Eβδομαδιαία Πολιτική – Οικονομική – Ναυτιλιακή – Φιλολογική εφημερίδα στην υπηρεσία των Δήμων του Πειραιά και των νησιών

ΑΠΟΨΕΙΣ

Το Πολυτεχνείο θα ζει για πάντα! Κανένας αγώνας δεν πηγαίνει χαμένος!

3Η φωνή ακουγόταν θλιμμένη αλλά επίμονη: «Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο…». Όλη η Ελλάδα με κομμένη την ανάσα παρακολουθούσε το Γολγοθά των παιδιών της, που ήταν κλεισμένα στο Πολυτεχνείο.

Ήταν η βραδιά της 17ης Νοεμβρίου 1973, και κανείς δεν πίστευε ότι θα τελείωνε τόσο απλά ένας μεγάλος αγώνας. Όλοι αγωνιούσαν, γιατί οι Θερμοπύλες πάντα πέφτουν και οι Πέρσες περνάνε, όπως θέλει και ο ποιητής. Τι ήταν όμως εκείνη η βραδιά; Τι έγινε και δεν το μάθαμε ποτέ, ή μάλλον μας το έδωσαν λανθασμένα;

«Ήμουν ένας από τους χιλιάδες φοιτητές που βρισκόμασταν στο Πολυτεχνείο. Εκείνο το βράδυ υπήρχε κάτι παράξενο, η νύχτα αν και δεν ήταν κρύα είχε κάτι το παγερό. Ο θάνατος είχε βγει σεργιάνι και θέριζε. Η νησίδα έξω από το πολυτεχνείο είχε γεμίσει ξαπλωμένους τραυματίες, μερικοί μπορεί να ήταν και νεκροί, ένας από αυτούς άρχισε να βγάζει αίμα από το στόμα. Τον σηκώσαμε και τον πήγαμε στην απέναντι πολυκατοικία, γωνία Πατησίων και οδού Πολυτεχνείου, εκεί κάπου στον 5ο όροφο είχε έναν παιδίατρο. Κτυπήσαμε το κουδούνι του γιατρού, μας άνοιξε και πήγαμε πάνω τον τραυματία. Είχε κτυπηθεί από σφαίρα στο κεφάλι. Ο γιατρός δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Στα λίγα λεπτά που καθίσαμε πήρα τηλέφωνο σπίτι μου. Η μητέρα μου έκλεγε. Κάποια γειτόνισσα είχε διαδώσει ότι στο Πολυτεχνείο σφάζανε τους φοιτητές σαν τα κοτόπουλα. Της υποσχέθηκα ότι θα προσπαθούσα να μην πάθω τίποτα και ότι θα γυρνούσα πίσω καλά. Με παρακάλεσε να κρυφτώ κάπου στην Αθήνα μέχρι να περάσει το κακό. Βλέπετε το σπίτι μου, ήταν πολύ μακριά από την Αθήνα.

Κατεβάσαμε τον τραυματία κάτω και τον ξαναβάλαμε δίπλα στους άλλους. Ασθενοφόρα δεν υπήρχαν. Κάνα διό που εμφανίστηκαν πήραν πάνω από πέντε τραυματίες το καθένα. Μέχρι και στην οροφή έβαζαν τραυματίες. Μετά τις δώδεκα και αφού είχε απλωθεί μια νεκρική σιγή, ακούσαμε τον ανατριχιαστικό ήχο των τάνκς. Ερχόντουσαν από την περιοχή της Ομόνοιας. Είχαν ένα προβολέα στην οροφή και φάνταζαν σαν απόγονοι του κύκλωπα, που ερχόντουσαν να μας καταβροχθίσουν. Κρύος ιδρώτας μας έλουσε. Εγώ με μερικούς άλλους πήγαμε να καλυφθούμε στην πολυκατοικία Στουρνάρη και Πατησίων, απέναντι από το θέατρο Άλφα. Βρήκαμε ένα τόσο δα χώρο στο υπόγειο και στριμωχθήκαμε, είκοσι και πλέον άτομα, στο χώρο του λεβητοστασίου. Που και που κάποιος έβγαινε στην πόρτα και κοίταγε κρυφά. Οι δρόμοι γύρω από το Πολυτεχνείο είχαν γεμίσει κλούβες και αστυνομικούς. Η πύλη του Πολυτεχνείου ήταν πεσμένη και παντού έβλεπες καπνούς.

Καταλάβαμε ότι θα ερχόντουσαν και στη δική μας πολυκατοικία για συλλήψεις και αποφασίσαμε να κάνουμε έξοδο και να πάμε προς τα κάτω, προς την Αχαρνών. Έτσι και έγινε, βγαίνοντας πέσαμε σε μια ομάδα αστυνομικών που, άρχισε να μας κυνηγά για να μας συλλάβει. Από τους 20 που βγήκαμε, λιγότεροι από τους μισούς φτάσαμε μέχρι τη Λιοσίων. Όμως δεν μπορούσαμε να ησυχάσουμε. Δεν μας έκανε καρδιά να φύγουμε, πήραμε την Ηπείρου και προσπαθήσαμε να ξανανεβούμε προς την Πατησίων. Κάπου έξω από τη Μπουάτ Κύτταρο, ακούσαμε φασαρία και φωνές. Οι κλούβες είχαν φτάσει μέχρις εκεί. Το βάλαμε στα πόδια και τρέχοντας, επί της οδού Μακεδονίας, βλέπουμε να ανοίγει ένα παράθυρο σε κάποιο ημιώροφο. Και να προβάλει ένας κύριος μεσόκοπος, μπέστε μέσα μας λέει. Δεν διστάσαμε στιγμή. Μπήκαμε, μας περιποιήθηκε πολύ. Το Πρωί τον ευχαριστήσαμε και φύγαμε. Η Αθήνα ήταν σαν την ολόμαυρη ράχη των Ψαρών. Απ’ άκρου εις άκρη κάπνιζε. Δεν κουνιόταν φύλλο. Έφτασα σπίτι μου κατά το Μεσημέρι. Την άλλη μέρα με κάλεσαν στην Ασφάλεια για κάποιες ‘τυπικές’ ερωτήσεις. Κάθε χρόνος που περνά νομίζω ότι κάνει τη θύμηση των γεγονότων δυνατότερη».

Λίγες λέξεις ενός φοιτητή που έζησε τα γεγονότα και αναπολεί τα χρόνια της αθωότητας. Ένας αγώνας που έγινε και δεν πήγε ποτέ χαμένος. Ας ισχυρίζονται κάποιοι ότι ήταν μάταιος και καταδικασμένος. Δεν υπάρχει ανώφελος αγώνας.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *