδέματος από άποψη πλαστικότητας, ενώ χρησιμοποιήθηκε ειδικό τσιμέντο υψηλής αντοχής. Για τον έλεγχο της αντοχής του σκυροδέματος στέλνονταν στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο δοκίμια, γεγονός που καταδεικνύει τη σημαντική συνεισφορά του ιδρύματος, στην ορθή κατασκευή των έργων. 

Κατά τον καταιγιστικό βομβαρδισμό των Οχυρών από τους Γερμανούς με βαρύ πυροβολικό, κανένα έργο δε διαλύθηκε, όπως έγινε στα γαλλικά και βελγικά Οχυρά, αλλά παρατηρήθηκαν μόνο μικρές αποφλοιώσεις. Το γεγονός αυτό έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στους Γερμανούς, που θέλησαν να βρουν τα αίτια αυτής της αντοχής των έργων της ελληνικής οχύρωσης.

[26] Το έτος 1938 σημειώθηκε σημαντικό άλμα στην εξέλιξη των ιδεών για τη μορφή των Οχυρών, που οφειλόταν από το ένα μέρος στην πυρετώδη πρόοδο των εργασιών στα δύο προηγούμενα χρόνια και την πείρα που αποκτήθηκε και από το άλλο μέρος στην επίσκεψη που έγινε στην γαλλική οχυρωμένη γραμμή Μαζινό από το Διοικητή της Διοίκησης Φρουρίου Θεσσαλονίκης Υποστράτηγο Στρίμπερ Ι. και το Διευθυντή του 3ου Γραφείου Ανχη Γεωργαντά Δημ. Οι εντυπώνεις που αποκτήθηκαν από την επίσκεψη αυτή, είχαν σημαντική επίδραση πάνω στη μορφή της οχύρωσης και βοήθησαν σημαντικά στη βελτίωσή της.

[27] Όλα τα έργα έγιναν εργολαβικά.

Ο  Στρατηγός διοικητής Μηχανικού του Γερμανικού Στρατού  επισκέφθηκε λίγες ημέρες μετά την κατάληψη της Χώρας, τον καθηγητή και ακαδημαϊκό Μητσόπουλο και αφού επαίνεσε την ελληνική οχύρωση ως την καλύτερη στην Ευρώπη από κάθε πλευρά, θέλησε να μάθει τα αίτια της εξαιρετικής αντοχής του σκυροδέματος των έργων. Γενικά οι Γερμανοί στρατιωτικοί, που αντιμετώπισαν την ελληνική οχύρωση εκφράστηκαν γι’ αυτή με τον επαινετικότερο τρόπο.

Ένα τεράστιο και αξιοθαύμαστο έργο είχε επιτελεστεί, χάρη στον απαράμιλλο ζήλο, τις άοκνες προσπάθειες καθώς και την ευσυνειδησία των αξιωματικών, ιδιαίτερα του Μηχανικού, και πολλών επιστημόνων από τον τεχνικό κόσμο της χώρας και το Μετσόβιο Πολυτεχνείο, αλλά και χιλιάδων εργατών και οπλιτών, που προσέφεραν για σειρά ετών τις σωματικές και πνευματικές τους δυνάμεις, με αυταπάρνηση στο αδιάβατα βουνά της περιοχής των συνόρων.

Μερικοί από αυτούς θυσίασαν ακόμη και τη ζωή τους και πάρα πολλοί έχασαν την υγεία τους. Οι συνθήκες εργασίας ήταν δύσκολες και τα εμπόδια σε πολλές περιπτώσεις ανυπέρβλητα. Παρ’ όλα αυτά η οχύρωση, που πραγματοποιήθηκε, υπήρξε οπωσδήποτε μια από τις καλύτερες στην Ευρώπη.

Τα οχυρά επάνδρωναν 329 Αξιωματικοί και 9.740 οπλίτες, εκ των οποίων πολλοί ήταν ντόπιοι και είχαν τοποθετηθεί σε αυτά πολύ νωρίτερα από την έναρξη των επιχειρήσεων των Γερμανών. Όμως  παρατηρούνταν σημαντικές ελλείψεις στα αποθέματα των οχυρών σε πολεμικό υλικό, καθώς μεγάλο μέρος αυτών είχε μεταφερθεί νωρίτερα στο Αλβανικό Μέτωπο για την απόκρουση της επιχείρησης «ΠΡΙΜΑΒΕΡΑ» και δεν είχε αναπληρωθεί.

Η γερμανική επίθεση κατά της Ελλάδος, άρχισε στις 05.15 της Κυριακής 6 Απριλίου συγχρόνως με την επίδοση διακοίνωσης, στην οποία αναφέρονταν τα στερεότυπα «παράπονα» του Γ΄ Ράιχ κατά της χώρας μας και τονιζόταν ότι σκοπός της γερμανικής ενέργειας ήταν η εκδίωξη των Άγγλων από την Ελλάδα.

Ο Πρεσβευτής της Γερμανίας Πρίγκηψ Ερμπαχ,  μετέβη νωρίς  το πρωί της 6ης Απριλίου στην οικία του Κυβερνήτη της Ελλάδος Αλεξάνδρου Κοριζή για να του επιδώσει την ανακοίνωση, σύμφωνα με την οποία  οι γερμανικές  φάλαγγες θα κινούντο κατά της Ελλάδος.

«Έχω εντολήν να επιδώσω εις την υμετέραν εξοχότητα εκ μέρους της Κυβερνήσεώς μου το παρόν σημείωμα». Ο Πρωθυπουργός, αφού ανέγνωσε την «ειδοποίηση», συνισταμένη από απλή πληροφορία ότι από της 6ης πρωινής τα «γερμανικά στρατεύματα θα εισήρχοντο εις την Ελλάδα όπως εκδιώξουν τα αγγλικά και ότι θα επλήττετο πάσα παρ’ οιουδήποτε προβαλλόμενη αντίσταση», είπε στον Πρέσβη της Γερμανίας τα εξής ιστορικά:

«Η Ελλάς δεν θα επιτρέψει την είσοδο ταύτην. Θα αμυνθεί του πατρίου εδάφους της, της Ελευθερίας και Ανεξαρτησίας της και θα προβάλει αντίσταση» . Ο Πρέσβης της Γερμανίας, μετά την απάντηση, μετά το ιστορικό δεύτερο «ΟΧΙ» της Ελλάδος, ανέχωρησε από την  οικία του Πρωθυπουργού, σε προφανή ταραχή. Οι δύο άνδρες δεν αντάλλαξαν ούτε καν χαιρετισμό.

Ο Χίτλερ δεν τήρησε ούτε τα τυπικά προσχήματα, θέτοντας προθεσμία για ενδεχόμενη αποδοχή, ούτε, άλλωστε, ζήτησε τη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων της Ελλάδος και της Γερμανίας.  Απλώς πληροφορούσε για την επίθεση των γερμανικών στρατευμάτων, που δε «στρεφόταν» κατά της Ελλάδος, αλλά κατά της Αγγλίας.[28]

Οι γερμανικές δυνάμεις, οι οποίες ήταν ιδιαίτερα ισχυρές,  επιτέθηκαν σε ολόκληρο το μέτωπο από τα σύνορα Ελλάδας – Βουλγαρίας – Γιουγκοσλαβίας μέχρι βόρεια της Κομοτηνής. Η κύρια προσπάθεια των Γερμανών εκδηλώθηκε εναντίον της κορυφογραμμής  Μπέλες και του οχυρού Ρούπελ.[29]

Ουσιαστικά οι Γερμανοί επιτέθηκαν σε τρεις κύριους άξονες με τρία ισχυρά Σώματα Στρατού. Πρώτον, στη δυτική πλευρά των ελληνοβουλγαρικών συνόρων με σκοπό τη διάσπαση της «Γραμμής Μεταξά» και την κατάληψη της Θεσσαλονίκης. Δεύτερον, κατά της «Γραμμής Μεταξά» από τα ανατολικά με σκοπό την κατάληψη της Δυτικής Θράκης και κατόπιν  των νησιών του Βορείου Αιγαίου και, τρίτον, στον άξονα Μοναστήρι-Φλώρινα-Γρεβενά, προκειμένου να απειλήσουν τις ελληνικές δυνάμεις του μετώπου της Αλβανίας και τις ελληνοβρετανικές δυνάμεις στο Βέρμιο από τα νώτα.

[28] Βλέπε  Ιστορία  του  Ελληνικού  Έθνους,   Τόμος  ΙΕ,  σελ  ,   Εκδοτική  Αθηνών. 

[29] Οι Γερμανοί για να εισβάλουν στη Β. Ελλάδα ήταν αναγκασμένοι να διέλθουν τα όρη της Ροδόπης, όπου μόνο λίγες διαβάσεις και κοιλάδες ποταμών επέτρεπαν τη διέλευση μεγάλων στρατιωτικών μονάδων. Τα εξαιρετικά δύσβατα ορεινά δρομολόγια, με τις πολυάριθμες στροφές τους, δημιουργούσαν σοβαρά προβλήματα στα βαριά οχήματα, μέχρις ότου γερμανικά τμήματα Μηχανικού τα διεύρυναν εξορύσσοντας τους βράχους. Μόνο πεζοπόρα τμήματα και έμφορτα ζώα μπορούσαν να κινηθούν εκτός των δρομολογίων.

Σύμφωνα με τα σχέδια στην οχυρωμένη τοποθεσία Μπέλες-Νέστος («Γραμμή Μεταξά») είχε αναπτυχθεί το Τακτικό Συγκρότημα Ανατολικής Μακεδονίας (ΤΣΑΜ), υπό τον Αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Μπακόπουλο.[30] Αποστολή του, σύμφωνα με τις διαταγές του Γενικού Στρατηγείου, ήταν η σταθερή άμυνα επί της οχυρωμένης τοποθεσίας και, σε περίπτωση αδυναμίας εξασφάλισης της τοποθεσίας, σύμπτυξη των δυνάμεων του προς Θεσσαλονίκη.[31]

Η Γερμανική επίθεση[32] εκδηλώθηκε με σφοδρό κανονιοβολισμό και προώθηση, σε όλο το μήκος της γραμμής, σχηματισμών αρμάτων,[33] μοτοσικλετιστών και πεζικού, με την υποστήριξη της αεροπορίας. Όμως οι Γερμανοί συνάντησαν σοβαρή και ανέλπιστη αντίσταση.[34]

Τα οχυρά άντεξαν στα καταιγιστικά πυρά του πυροβολικού και τα αλλεπάλληλα κύματα βομβαρδισμού από αέρος. Γερμανός αξιωματικός της αεροπορίας, δήλωσε ότι ο ελληνικός στρατός ήταν ο πρώτος στρατός στον οποίο τα αεροπλάνα καθέτου εφορμήσεως στούκας, δεν έσπειραν πανικό και οι στρατιώτες αντί να φεύγουν αλλόφρονες όπως έγινε στην Πολωνία και τη Γαλλία, μας πυροβολούσαν από τις θέσεις τους.

[30] Το ΤΣΑΜ  διέθετε τις XVIII, XIV και VII Μεραρχίες Πεζικού, την ΧΙΧ Μηχανοκίνητη Μεραρχία, την Ταξιαρχία Νέστου, την Ταξιαρχία Έβρου και το Απόσπασμα Κρουσίων. Το Απόσπασμα Κρουσίων θα απαγόρευε τη γερμανική προέλαση προς τη Θεσσαλονίκη σε περίπτωση διάρρηξης της τοποθεσίας Μπέλες. Ανατολικά του Στρυμόνα ήταν η VII και η XIV Μεραρχίες Πεζικού ενώ δυτικά του Στρυμόνα ήταν η XVIII. Στην ευρύτερη περιοχή της Ξάνθης ήταν ανεπτυγμένη η Ταξιαρχία Νέστου. Ως εφεδρεία τηρούνταν η XIX Μηχανοκίνητη Μεραρχία, νότια της λίμνης Δοϊράνης, η οποία είχε εξοπλιστεί κυρίως με ιταλικό υλικό που είχε κυριευθεί κατά τις επιχειρήσεις στο αλβανικό μέτωπο.

[31] Η κατάσταση των ελληνικών μεραρχιών απείχε πολύ από όσο επέβαλλε η κατάσταση. Η XIX Μηχανοκίνητη Μεραρχία ήταν ελαττωμένης σύνθεσης, αποτελούνταν δε από λάφυρα του Αλβανικού μετώπου η ποιότητα και η ποσότητα των οποίων ήταν πολύ κάτω του μέσου όρου. Στις υπόλοιπες μεραρχίες η κατάσταση δεν ήταν καλύτερη. Οι αξιωματικοί των Μονάδων ήταν κατά 80% έφεδροι, η μέση δύναμη των Ταγμάτων ήταν περίπου 500 άνδρες, στην πλειοψηφία τους ντόπιοι επίστρατοι με ελάχιστη ή καθόλου πολεμική εμπειρία, οι Μόνιμοι Ανθυπολοχαγοί που διοικούσαν λόχους είχαν μόλις αποφοιτήσει από την Σχολή ενώ ο οπλισμός των Μονάδων ήταν πεπαλαιωμένος.

[32] Κατά την έναρξη της γερμανικής επίθεσης ο όγκος των ελληνικών δυνάμεων (Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας – ΤΣΔΜ και Τμήμα Στρατιάς Ηπείρου – ΤΣΗ) βρίσκονταν στο Αλβανικό μέτωπο έχοντας μόλις αποκρούσει την εαρινή επίθεση των Ιταλών (επιχείρηση «ΠΡΙΜΑΒΕΡΑ»).

[33] Η εισβολή στην Ελλάδα ήταν η πρώτη επιχείρηση στην οποία Μεραρχίες Αρμάτων και Μηχανοκίνητες Μονάδες Πεζικού χρησιμοποιήθηκαν σε σαφώς ορεινό έδαφος. Παρά τις δυσκολίες που συναντήθηκαν, η χρησιμοποίηση των Τεθωρακισμένων σαν αιχμή δόρατος σε επιθέσεις διαμέσου ορεινών εδαφών αποδείχτηκε ορθή τακτική. Η ταχεία κατάληψη  της Θεσ/νίκης – δεν Θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς τη Μεραρχία αρμάτων.

[34] Η έκδοση διαταγών υπό τύπου αποστολής αποδείχτηκε πλήρως δικαιολογημένη κατά τη διεξαγωγή επιχειρήσεων σε δύσβατο ορεινό έδαφος. Μεγάλη πρωτοβουλία δράσεως αφέθηκε  στους τακτικούς Διοικητές σε όλα τα κλιμάκια, λόγω των συχνών διακοπών της ενσύρματης επικοινωνίας. Κατά κανόνα, όταν οι διαταγές λαμβάνονταν καθυστερημένα ή και καθόλου, οι κατώτεροι αυτοί διοικητές δρούσαν  με δική τους πρωτοβουλία εντός των πλαισίων της γενικής αποστολής τους.

Οι φρουρές των οχυρών και οι σχηματισμοί αντέταξαν τέτοια άμυνα, που στο τέλος κέρδισαν το θαυμασμό και το σεβασμό των επιτιθέμενων.  Πολέμησαν κάτω από μια κόλαση φωτιάς και σιδήρου και ανταπέδωσαν με τα μέσα που διέθεταν. Τα οχυρά στην αμυντική γραμμή απέκρουσαν αλλεπάλληλα κύματα γερμανικών επιθέσεων, ειδικά εκπαιδευμένων δυνάμεων πεζικού και μηχανικού των Γερμανών.[35]

Ο Παπάγος, προκειμένου να τονώσει το ηθικό του Στρατού, επισήμανε, μεταξύ άλλων, στην Ημερήσια Διαταγή του: «Θα νικήσωμεν διότι θα πολεμήσωμεν πάλιν υπό την σημαίαν της δικαιοσύνης. Θα πολεμήσωμεν διδάσκοντες και τον νέον αντiπαλον ότι η Ελλάς από την οποίαν ήντλησε τόσα πολύτιμα διδάγματα δεν αντιμετωπίζεται … .Ο Θεός της Ελλάδας είναι μαζί μας. Η αθάνατος μοίρα του Έθνους, αυτή που το συντήρησε, που το διαφύλαξε πρόμαχον των ελευθεριών και των υψηλών εκδηλώσεων του ανθρωπίνου πνεύματος, μας παραστέκει και σήμερον. Ατενίζοντας υψηλά, υπό την σκέπην του Θεού θα προχωρήσωμεν προς την τελικήν νίκην».[36]

Το τελικό αποτέλεσμα όμως εξαρτιόταν άμεσα από την αντίσταση της Γιουγκοσλαβίας. Ωστόσο, η γρήγορη κατάρρευση της άμυνας της και η έλλειψη διαθέσιμων δυνάμεων για την κάλυψη τον αριστερού πλευρού της τοποθεσίας Μπέλες – Νέστος, δημιούργησε σοβαρό κίνδυνο αποκοπής των ελληνικών στρατευμάτων από τον κορμό της Ελλάδος.

Η ΙΙ Τεθωρακισμένη Μεραρχία, προελαύνοντας μέσω της Γιουγκοσλαβίας πέρασε τα ελληνικά σύνορα χωρίς να συναντήσει ουσιαστική αντίσταση.  Αφού ανέτρεψε τις δυνάμεις προκαλύψεως στην κοιλάδα τον Αξιού και υπερφαλάγγισε την ΧΙΧ ελληνική Μηχανοκίνητη Μεραρχία, η οποία είχε επιβραδυντική αποστολή, στις 22.30 της 8ης Απριλίου βρισκόταν σε απόσταση είκοσι χιλιομέτρων από τη Θεσσαλονίκη, απαιτώντας την άνευ όρων παράδοση της πόλης.

[35] Η δράση του ελληνικού πυροβολικού υπήρξε απόλυτα επιτυχής, παρά τη συντριπτική υπεροχή του αντιπάλου πυροβολικού και τον αδιάκοπο βομβαρδισμό από ξηράς και αέρος και παρά την καταστροφή των τηλεφωνικών συνδέσεων, εκπλήρωσε την αποστολή του με εξαιρετική επιτυχία.  Αυτό ωφείλετο κατά μεγάλο μέρος εις την άρτια παρασκευή των αποστολών και την οργάνωση της παρατήρησης καθώς και τις ενθουσιώδεις προσπάθειες του προσωπικού, την επιμελημένη οργάνωση και απόκρυψη των θέσεων των πυροβόλων, παράμετροι που επέτρεψαν να εκτελέσουν ανενόχλητα σχεδόν και χωρίς πολλές απώλειες το έργο τους. [36] ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αγώνες εις την Ανατολικήν Μακεδονίαν και την Δυτικήν Θράκην, σσ.253- 254.1

Το Τμήμα Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας (ΤΣΑΜ), υπό τον κίνδυνο να αιχμαλωτισθεί, αλλά και για την αποφυγή ανώφελων θυσιών, διατάχθηκε από το Γενικό Στρατηγείο να διακόψει τις επιχειρήσεις.[37]

Η συνθηκολόγηση υπογράφηκε από τον Αντιστράτηγο  Μπακόπουλο διοικητή του Τμήματος Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας και τον διοικητή της ΙΙ Τεθωρακισμένης Μεραρχίας, στρατηγό Βέιλ (Rudolf Veiel), στις 14.00 της 9ης Απριλίου στη Θεσσαλονίκη. Αν και οι εχθροπραξίες στην περιοχή διακόπηκαν το ίδιο βράδυ, τα Οχυρά συνέχισαν να αντιστέκονται, σε έναν μάταιο πλέον αγώνα.

Ο Αντιστράτηγος Μπακόπουλος επέμενε κυρίως όπως στο πρωτόκολλο προστεθούν οι παρακάτω όροι: να αναγνωριστεί ότι το Τμήμα Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας δεν ηττήθηκε αλλά αναγκάστηκε να προτείνει συνθηκολόγηση λόγω της κατάρρευσης της γιουγκοσλαβικής αντίστασης, να επιστραφεί το πολεμικό υλικό στην Ελλάδα μετά το πέρας του πολέμου, να παραμείνουν στη θέση τους οι ελληνικές πολιτικές αρχές, να μην εισέλθει στο ελληνικό έδαφος βουλγαρικός στρατός και να μην αποσταλούν σε καμία περίπτωση στη Βουλγαρία ή στην Ιταλία ως αιχμάλωτοι Έλληνες αξιωματικοί και στρατιώτες.

Κατά τη διαπραγμάτευση που ακολούθησε οι Γερμανοί έκαναν δεκτές τις αιτήσεις με την εξαίρεση της επιστροφής του οπλισμού και της μη εισόδου βουλγαρικών στρατευμάτων.[38]

[37] Η σύμπτυξη των δυνάμεών του προς τους λιμένες της Μακεδονίας και η μεταφορά τους με πλοία, όπως αρχικά είχε αποφασιστεί, κρίθηκε ανέφικτη, γιατί ούτε εφεδρείες υπήρχαν για την κάλυψη της σύμπτυξης, αλλά ούτε και τα απαιτούμενα πλοία.

[38] Ο Αντιστράτηγος Μπακόπουλος απευθυνόμενος στο Γερμανό διοικητή είπε: «αισθάνομαι βαθύτατη λύπη διότι η τύχη μου επιφύλασσε να θέσω την υπογραφή μου στο πρωτόκολλο αυτό, το οποίο με υποχρεώνει να παραδώσω την υπό την διοίκησή μου ηρωική και ένδοξη Στρατιά της Ανατολικής Μακεδονίας αν και αυτή δεν ηττήθηκε».

[39] Στον τομέα της Ταξιαρχίας Έβρου τα τμήματα προκαλύψεως ανερχόμενα σε 100 περίπου αξιωματικούς και 2.000 οπλίτες αφού συμπτύχθηκαν βάσει σχεδίου, εισήλθαν στην Τουρκία όπου και αφοπλίστηκαν. Ο διοικητής της Ταξιαρχίας Υποστράτηγος Ζήσης Ιωάννης την 9 Απριλίου 1941, αυτοκτόνησε στο χωριό Ύψαλα της τουρκικής Θράκης, ενώ από την Τουρκία 100 αξιωματικοί και 1300 οπλίτες μετέβησαν στη Μέση Ανατολή τον Ιούνιο του 1940, οι δε υπόλοιποι επέστρεψαν στην Ελλάδα  τον Φεβρουάριο  του 1942.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την περιοχή της Θράκης παρουσιάζουν οι μάχες στα δυο οχυρά του Εχίνου και της Νυμφαίας στον τομέα της Ταξιαρχίας Νέστου.[39] Οι Γερμανοί κατέβαλαν επανειλημμένες προσπάθειες  κατάληψης  του Οχυρού του Εχίνου και του οχυρού της Νυμφαίας ακόμα και με νυχτερινές επιθέσεις, αφού τα οχυρά είχαν δεχθεί πρώτα καταιγισμό πυρών πυροβολικού και αεροπορίας. Από γερμανικές πηγές έγινε γνωστό ότι κατά του Οχυρού της Νυμφαίας έλαβε μέρος το πλείστο του πυροβολικού του ΧΧΧ Σώματος Στρατού. Ειδικά το Οχυρό της Νυμφαίας ήταν μεμονωμένο εντός μιας μεγάλης περιοχής, δηλαδή η άμυνα της Κομοτηνής δεν βασιζόταν σε αμυντικό μέτωπο, αλλά σε ένα μόνο οχυρό.

Επίσης η χρήση από τους Γερμανούς φλογοβόλων, καθώς και η  διοχέτευση αερίων και καπνού εντός των στοών, έκανε την ατμόσφαιρα στα οχυρά αποπνικτική. Στις περισσότερες των περιπτώσεων, οι στρατιώτες των οχυρών πολέμησαν σε συνθήκες πλήρους συσκότισης, σε αγώνα εκ του συστάδην εντός των στοών.

Διοικητής του Οχυρού Εχίνου ήταν ο Τχης ΠΖ  Δρακούσης Χρήστος, ενώ του Οχυρού Νυμφαίας ο Τχης ΠΖ Αναγνωστός Αλέξανδρος. 

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η έκθεση των ενεργειών του Οχυρού Εχίνου του Τχη ΠΖ  Δρακούση Χρήστου. Αναφέρεται στη συνάντησή του με τον Γερμανό Στρατηγό Διοικητή της Μεραρχίας που επιτέθηκε στο Οχυρό, στον οποίο έκανε εντύπωση ότι ο διοικητής του οχυρού ήταν Ταγματάρχης, διότι νόμιζε ότι θα ήταν Στρατηγός ή Συνταγματάρχης. Επίσης του ανέφερε ότι οι Γερμανοί δεν έχουν τίποτα μαζί σας, αλλά θέλουν το δρόμο ανοιχτό για να συλλάβουν τους Άγγλους.

 Στη συνέχεια ο Ταγματάρχης Δρακούσης, περιγράφει τις δύσκολες και βάναυσες συνθήκες της αιχμαλωσίας, όπου επί τριήμερο ήταν σε ένα αχυρώνα στον Εχίνο εξαντλημένοι και νηστικοί, με ένα κομμάτι ψωμί, ενώ είχαν μέρες να κοιμηθούν.

Κατά την παραμονή τους στον Εχίνο επισκέφθηκε δυο φορές το οχυρό προκειμένου να μεριμνήσει για τον ενταφιασμό των νεκρών στρατιωτών. Το θέαμα των νεκρών  ήταν φρικώδες, τα μάτια τους ήταν ανοιχτά και ένας στρατιώτης νεκρός κρατούσε στην αγκαλιά του το όπλο του. Ο επιλοχίας του Λόχου στον οποίο ανήκαν οι νεκροί, κατασκεύασε πρόχειρους σταυρούς από σανίδια κιβώτιων πυρομαχικών, τους τοποθέτησε επί των τάφων και τους στόλισε με λίγα άνθη.

Αξία έχει η αναφορά που κάνει για τους κατοίκους της Ξάνθης οι  όποιοι τους περιέθαλψαν στοργικά κατά την αιχμαλωσία τους στην Ξάνθη και τους διέμειναν τρόφιμα και κλινοστρωμνή για να κοιμηθούν. Αναφέρεται επίσης στον αφανή ήρωα τον δήμαρχο Ξάνθης Χρηστίδη όποιος αυθημερόν περιτρέχων τα στρατόπεδα αιχμαλώτων αν και υφίσταται μεγάλη πίεση από τους Γερμανούς και τους Βουλγάρους μοίρασε τα υπάρχοντά του κατόρθωσε να ενδύσει με πολιτική περιβολή 200 άνδρες και να χορηγήσει σε πολλούς χρηματικά ποσά για την αναχώρηση κατά την απελευθέρωση.

Τέλος αναφέρει ότι τα έθνη δεν αποθνήσκουν, η Ελλάς κατά τη μακραίωνη ιστορία της διήλθε έτι θλιβερότερους σταθμούς εντούτοις έζησε και δοξάστηκε. Η μόνη του παρηγοριά από το θλιβερό  αυτό δράμα όπου κλήθηκε να γράψει ήταν τα λόγια του στρατηγού Γερμανού Δκτου της επιτεθείσας  κατά του οχυρού  Μεραρχίας. «Είσθε στρατός γενναίος και άξιος καλύτερης τύχης»

 Έτσι, μετά τον τετραήμερο άνισο αγώνα έπαυσε η ελληνική αντίσταση στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη.[40] Παρά τη μικρή του διάρκεια, ο αγώνας του Ελληνικού Στρατού αποτελεί παράδειγμα θάρρους και αυτοθυσίας και μία από τις λαμπρότερες σελίδες της ιστορίας του.  Αν και δεν τίθετο καν ζήτημα σύγκρισης της μαχητικής ισχύος, οι ελληνικές μονάδες κατόρθωσαν να αποκρούσουν με επιτυχία τις γερμανικές επιθέσεις και αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν μόνο όταν ο αγώνας κατέστη ανώφελος λόγω της γιουγκοσλαβικής κατάρρευσης.[41]

Ανακοινωθέν του Γερμανικού στρατού το οποίο συνόψισε τις επιχειρήσεις στη βαλκανική ανέφερε τα εξής: με τη συντριβή της Γιουγκοσλαβίας δημιουργήθηκε για τη στρατιά του στρατάρχου Λιστ, η σταθερά βάση και η πλήρης εξασφάλιση για την περαιτέρω εξέλιξη των επιχειρήσεων εναντίον της Ελλάδος.

[40] Μετά την κατάληψη της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης οι γερμανικές δυνάμεις προέλασαν προς την Έδεσσα. Ταυτόχρονα, γερμανικά στρατεύματα εισήλθαν στο ελληνικό έδαφος από το Μοναστήρι, κατέλαβαν τη Φλώρινα και έλαβαν επαφή με τις ελληνοβρετανικές δυνάμεις στην τοποθεσία Πισοδερίου-Κλειδίου. Έτσι, δημιουργήθηκε σοβαρή απειλή για τα νώτα της τοποθεσίας Βόρας – Βέρμιο, την οποία κατείχε το ελληνοβρετανικό συγκρότημα υπό τον στρατηγό Ουίλσον. Μετά από αυτή την εξέλιξη, αποφασίστηκε η εκκένωση της περιοχής και η αμυντική εγκατάσταση στην τοποθεσία του Ολύμπου.

[41] Η εξέλιξη της Μάχης στα Οχυρά, παρά την απαράμιλλη ανδρεία των Ελλήνων, απέδειξε ότι η θεαματική βελτίωση των μηχανοκίνητων μέσων είχε καταστήσει παρωχημένη την τακτική της προσήλωσης στη γραμμική άμυνα.

Δίκαια λοιπόν οι υπερασπιστές των Οχυρών αισθάνονταν την πικρία της παράδοσης χωρίς να έχουν ηττηθεί. Είναι χαρακτηριστική η παρακάτω περιγραφή:

 «Την αυγή ωστόσο διαλύονται τα όνειρα μόλις έρχεται από τη Μεραρχία γραπτή διαταγή με τους όρους της παραδόσεως. Τότε η απελπισία ξεσπάει. Άλλοι κλαίνε δυνατά άλλοι αγκαλιάζουν και φιλάνε τα πολυβόλα τους με πάθος τόσο αυθόρμητο που σφίγγει την καρδιά όσους τους βλέπουν. Περίλυποι οι αξιωματικοί παρακολουθούν χωρίς να μπορούν να αρθρώσουν λέξη σε αυτή τη σκηνή εθνικού σπαραγμού. Ο ελληνικός στρατός είναι ευαίσθητος, ικανός για υπεράνθρωπα έργα όταν τα αναλάβει με την ψυχή του κι έτοιμος να πάρει κατάκαρδα κάθε ματαίωση των ελπίδων του. Πότε στρατιώτες δεν θέλαν πιο άδολα να αποφύγουν την ατίμωση. Ένας ξανθός δημοδιδάσκαλος και ένα χωριατόπουλο αυτοκτονούν. Πολλοί λοχίες με τις ομάδες μάχης τους το σκαν κρυφά για να μην αιχμαλωτιστούν». 

Οι απώλειες των Γερμανών υπήρξαν σημαντικές. Σύμφωνα με γερμανικές πηγές οι τραυματίες και οι αγνοούμενοι ανήλθαν σε 2.305 και οι νεκροί σε 555. Δικαιολογημένα, ο διοικητής του 125ου γερμανικού Συντάγματος που έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις στο Ρούπελ, δήλωσε μετά την ανακωχή στον διοικητή των οχυρών Ρούπελ-Καρατάς: «Δεν θρηνώ ως στρατιώτης, διότι η θυσία ήταν επιβεβλημένη, αλλά κλαίω ως άνθρωπος διότι εκ του Συντάγματός μου απέμειναν ολίγοι μόνον άνδρες».[42]

Ανάλογος ήταν και ο ελληνικός φόρος αίματος, καθώς οι νεκροί και οι τραυματίες ξεπέρασαν τους 1.000. Αξίζει να αναφέρουμε ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, 431 πεσόντες στις επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατάγονται από την Θράκη (Έβρος:180, Ροδόπη:203, Ξάνθη:48), εκ των οποίων 54 είναι  μουσουλμάνοι.    

Προς αναγνώριση του ηρωικού αγώνα των υπερασπιστών, οι όροι της παράδοσης  έδιναν στους Αξιωματικούς το δικαίωμα να κρατήσουν τα ξίφη τους και τα ελληνικά τμήματα να αποχωρήσουν χωρίς να συλληφθούν ως αιχμάλωτοι πολέμου. Σε αρκετές περιπτώσεις η παράδοση των οχυρών έγινε με την απόδοση τιμών από γερμανικά τμήματα προς τους αποχωρούντες Έλληνες αξιωματικούς και οπλίτες.[43] Παρά την τελική έκβαση οι πράξεις γενναιότητας των μαχητών των οχυρών κέρδισαν το σεβασμό των αντιπάλων και με την πάροδο του χρόνου έλαβαν τη μορφή στη συλλογική μνήμη του λαού, ως οι “Θερμοπύλες του Βορά”.

[42] ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη ιστορία του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού Πολέμου (1940-1941), σ.175.

Αξίζει να αναφέρουμε την επική ιστορία του Λοχία Δημητρίου Ίτσιου, ο οποίος πάλεψε μοναχός του μέχρις εσχάτων με θάρρος και αυταπάρνηση, καλύπτοντας  από το πολυβολείο Π8, την υποχώρηση ελληνικών τμημάτων στην περιοχή Ομορφοπλαγιά του όρους Μπέλες. Παραδόθηκε μόνο όταν  κατανάλωσε  όλα τα πυρομαχικά που είχε στη διάθεσή του, επιφέροντας τεράστιες απώλειες στον εχθρό και στη συνέχεια  εκτελέστηκε από Γερμανό Αξιωματικό.

«Κάποιο σκυρόδετο πολυβολείο, το λεγόμενο Π8 κράτησε ως τις 7.30 το βράδυ, μέχρις ότου τα 33.000 φυσίγγια και οι χειροβομβίδες του προσωπικού εξαντλήθηκαν. Όταν το πολυβολείο υπέκυψε ο Γερμανός αξιωματικός συνεχάρη τον επικεφαλής του πολυβολείου Λοχία Δημήτριο Ίτσιο αλλά έπειτα διέταξε και τον τουφέκισαν». 

Επίσης ο αγώνας της Ελλάδος σημαδεύτηκε από την πράξη ενός Αξιωματικού στο μέτωπο, που συμβόλιζε το δράμα της χώρας και του λαού της. Ο Ταγματάρχης Πυροβολικού Βέρσης Κωσταντίνος διαταχθείς από τους Γερμανούς στις 23 Απριλίου 1941 να παραδώσει τα πυροβόλα της Μοίρας του αφού συγκέντρωσε αυτά και απόδωσε τιμές αυτοκτόνησε ενώ η Μοίρα του έψαλε τον εθνικό ύμνο.

Η αντίσταση της Ελλάδας ήταν ένας πόλεμος αυτοθυσίας. Για πρώτη φορά στα χρονικά, μια μικρή χώρα δέχθηκε τη διαδοχική επίθεση δύο μεγάλων δυνάμεων. Αργά η γρήγορα, οι ελληνικές δυνάμεις, αντιμετωπίζοντας ουσιαστικά ολομόναχες δύο υπερδυνάμεις, θα υπέκυπταν.

Η Ελλάδα ήταν η μόνη βαλκανική χώρα που στάθηκε αδιάλειπτα στο πλευρό των Συμμάχων από την αρχή έως το τέλος του πολέμου. Η συμμετοχή της αυτή δεν ήταν συμβολική καθώς διέθεσε το σύνολο των στρατιωτικών της δυνάμεων της: είκοσι ένα μεραρχίες (είκοσι μεραρχίες πεζικού, μια μεραρχία ιππικού) για χρονικό διάστημα επτά μηνών και με αυξομειούμενη δύναμη μία μεραρχία στη Μέση Ανατολή.

[43] Κατά την παράδοση του οχυρού Παλιουριώνες ένα γερμανικό τάγμα παρατάχθηκε για την απονομή τιμών. Ο Γερμανός συνταγματάρχης που παρέλαβε το Οχυρό, αφού προσφώνησε τον διοικητή του, συνεχάρη τους άνδρες της φρουράς για την ηρωική αντίστασή τους. Η υποστολή της ελληνικής και η έπαρση της γερμανικής σημαίας πραγματοποιήθηκε μετά την αναχώρηση των Ελλήνων υπερασπιστών του. Ανάλογες ενέργειες διαδραματίστηκαν και στα οχυρά Ρούπελ, Λίσσε, Πυραμιδοειδές, Περιθώρι, Εχίνος, Νυμφαία, Ιστίμπεη και Κέλκαγια.

Στη διάρκεια του αγώνα οι απώλειες που γνώρισε ήταν δυσανάλογες με το μέγεθος και τον πληθυσμό της: ο Στρατός είχε απώλειες περίπου 14.000 νεκρούς και 43.000 τραυματίες.

Η Ελλάδα κατά τη διάρκεια του πολέμου και της τριπλής κατοχής, υπέστη τεράστιες υλικές καταστροφές και αβάστακτες για τους κατοίκους πληθωριστικές πιέσεις. Σύμφωνα με στατιστικές εκτιμήσεις του ΟΗΕ στις ζημιές από τον πόλεμο, σε σύγκριση με το ετήσιο εισόδημα, η Ελλάδα έρχεται πρώτη με συντελεστή 170%, ενώ η ηττημένη Γερμανία δεύτερη με συντελεστή 135%.

Σε όσους πράγματι απορούν πώς η Ελλάδα μπόρεσε να αντισταθεί σε δύο αυτοκρατορίες, αρνούμενη να ακολουθήσει τη μοίρα των υπόλοιπων λαών της Ευρώπης, την απάντηση δίνει μέσα από το προσωπικό του ημερολόγιο ο Βλάσης Καρατζίκας, ένας πυροβολητής του πεζικού: 9/4/1941.

 «Εμάθαμε ότι σήμερα το πρωί η Γερμανία έριξε κάτω το γόητρό της και μας εκήρυξε τον πόλεμον δια να σώσει την καταρρέουσα ιταλική αυτοκρατορία. Τι αίσχος όμως και απάνθρωπον….. Ας είναι. Κανείς μας δεν απελπίσθη, κανείς μας δεν παραπονέθει εις τον Θεόν, διότι όλοι μας γνωρίζουμε ότι ο Θεός και η Μεγαλόχαρη της Τήνου δεν θα μας αφήσουν να χαθούμε, όπως δεν μας άφησαν τόσες χιλιετηρίδες. Καρτερικά και αγόγγυστα εδέχθημεν και αυτό το κτύπημα και όλοι μας μυστικά ορκιστήκαμε ότι θα πολεμήσουμε μέχρι τέλους. Ζήτω η Ελλάς».

Συνολικά τα στρατηγικά οφέλη που αποκόμισαν οι Γερμανοί από την επιχείρηση κατά της Ελλάδος γενικά ήταν μικρά σε σχέση με τις δυνάμεις και το χρόνο πού διέθεσαν. Μακροπρόθεσμα, η κατάληψη της Ελλάδας αποδείχτηκε παθητική στην πολεμική προσπάθεια της Γερμανίας. Ήταν όμως μια επιχείρηση επιβεβλημένη – ή  έτσι τουλάχιστον πίστευαν ο Χίτλερ και οι στρατιωτικοί του – από την επικείμενη εισβολή στη Ρωσία.

Η αντίσταση της Ελλάδας στη γερμανική εισβολή, είχε τεράστια σημασία στην εξέλιξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και συνέβαλε πολλαπλά και ουσιαστικά στη συμμαχική προσπάθεια κατά του Άξονα, γιατί καθυστέρησε και απασχόλησε ένα μεγάλο μέρος της γερμανικής πολεμικής μηχανής.[44]  Αυτό είχε ως άμεσο αποτέλεσμα τη δέσμευση ισχυρών γερμανικών δυνάμεων, που διαφορετικά θα ήταν δυνατό να είχαν διατεθεί σε άλλα μέτωπα, δίνοντας τη δυνατότητα στους Βρετανούς να σταθεροποιήσουν τη θέση τους στην Αφρική και στην Εγγύς Μέση Ανατολή, με σημαντικές επιπτώσεις στην εξέλιξη του όλου πολέμου.

          Επιπλέον, οι ευρύτερες επιχειρήσεις στα Βαλκάνια, που υποχρεώθηκε να διενεργήσει η Γερμανία, ήταν η κυριότερη αιτία για την αναβολή της έναρξης της επίθεσης εναντίον της Ρωσίας  κατά πέντε εβδομάδες. Οι συνέπειες της αναβολής αυτής υπήρξαν κρισιμότατες για τους Γερμανούς, καθώς επήλθε ο βαρύτατος ρωσικός χειμώνας, πριν προφτάσουν να επιτύχουν αποφασιστικά αποτελέσματα. Έκτοτε ο χρόνος εργαζόταν εις βάρος τους ως την τελική ήττα.

Είναι ιστορικά επιβεβαιωμένο και ομολογημένο (Γερμανός Στρατάρχης Κάιτελ στις «Αναμνήσεις» του) ότι ο κύριος λόγος για την καθυστέρηση της έναρξης της επιχείρησης ΜΠΑΡΜΠΑΡΟΣΣΑ επί 5 εβδομάδες, ήτοι αντί στις 15 Μαΐου στις 22 Ιουνίου, οφείλεται στην ηρωική αντίσταση που προβλήθηκε επί 8-9 εβδομάδες (6 Απρ – 31 Μαΐ) στην ηπειρωτική Ελλάδα και στη νήσο Κρήτη.

 Άλλωστε, οι εξαιρετικά σοβαρές απώλειες σε προσωπικό και υλικό που υπέστησαν οι Μονάδες του γερμανικού Στρατού στην εκστρατεία εναντίον της Ελλάδας, επέβαλαν την εν λόγω καθυστέρηση για την αναπλήρωση και αποκατάστασή τους προκειμένου να μπορέσουν να συμμετάσχουν στην Επιχείρηση ΜΠΑΡΜΠΑΡΟΣΣΑ.

Επίσης σημειώθηκε εσπευσμένη αναδιάταξη των γερμανικών δυνάμεων  από τα Βαλκάνια, ακόμη και πριν ολοκληρωθούν πλήρως οι νίκες των Γερμανών στη Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα, διότι μερικές Μονάδες έπρεπε να επανέλθουν στη Γερμανία, προκειμένου να αναδιοργανωθούν έγκαιρα και να χρησιμοποιηθούν για την εισβολή στη Ρωσία. Λόγω του πτωχού οδικού δικτύου και της μειωμένης απόδοσης των σιδηροδρομικών γραμμών στα Βαλκάνια, οι κινήσεις αυτές καθυστερούσαν και δημιούργησαν πρόβλημα στην ομαλή διεξαγωγή των επιχειρήσεων.[45]

[44] Βλέπε Ιστορία  του  Ελληνικού  Έθνους, ο.π.  σελ. 453-454. 

[45] Οι εκστρατεία στα Βαλκάνια των Γερμανών χρησιμοποιήθηκε  ως αντιπερισπασμός. Οι επιχειρήσεις των Γερμανών στην ανατολική Μεσόγειο, την άνοιξη του 1941, αποδείχτηκαν επιτυχείς στην απόσπαση της προσοχής του κόσμου από τις προετοιμασίες τους στην Πολωνία για την εκστρατεία στην Ρωσία. Οι γερμανικές εκστρατείες στα Βαλκάνια, οι οποίες συνέπεσαν με την προέλαση του Ρόμμελ στην έρημο της βόρειας Αφρικής, φάνηκαν να δείχνουν ότι τα επεκτατικά

Στον ηθικό τομέα, η ελληνική αντίσταση έπαιξε σημαντικό ρόλο και χαιρετίστηκε με εκδηλώσεις θαυμασμού τόσο από τους ελεύθερους ακόμη λαούς όσο και από εκείνους πού είχαν υποκύψει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στον Άξονα.

Για την Ελλάδα, η αντίσταση κατά των Γερμανών ήταν συνέχεια του αγώνα της κατά των δυνάμεων που είχε αποφασίσει να πολεμήσει από τη στιγμή που απειλήθηκαν ή ανεξαρτησία και η εδαφική ακεραιότητά της. Συνάμα, ήταν αγώνας τιμής και χρέους.

Όταν ολοκληρώθηκε η κατάκτησή της από τον Άξονα, η Ελλάδα βρισκόταν σε δεινή κατάσταση. Το έδαφός της βρισκόταν υπό τριπλή κατοχή – γερμανική, ιταλική και βουλγαρική. Η οικονομία της ήταν εξαρθρωμένη, ο πληθυσμός των μεγάλων πόλεων βρισκόταν στα πρόθυρα του φοβερότερου λιμού που γνώρισε ποτέ η χώρα, ενώ χιλιάδες ανάπηροι και θύματα του πολέμου περίμεναν χωρίς ελπίδα περίθαλψη από το κράτος.

Το τίμημα του αγώνα του χρέους και της τιμής ήταν τρομακτικό. Οι θυσίες όμως του ελληνικού λαού για τη συμμαχική  υπόθεση, που συνεχίσθηκαν και μετά την κατάληψη της χώρας, αποτελούσαν τα αδιαμφισβήτητα πιστοποιητικά του Έθνους για τη θέση του μεταξύ των νικητών.

Τη στάση των Ελλήνων διερμήνευε επιγραμματικά η απάντηση που έδωσε ο Έλληνας διπλωμάτης Αθανάσιος Αγνίδης, ανώτερος αξιωματούχος της Κοινωνίας των Εθνών, στον Ιταλό πρεσβευτή στην Λισαβώνα Bova Scopa, στις αρχές Μαρτίου 1941, όταν ο Ιταλός του υπέδειξε να υποκύψει η Ελλάδα στον Άξονα για να αποφύγει τις τρομερές συνέπειες:

«Οι συμπατριώτες μου είναι πεισματάρηδες και ανυποχώρητοι, όταν πρόκειται για ζητήματα που αφορούν στην ανεξαρτησία και την τιμή της χώρας τους. Ίσως, όπως υποστηρίζετε, να εξαφανιστούμε  σαν Έθνος,  αλλά θα είναι για μια καλή υπόθεση. Θα ήταν προτιμότερο για τους Έλληνες που θα απέμεναν να υπερηφανεύονται ότι έσωσαν την τιμή τους και ότι η νεότερη Ελλάδα έκανε ό,τι μπορούσε που να ανταποκρίνεται στις αρχαίες καταβολές της και να δικαιολογεί την ύπαρξή της, παρά να ζουν ατιμωμένοι και περιφρονημένοι. Στην πραγματικότητα, τίποτε δε θα είχε χαθεί, γιατί το παράδειγμά θα ήταν χρήσιμο στον κόσμο, για να θερμαίνει τους λαούς στην εκτέλεση του χρέους, ακόμη και όταν διακυβεύεται το παν».

σχέδια του Χίτλερ κατευθύνονταν προς την ανατολική Μεσόγειο. Ο πλήρης αιφνιδιασμός που επέτυχαν οι Γερμανοί κατά την εισβολή στη Ρωσία, στις 22 Ιουνίου, μπορεί μερικώς να αποδοθεί στο γεγονός ότι οι επιχειρήσεις στα Βαλκάνια απορρόφησαν την προσοχή από τις προπαρασκευές που έλαβαν χώρα στην Πολωνία κατά τη διάρκεια του Απριλίου και Μαΐου 1941.

Στις 2 Μαΐου κοινοποιήθηκε η απόφαση του Χίτλερ για την παροχή πλήρους ελευθερίας στους Έλληνες αξιωματικούς και οπλίτες, που μέχρι τότε θεωρούνταν αιχμάλωτοι πολέμου Οι ελληνικές Μεγάλες Μονάδες, αφού παρέδωσαν τον οπλισμό τους, κινήθηκαν προς διάφορους χώρους, όπου και διαλύθηκαν. Έτσι έπεσε η αυλαία της τελευταίας πράξης του δράματος, όπως είχε εξελιχτεί το Έπος του ΄40, ο επίλογος του οποίου θα κορυφωνόταν με τη Μάχη της Κρήτης.

Συμπερασματικά, ο αγώνας στην ανατολική Μακεδονία και Θράκη, δύναται να χαρακτηριστεί ως αγώνας καταδικασμένος εκ των προτέρων λόγω της συντριπτικής υπεροχής του αντιπάλου, αλλά και αναγκαίος για την τιμή των ελληνικών όπλων και τη συμβολική αντίσταση εναντίον της βίας και του ολοκληρωτισμού.

Η ανεπάρκεια της βρετανικής συνδρομής και η απροσδόκητος ταχεία κατάρρευση της γιουγκοσλαβικής αντίστασης, επέτρεψαν στις υπέρτερες γερμανικές δυνάμεις τον ταχύ τερματισμό του αγώνα αυτού. Παρ΄ όλα αυτά η μικρή Ελλάδα, μαχόμενη εναντίον δυο πανίσχυρων αντιπάλων, απέδειξε ότι ήταν άξια κάθε σεβασμού και επέσυρε τον θαυμασμό και την εκτίμηση της παγκοσμίου κοινής γνώμης, αλλά  και των αντιπάλων της. Αν και καταλήφθηκαν τελικά τα ελληνικά εδάφη από τους επιδρομείς,  η μάχη της Ελλάδος, με την καθυστέρηση, ιδίως της γερμανικής επίθεσης εναντίον της Ρωσίας, συνέβαλε κρίσιμα στην πορεία της παγκόσμιας ιστορίας. 

Αντί επιλόγου, αξίζει και οφείλω να αναφέρω ότι εκδηλώσεις σαν τη σημερινή, συμβάλλουν στην εθνική μας αυτογνωσία, μας κάνουν να αισθανόμαστε υπερήφανοι, ενώ μας θυμίζουν  το χρέος που έχουμε να τιμούμε τους ήρωές μας, να μνημονεύουμε τις πράξεις τους, να γινόμαστε άξιοι συνεχιστές της ιστορίας που ανεξίτηλα έγραψαν και για τον λόγο αυτό συγχαίρω για άλλη μια φορά τον Δκτη του Δ΄ΣΣ  για αυτή την πρωτοβουλία του.

Η ένδοξη ιστορία των Οχυρών του Εχίνου και της Νυμφαίας, έχει ιδιαίτερη αξία για την περιοχή της Θράκης, για αυτό κατά τη γνώμη μου απαιτείται να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια από όλους τους φορείς, Στρατό, Περιφέρεια, τοπική αυτοδιοίκηση κλπ ώστε τα οχυρά να αναδειχθούν και να προβληθούν ακόμη περισσότερο, να βελτιωθεί η πρόσβαση σε αυτά και να αυξηθεί ο αριθμός και το ενδιαφέρον των επισκεπτών.  

Τελικά, όμως, τι θα πρέπει να μας μείνει από αυτή την εκδήλωση, ποιο είναι το δίδαγμα της Μάχης των Οχυρών.

Οι μαχητές των Οχυρών μάς δίδαξαν εμπράκτως, την έννοια του καθήκοντος και της χωρίς όρια προσφοράς προς την πατρίδα, μας απέδειξαν με το μεγαλείο ψυχής και την θυσία τους, ότι το να αγωνίζεσαι για τα ιδανικά σου δε σε κάνει απλώς γενναίο, σε κάνει ήρωα.

Ήταν επιλογή τους -και μάλιστα συνειδητή- να αψηφήσουν τον κίνδυνο, να παραβλέψουν την αριθμητική υπεροχή του αντιπάλου, να πιστέψουν στις δικές τους δυνάμεις, να πέσουν στη μάχη με ανδρεία και να βγουν νικητές.

Υπήρξαν υπερασπιστές της πατρίδας και σθεναροί πολεμιστές, αποτελώντας οι ίδιοι τα απόρθητα οχυρά των συνόρων μας, της χώρας μας, του ελληνισμού, της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας του λαού μας.

Ας αναλογιστούμε λοιπόν, όλοι εμείς σήμερα στη δική μας εποχή, ποιο είναι το χρέος μας προς την πατρίδα, πόσο σωστά το εκπληρώνουμε και κατά πόσο είμαστε αντάξιοι της παρακαταθήκης και του πνεύματος των μαχητών των Οχυρών.

Δυνάμεθα, άραγε, να χαλκέψουμε τον χαρακτήρα μας με γενναιότητα και ήθος, να αφιερώσουμε το πνεύμα μας και την ψυχή μας στην πατρίδα μας, να οχυρώσουμε τη ζωή -τη δική μας και των συμπατριωτών μας- ενάντια σε κάθε ηθική και πνευματική απειλή;

Πιστεύω ακράδαντα ότι μπορούμε. Αρκεί να το πιστέψουμε βαθιά και αυθεντικά, αρκεί να το αποφασίσουμε και να το υπηρετήσουμε με όλη τη δύναμη της ψυχής μας. Κάθε γενιά, σύμφωνα με τις προκλήσεις της εποχής της, έχει υποχρέωση και καθήκον να προσφέρει τα μέγιστα στην πατρίδα και να δίνει συνειδητά τον δικό της αγώνα, με όραμα, πάθος και ενθουσιασμό, για την ασφάλεια, την πρόοδο, την ανάπτυξη και την ευημερία της χώρας μας.

Κι αυτό θα το κατορθώσουμε, μονάχα αν δε λησμονεί κανείς να απαντά με αυστηρότητα, σοβαρότητα και κυρίως ειλικρίνεια στο ερώτημα τι έκανε η δική μας γενιά για το χρέος προς την πατρίδα μας.

Σας ευχαριστώ

Βιβλιογραφία

ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αγώνες στην Ανατολικήν Μακεδονία και Δυτικήν Θράκη, Αθήνα, 1956
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού Πολέμου 1940 – 1941, Αθήνα 1984

ΓΕΣ/ΔΙΣ, Η προς Πόλεμον Προπαρασκευή του Ελληνικού Στρατού 1923 – 1940, Αθήνα 1963.

ΓΕΣ/ΔΙΣ, Η Συμβολή της Ελλάδας στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, Αθήνα, 2009.
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Οχύρωσις Παραμεθορίου Ζώνης 1937-1940, Αθήνα, 1955
ΓΕΣ/7ο ΕΓ, Οι Γερμανικές Εκστρατείες στα Βαλκάνια, Αθήνα, 1993

ΓΕΣ/ΔΙΣ, Μνήμες Πολέμου 1897-1974

Ιστορία  του  Ελληνικού  Έθνους, τόμος ΙΕ 

Η Μάχη των Οχυρών, Κωσταντίνος Λαγός – Πλάτωνας Περαρής 

Ελλάς Η Σύγχρονη Συνέχεια από το 1821 μέχρι Σήμερα, Θ. Βερέμης- Ι. Κολιόπουλος

Ο Πόλεμος των Ελλήνων 1940-1941 Θ. Βερέμης


[1] Ο ελληνο-ιταλικός πόλεμος ήταν «παράπλευρος» πόλεμος της μεγάλης ευρωπαϊκής σύγκρουσης, η οποία ακόμα δεν είχε γίνει παγκόσμια· ήταν ένα δευτερεύον μέτωπο αυτής της σύγκρουσης, στο οποίο η μεν Ιταλία προσπαθούσε να κερδίσει μια εύκολη επιτυχία, και δι’ αυτής να αναδειχθεί σε ρυθμιστική δύναμη της νότιας Βαλκανικής, η δε Βρετανία επιθυμούσε να καθηλώσει και να φθείρει μια δύναμη που απειλούσε τη θέση της στην ανατολική Μεσόγειο, ιδίως στην Αίγυπτο.

[2] Συμμετοχή της Τουρκίας στον πόλεμο εναντίον της Ιταλίας δεν επιθυμούσε η Ελλάδα, επειδή στο μόνο σημείο στο οποίο θα μπορούσε να επιτεθεί η Τουρκία ήταν τα ιταλικά ακόμα τότε Δωδεκάνησα, που θα κινδύνευαν να περιέλθουν στην κατοχή της Τουρκίας.  Καθ’ όλη τη διάρκεια του πο­λέμου, ακόμα και μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας το 1943 και την κατάληψη των Δωδεκανήσων από τη Γερμανία, η ελληνική κυβέρνηση προσπαθούσε να αποτρέψει την απελευθέρωση τους από την Τουρκία, για να αποκλείσει το ενδεχόμενο να περιέλθουν στην κατοχή της Τουρκίας.

[3] Το Ελληνικό Γενικό Επιτελείο δεν ήταν προετοιμασμένο για έναν επιθετικό, αλλά κυρίως για αμυντικό πόλεμο, δεδομένων των δυνατοτήτων του ιταλικού μηχανοκίνητου στρατού και της αεροπορίας.

[4] Εκτός από κάποια τακτική αεροπορική υποστήριξη που είχε ο ελληνικός Στρατός από τους Βρετανούς, διεξήγαγε τον πόλεμο κατά των Ιταλών, βασιζόμενος απόλυτα στα δικά του μέσα, υφιστάμενος σοβαρότατες απώλειες.

[5] Σε σύσκεψη Βρετανών και Ελλήνων στρατιωτικών και πολιτικών ηγετών που έλαβε χώρα στην Αθήνα στις 13 Ιανουαρίου, ο Στρατηγός Αλέξανδρος Παπάγος, Αρχιστράτηγος του ελληνικού Στρατού, η  ελάχιστη ενίσχυση που ζήτησε από τη Μ. Βρετανία ήταν εννέα Μεραρχίες με αντίστοιχη αεροπορική υποστήριξη.

[6] Το λάθος ίσως του Παπάγου ήταν ότι βάσιζε περισσότερες ελπίδες στα ελληνικά αυτά οχυρά από ό,τι έπρεπε. Η Θεσσαλονίκη, εξάλλου, το βασικό λιμάνι ανεφοδιασμού, ήταν εκτεθειμένη σε αεροπορικούς βομβαρδισμούς και ανοιχτή στην κατάληψη από τον Αξιό.

[7] Οι δύο κύριες επιδιώξεις στην επάνδρωση αυτής της τοποθεσίας συνίσταντο αφ’ ενός στη διατήρηση της επαφής με τις ελληνικές δυνάμεις του Αλβανικού μετώπου και αφ’ ετέρου στην απαγόρευση της καθόδου των Γερμανών στην Κεντρική Ελλάδα.

[8] Σύμφωνα με την Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, η κατανομή τον ελληνοβρετανικών δυνάμεων σε 2 τοποθεσίες, τοποθεσία Μπέλες Νέστος και τοποθεσία Βερμίου, ίσως χαρακτηριστεί από πρώτη όψη ως στρατηγικό σφάλμα, εάν όμως εξεταστούν σε βάθος τα γεγονότα, θα παραδεχθούμε ότι η λύση που δόθηκε ήταν η μόνη δυνατή και επιβεβλημένη.

[9] Οι Βρετανοί και οι Έλληνες ήλπιζαν ότι οι Γιουγκοσλάβοι θα ενεργούσαν από κοινού με τις δυνάμεις τους, εναντίον των δυνάμεων του Άξονα. Όταν αυτή η ελπίδα τελικά πραγματοποιήθηκε στα τέλη του Μαρτίου, οι τρεις Χώρες δεν κατόρθωσαν να συγκροτήσουν ενιαία Διοίκηση. Καμιά τέτοια πρωτοβουλία δεν αναλήφθηκε και μόνο μια διάσκεψη έλαβε χώρα μεταξύ Βρετανών, Γιουγκοσλάβων και Ελλήνων στρατιωτικών εκπροσώπων, στις 3 Απριλίου 1941. Κατά τη διάσκεψη αυτήν, οι Γιουγκοσλάβοι υποσχέθηκαν να αποφράξουν την κοιλάδα του Στρυμόνα ποτ., σε περίπτωση γερμανικής επιθέσεως μέσω του εδάφους τους. Επιπλέον, οι Έλληνες και οι Γιουγκοσλάβοι συμφώνησαν να εξαπολύσουν επίθεση από κοινού κατά των Ιταλών στην Αλβανία. Η εξέλιξη των γεγονότων, κατέδειξε σαφέστατα πόσο εξωπραγματικά ήταν αυτά τα επιθετικά σχέδια, κατά το χρόνο που και οι δύο χώρες θα έπρεπε να προσπαθήσουν να συντονίσουν τις αμυντικές τους ενέργειες κατά της γερμανικής απειλής.

[10] Το τρίμηνο από τα τέλη Δεκεμβρίου 1940 οπότε εκδηλώθηκε το ενδιαφέρον της Γερμανίας για την έκβαση του ελληνοϊταλικού πολέμου, ως τις αρχές Απριλίου 1941 οπότε εξαπολύθηκε η επίθεση κατά της Ελλάδος υπήρξε μια από τις κρισιμότερες φάσεις της πολεμικής προσπάθειας της χώρας με σοβαρές βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες συνέπειες.

[11] Το διακύβευμα για το αν η Γερμανία θα παρενέβαινε στον ανεπιθύμητο για αυτήν ελληνοϊταλικό πόλεμο αποτέλεσε η βρετανική αεροπορική παρουσία στην Ελλάδα, καθώς και ο κίνδυνος οι βρετανοί να εμποδίζουν από τις αεροπορικές βάσεις τους τον γερμανικό εφοδιασμό στη Ρουμανία.

[12] Η 12η Στρατιά υπό τον Στρατάρχη Βίλχελμ φον Λίστ, η οποία είχε αναλάβει την διεξαγωγή των επιχειρήσεων, περιελάβανε τους εξής σχηματισμούς: το XL Σώμα Στρατού Αρμάτων (Δ. Βουλγαρία), το XVII Ορεινό Σώμα Στρατού (Ν. Βουλγαρία), το XXX Σώμα Στρατού Πεζικού (Ν.Α Βουλγαρία)  και την 16η Μεραρχία Αρμάτων. Επικουρικά είχαν διατεθεί η 1η Ομάδα Αρμάτων και το L Σώμα Στρατού.

[13] Ταχυκίνητα αποσπάσματα άμεσης επέμβασης προσκολλήθηκαν στις Ορεινές Μεραρχίες, γιατί έγινε σύντομα προφανές ότι σε ορεινό έδαφος μικρά μηχανοκίνητα αποσπάσματα ήταν ικανά να εκμεταλλευτούν ευκαιρίες, πιο αποτελεσματικά από τις δυσκίνητες μονάδες μεγέθους Μεραρχίας. Αυτά περιλάμβαναν στοιχεία αυτοκινούμενων ελαφρών πολυβόλων, τμήματα μηχανοκίνητου Πεζικού και στοιχεία Μηχανικού εκστρατείας. Οι διοικητές τους ήταν αρκετά προωθημένοι, έτσι ώστε να μπορούν να εκτιμήσουν προσωπικά τα φυσικά εμπόδια και την αντίσταση του εχθρού. Σε επίθεση εναντίον αμυντικής τοποθεσίας, η αποστολή του αποσπάσματος άμεσης επέμβασης συνίστατο στην προέλαση διαμέσου των κενών που διάνοιγαν τα ορεινά στρατεύματα, στην αρχική διείσδυση και στην παρεμπόδιση του αμυνομένου να ανασυντάξει τις δυνάμεις του και να προβάλλει νέα αντίσταση πιο μακριά προς τα πίσω.

[14] Καθ’ όλη τη διάρκεια της εκστρατείας, η γερμανική αεροπορία έπαιξε σημαντικό ρόλο στην υποστήριξη των χερσαίων δυνάμεων και αποδείχτηκε ακόμη πιο αποτελεσματική λόγω της σαφούς μειονεκτικότητας των Ελλήνων στον αέρα. Η εχθρική αεροπορία έδρασε σχεδόν ανενόχλητη. Τα ολιγάριθμα αντιαεροπορικά πυροβόλα εξουδετερώθηκαν από τις πρώτες ώρες, αφήνοντας τελείως ελεύθερο το πεδίο δράσης των γερμανικών αεροπλάνων, τα οποία κατέρχονταν σε πολύ χαμηλό ύψος βομβαρδίζοντας και πυροβολώντας ανηλεώς τους αμυνόμενους. Η δράση της ασθενούς βρετανικής αεροπορίας καθόσον δεν υπήρχε ελληνική, υπήρξε όπως ήταν φυσικό μικρής έκτασης, γεγονός που επηρέαζε το ηθικό των  Ελλήνων μαχητών.

[15] Εφόσον το ασθενές αμυντικό σύστημα της νοτ. Γιουγκοσλαβίας θα ανατρεπόταν από τα γερμανικά Τ/Θ, η σχετικά ισχυρή «Γραμμή Μεταξά», η οποία παρεμπόδιζε την ταχεία εισβολή στην Ελλάδα από τη Βουλγαρία, θα μπορούσε να υπερφαλαγγιστεί από εξαιρετικά ταχυκίνητες δυνάμεις, οι οποίες θα ενεργούσαν προς Νότο διαμέσου της Γιουγκοσλαβίας. Η κατάληψη του Μοναστηρίου και της κοιλάδας του Αξιού ποτ., που οδηγούν στη Θεσσαλονίκη, ήταν ουσιώδους σημασίας για ένα τέτοιο υπερκερωτικό ελιγμό.

[16] Με σκοπό να καλύψει τις ανάγκες ΔΜ, που αναμένονταν να αυξηθούν κατά την εξέλιξη της εκστρατείας εναντίον της Ελλάδας, η 12η Στρατιά συγκρότησε κινητά σημεία εφοδιασμού πλησίον των ελληνικών συνόρων. Αναγκαία εφόδια φορτώνονταν σε φορτηγά οχήματα, τα οποία συγκροτούνταν σε φάλαγγες έτοιμες να κινηθούν διαμέσου των ορεινών διαβάσεων σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Ακόμη, έμφορτες φορτηγίδες ανέμεναν σε ρουμανικούς λιμένες της Μαύρης θάλασσας, έτοιμες να αποπλεύσουν με προορισμό τη Θεσσαλονίκη, όταν ως ο λιμένας έπεφτε στα χέρια των Γερμανών. Οι αποθήκες εφοδίων, που εγκαταστάθηκαν κοντά στα γιουγκοσλαβικά και ελληνικά σύνορα, διέθεταν δέκα ημερών μερίδες τροφής, ένα βασικό φόρτο πυρομαχικών όλων των τύπων και επιπλέον μισό βασικό φόρτο πυρομαχικών Πυροβολικού, καθώς και τρεις έως πέντε μονάδες καταναλώσεως καυσίμων (μία μονάδα καταναλώσεως καυσίμων αντιστοιχούσε στη μέση κατανάλωση για 100 χιλιόμετρα).

Εκτός από τα συσσίτια που μεταφέρονταν από τα κινητά μαγειρεία εκστρατείας, οι Μονάδες Πεζικού θα εφοδιάζονταν με βασική τροφή τεσσάρων ημερών και ξηρά τροφή μιας ημέρας, ενώ οι μηχανοκίνητες και Τεθωρακισμένες Μονάδες θα έπαιρναν πρόσθετη τροφή τριών ημερών.

[17] Το κλειδί της επιτυχίας θα συνιστούσαν οι τολμηρές επιθετικές ενέργειες με ταχυκίνητα τμήματα, υποστηριζόμενα στενά από την τακτική Αεροπορία.

[18] Τα προβλήματα που αντιμετωπίσθηκαν στην κατασκευή ήταν  σοβαρά και πολύπλοκα, η επιτόπια δε διαχείριση τους από τον υπεύθυνο φορέα εκτέλεσης των έργων, που ήταν η Διοίκηση Φρουρίου Θεσσαλονίκης, αποτέλεσε αναμφίβολα σπουδαίο και αποφασιστικό παράγοντα για την ολοκλήρωση του τεράστιου αυτού έργου.

[19] Οι παθητικές αμυντικές δυνατότητες που θα παρείχε η Γραμμή των Οχυρών Θα αξιοποιούνταν μέσω αντεπιθέσεων του τακτικού Ελληνικού Στρατού, ο οποίος, επιπλέον, θα κάλυπτε τα πλευρά της αμυντικής διάταξης και θα παρείχε την αναγκαία εγγύς προστασία στα οχυρά ενάντια στις εχθρικές ενέργειες κατάληψής τους.

Την άμυνα της τοποθεσίας θα συμπλήρωνε το πυροβολικό των μετόπισθεν, οι θέσεις του οποίου, όπως και οι τομείς πυρών υποστήριξης, είχαν αναγνωριστεί και οργανωθεί σε βάθος. Την προσβολή των οχυρών από αέρος θα απέτρεπε η αεροπορική κάλυψη με καταδιωκτικά αεροσκάφη.

Από τα προηγούμενα, καθίσταται σαφές ότι τα οχυρά είχαν σχεδιαστεί να λειτουργούν ως μέρος ενός συνολικού σχεδίου ενεργητικής και παθητικής άμυνας στο οποίο ζωτικό ρόλο είχαν οι εφεδρείες.

[20] Τα οχυρωματικά έργα κατά μήκος των συνόρων είχαν με επιδεξιότητα προσαρμοστεί στα χαρακτηριστικά του εδάφους και ένα σύστημα άμυνας σε βάθος κάλυπτε τα ελάχιστα υφιστάμενα δρομολόγια. Σε όλη την έκταση των συνόρων με τη Γιουγκοσλαβία και Βουλγαρία, δεν είχε ανεγερθεί συνεχής σειρά οχυρώσεων, πλην όμως σε όλα τα κύρια σημεία της οροθετικής γραμμής είχαν προβλεφθεί οδοφράγματα, υλικά καταστροφών και εκτεταμένα ναρκοπέδια.

Από στρατιωτικής πλευράς, το ορεινό έδαφος της Ελλάδας ήταν ιδανικό για άμυνα. Οι υψηλές οροσειρές της Ροδόπης, της Ηπείρου, της Πίνδου και του Ολύμπου παρέχουν πολλές δυνατότητες αναχαιτίσεως του εισβολέα. Εν τούτοις, ο αμυνόμενος πρέπει να διαθέτει επαρκή αεροπορική υποστήριξη, προκειμένου να αποφύγει τη μετατροπή των πολλών στενωπών σε παγίδες για τις χερσαίες δυνάμεις του.

[21] Η «Γραμμή Μεταξά» εκτός από τα είκοσι ένα αυτόνομα οχυρά, περιλάμβανε προκεχωρημένες οργανωμένες θέσεις άμυνας, όπως πολυβολεία και πυροβολεία με σκέπαστρα ή χωρίς, παρατηρητήρια πυροβολικού και τα συνήθη έργα εκστρατείας, όπως σειρές αντιαρματικών κωλυμάτων και συρματοπλέγματα, χαρακώματα μάχης και τάφροι συγκοινωνίας. Τα αντιαρματικά κωλύματα περιλάμβαναν συνδυασμό τάφρων, τσιμεντένιους κώνους (δόντια) και σιδηροτροχιές προσδεδεμένες με τσιμέντο στο κέντρο (αχινός).

[22] Η οχυρωματική γραμμή Μεταξά στα σύνορα με τη Βουλγαρία προοριζόταν για πόλεμο με δυνάμεις πεζικού και όχι εναντίον μηχανοκίνητων δυνάμεων και αεροπορίας που διέθεταν οι Γερμανοί.

[23] Ο  Μεταξάς είχε ιδία άποψη για τη σημασία της συγκεκριμένης περιοχής, γεγονός που τον οδήγησε σε μια άνευ προηγουμένου προσπάθεια για την ολοκλήρωση των έργων. Προκειμένου να ελαττωθούν στο μέγιστο δυνατό οι χρόνοι ολοκλήρωσης των οχυρών, συγχωνεύονταν συχνά όλα τα στάδια υλοποίησης: η μελέτη κατασκευής, η χάραξη επί του εδάφους και το οικοδομικό έργο μαζί με την αναγκαία κατασκευή διαβάσεων για τη μεταφορά των υλικών.

[24] Τα οχυρά είχαν αυτονομία 10 ημερών σε τρόφιμα και πόσιμο νερό. Οι εγκαταστάσεις διαβίωσης παρείχαν όλες τις αναγκαίες διευκολύνσεις ενώ ο αέρας φιλτράρονταν με ειδικές συσκευές. Η ηλεκτροδότηση των μηχανημάτων, των διαβιβάσεων και του φωτισμού εξασφαλίζονταν από ηλεκτρογεννήτριες.

[25] Εξαιρετική σημασία είχε δοθεί στις επικοινωνίες, καθώς κάθε οχυρό είχε πλέον των δυο διαφορετικών γραμμών επικοινωνίας τόσο με τα άλλα οχυρά όσο και με τις θέσεις των Στρατηγείων στα μετόπισθεν και τις Διοικήσεις Πυροβολικού. Οι γραμμές εκτός οχυρών, είχαν τοποθετηθεί στα δύο μέτρα, βάθος το οποίο εκ των υστέρων αποδείχτηκε ανεπαρκές για την προστασία από τους βομβαρδισμούς.

[26] Το έτος 1938 σημειώθηκε σημαντικό άλμα στην εξέλιξη των ιδεών για τη μορφή των Οχυρών, που οφειλόταν από το ένα μέρος στην πυρετώδη πρόοδο των εργασιών στα δύο προηγούμενα χρόνια και την πείρα που αποκτήθηκε και από το άλλο μέρος στην επίσκεψη που έγινε στην γαλλική οχυρωμένη γραμμή Μαζινό από το Διοικητή της Διοίκησης Φρουρίου Θεσσαλονίκης Υποστράτηγο Στρίμπερ Ι. και το Διευθυντή του 3ου Γραφείου Ανχη Γεωργαντά Δημ. Οι εντυπώνεις που αποκτήθηκαν από την επίσκεψη αυτή, είχαν σημαντική επίδραση πάνω στη μορφή της οχύρωσης και βοήθησαν σημαντικά στη βελτίωσή της.

[27] Όλα τα έργα έγιναν εργολαβικά.

[28] Βλέπε  Ιστορία  του  Ελληνικού  Έθνους,   Τόμος  ΙΕ,  σελ  ,   Εκδοτική  Αθηνών. 

[29] Οι Γερμανοί για να εισβάλουν στη Β. Ελλάδα ήταν αναγκασμένοι να διέλθουν τα όρη της Ροδόπης, όπου μόνο λίγες διαβάσεις και κοιλάδες ποταμών επέτρεπαν τη διέλευση μεγάλων στρατιωτικών μονάδων. Τα εξαιρετικά δύσβατα ορεινά δρομολόγια, με τις πολυάριθμες στροφές τους, δημιουργούσαν σοβαρά προβλήματα στα βαριά οχήματα, μέχρις ότου γερμανικά τμήματα Μηχανικού τα διεύρυναν εξορύσσοντας τους βράχους. Μόνο πεζοπόρα τμήματα και έμφορτα ζώα μπορούσαν να κινηθούν εκτός των δρομολογίων.

[30] Το ΤΣΑΜ  διέθετε τις XVIII, XIV και VII Μεραρχίες Πεζικού, την ΧΙΧ Μηχανοκίνητη Μεραρχία, την Ταξιαρχία Νέστου, την Ταξιαρχία Έβρου και το Απόσπασμα Κρουσίων. Το Απόσπασμα Κρουσίων θα απαγόρευε τη γερμανική προέλαση προς τη Θεσσαλονίκη σε περίπτωση διάρρηξης της τοποθεσίας Μπέλες. Ανατολικά του Στρυμόνα ήταν η VII και η XIV Μεραρχίες Πεζικού ενώ δυτικά του Στρυμόνα ήταν η XVIII. Στην ευρύτερη περιοχή της Ξάνθης ήταν ανεπτυγμένη η Ταξιαρχία Νέστου. Ως εφεδρεία τηρούνταν η XIX Μηχανοκίνητη Μεραρχία, νότια της λίμνης Δοϊράνης, η οποία είχε εξοπλιστεί κυρίως με ιταλικό υλικό που είχε κυριευθεί κατά τις επιχειρήσεις στο αλβανικό μέτωπο.

[31] Η κατάσταση των ελληνικών μεραρχιών απείχε πολύ από όσο επέβαλλε η κατάσταση. Η XIX Μηχανοκίνητη Μεραρχία ήταν ελαττωμένης σύνθεσης, αποτελούνταν δε από λάφυρα του Αλβανικού μετώπου η ποιότητα και η ποσότητα των οποίων ήταν πολύ κάτω του μέσου όρου. Στις υπόλοιπες μεραρχίες η κατάσταση δεν ήταν καλύτερη. Οι αξιωματικοί των Μονάδων ήταν κατά 80% έφεδροι, η μέση δύναμη των Ταγμάτων ήταν περίπου 500 άνδρες, στην πλειοψηφία τους ντόπιοι επίστρατοι με ελάχιστη ή καθόλου πολεμική εμπειρία, οι Μόνιμοι Ανθυπολοχαγοί που διοικούσαν λόχους είχαν μόλις αποφοιτήσει από την Σχολή ενώ ο οπλισμός των Μονάδων ήταν πεπαλαιωμένος.

[32] Κατά την έναρξη της γερμανικής επίθεσης ο όγκος των ελληνικών δυνάμεων (Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας – ΤΣΔΜ και Τμήμα Στρατιάς Ηπείρου – ΤΣΗ) βρίσκονταν στο Αλβανικό μέτωπο έχοντας μόλις αποκρούσει την εαρινή επίθεση των Ιταλών (επιχείρηση «ΠΡΙΜΑΒΕΡΑ»).

[33] Η εισβολή στην Ελλάδα ήταν η πρώτη επιχείρηση στην οποία Μεραρχίες Αρμάτων και Μηχανοκίνητες Μονάδες Πεζικού χρησιμοποιήθηκαν σε σαφώς ορεινό έδαφος. Παρά τις δυσκολίες που συναντήθηκαν, η χρησιμοποίηση των Τεθωρακισμένων σαν αιχμή δόρατος σε επιθέσεις διαμέσου ορεινών εδαφών αποδείχτηκε ορθή τακτική. Η ταχεία κατάληψη  της Θεσ/νίκης – δεν Θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς τη Μεραρχία αρμάτων.

[34] Η έκδοση διαταγών υπό τύπου αποστολής αποδείχτηκε πλήρως δικαιολογημένη κατά τη διεξαγωγή επιχειρήσεων σε δύσβατο ορεινό έδαφος. Μεγάλη πρωτοβουλία δράσεως αφέθηκε  στους τακτικούς Διοικητές σε όλα τα κλιμάκια, λόγω των συχνών διακοπών της ενσύρματης επικοινωνίας. Κατά κανόνα, όταν οι διαταγές λαμβάνονταν καθυστερημένα ή και καθόλου, οι κατώτεροι αυτοί διοικητές δρούσαν  με δική τους πρωτοβουλία εντός των πλαισίων της γενικής αποστολής τους.

[35] Η δράση του ελληνικού πυροβολικού υπήρξε απόλυτα επιτυχής, παρά τη συντριπτική υπεροχή του αντιπάλου πυροβολικού και τον αδιάκοπο βομβαρδισμό από ξηράς και αέρος και παρά την καταστροφή των τηλεφωνικών συνδέσεων, εκπλήρωσε την αποστολή του με εξαιρετική επιτυχία.  Αυτό ωφείλετο κατά μεγάλο μέρος εις την άρτια παρασκευή των αποστολών και την οργάνωση της παρατήρησης καθώς και τις ενθουσιώδεις προσπάθειες του προσωπικού, την επιμελημένη οργάνωση και απόκρυψη των θέσεων των πυροβόλων, παράμετροι που επέτρεψαν να εκτελέσουν ανενόχλητα σχεδόν και χωρίς πολλές απώλειες το έργο τους.

[36] ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αγώνες εις την Ανατολικήν Μακεδονίαν και την Δυτικήν Θράκην, σσ.253- 254.

[37] Η σύμπτυξη των δυνάμεών του προς τους λιμένες της Μακεδονίας και η μεταφορά τους με πλοία, όπως αρχικά είχε αποφασιστεί, κρίθηκε ανέφικτη, γιατί ούτε εφεδρείες υπήρχαν για την κάλυψη της σύμπτυξης, αλλά ούτε και τα απαιτούμενα πλοία.

[38] Ο Αντιστράτηγος Μπακόπουλος απευθυνόμενος στο Γερμανό διοικητή είπε: «αισθάνομαι βαθύτατη λύπη διότι η τύχη μου επιφύλασσε να θέσω την υπογραφή μου στο πρωτόκολλο αυτό, το οποίο με υποχρεώνει να παραδώσω την υπό την διοίκησή μου ηρωική και ένδοξη Στρατιά της Ανατολικής Μακεδονίας αν και αυτή δεν ηττήθηκε».

[39] Στον τομέα της Ταξιαρχίας Έβρου τα τμήματα προκαλύψεως ανερχόμενα σε 100 περίπου αξιωματικούς και 2.000 οπλίτες αφού συμπτύχθηκαν βάσει σχεδίου, εισήλθαν στην Τουρκία όπου και αφοπλίστηκαν. Ο διοικητής της Ταξιαρχίας Υποστράτηγος Ζήσης Ιωάννης την 9 Απριλίου 1941, αυτοκτόνησε στο χωριό Ύψαλα της τουρκικής Θράκης, ενώ από την Τουρκία 100 αξιωματικοί και 1300 οπλίτες μετέβησαν στη Μέση Ανατολή τον Ιούνιο του 1940, οι δε υπόλοιποι επέστρεψαν στην Ελλάδα  τον Φεβρουάριο  του 1942.

[40] Μετά την κατάληψη της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης οι γερμανικές δυνάμεις προέλασαν προς την Έδεσσα. Ταυτόχρονα, γερμανικά στρατεύματα εισήλθαν στο ελληνικό έδαφος από το Μοναστήρι, κατέλαβαν τη Φλώρινα και έλαβαν επαφή με τις ελληνοβρετανικές δυνάμεις στην τοποθεσία Πισοδερίου-Κλειδίου. Έτσι, δημιουργήθηκε σοβαρή απειλή για τα νώτα της τοποθεσίας Βόρας – Βέρμιο, την οποία κατείχε το ελληνοβρετανικό συγκρότημα υπό τον στρατηγό Ουίλσον. Μετά από αυτή την εξέλιξη, αποφασίστηκε η εκκένωση της περιοχής και η αμυντική εγκατάσταση στην τοποθεσία του Ολύμπου.

[41] Η εξέλιξη της Μάχης στα Οχυρά, παρά την απαράμιλλη ανδρεία των Ελλήνων, απέδειξε ότι η θεαματική βελτίωση των μηχανοκίνητων μέσων είχε καταστήσει παρωχημένη την τακτική της προσήλωσης στη γραμμική άμυνα.

[42] ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη ιστορία του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού Πολέμου (1940-1941), σ.175.

[43] Κατά την παράδοση του οχυρού Παλιουριώνες ένα γερμανικό τάγμα παρατάχθηκε για την απονομή τιμών. Ο Γερμανός συνταγματάρχης που παρέλαβε το Οχυρό, αφού προσφώνησε τον διοικητή του, συνεχάρη τους άνδρες της φρουράς για την ηρωική αντίστασή τους. Η υποστολή της ελληνικής και η έπαρση της γερμανικής σημαίας πραγματοποιήθηκε μετά την αναχώρηση των Ελλήνων υπερασπιστών του. Ανάλογες ενέργειες διαδραματίστηκαν και στα οχυρά Ρούπελ, Λίσσε, Πυραμιδοειδές, Περιθώρι, Εχίνος, Νυμφαία, Ιστίμπεη και Κέλκαγια.

[44] Βλέπε Ιστορία  του  Ελληνικού  Έθνους, ο.π.  σελ. 453-454. 

[45] Οι εκστρατεία στα Βαλκάνια των Γερμανών χρησιμοποιήθηκε  ως αντιπερισπασμός. Οι επιχειρήσεις των Γερμανών στην ανατολική Μεσόγειο, την άνοιξη του 1941, αποδείχτηκαν επιτυχείς στην απόσπαση της προσοχής του κόσμου από τις προετοιμασίες τους στην Πολωνία για την εκστρατεία στην Ρωσία. Οι γερμανικές εκστρατείες στα Βαλκάνια, οι οποίες συνέπεσαν με την προέλαση του Ρόμμελ στην έρημο της βόρειας Αφρικής, φάνηκαν να δείχνουν ότι τα επεκτατικά σχέδια του Χίτλερ κατευθύνονταν προς την ανατολική Μεσόγειο. Ο πλήρης αιφνιδιασμός που επέτυχαν οι Γερμανοί κατά την εισβολή στη Ρωσία, στις 22 Ιουνίου, μπορεί μερικώς να αποδοθεί στο γεγονός ότι οι επιχειρήσεις στα Βαλκάνια απορρόφησαν την προσοχή από τις προπαρασκευές που έλαβαν χώρα στην Πολωνία κατά τη διάρκεια του Απριλίου και Μαΐου 1941.

  1. ↩︎

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *